ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

 

Ἀλλά ποιά μά­τια; Ὑπάρχουν δυό εἰδῶν μάτια. Εἶναι τά δυό εἴδη ματιῶν, γιά τά ὁποῖα μᾶς μιλάει ὁ Χριστός.

 Τό ἕνα εἶναι τό ἁπλό μάτι.

Ποιά μάτια εἶναι ἅπλα; Τά μάτια πού δέν ἔχουν πονη­ριά. Τά μάτια, πού ἀκτινοβολοῦν ἀγάπη. Τά μάτια τῆς πίστεως. Τά μάτια τοῦ θαυμασμοῦ. Τά μάτια, πού δείχνουν καλωσύνη καί κοιτάζουν τούς ἄλλους μέ συμπάθεια, ὅπως εἶναι τά μάτια τῆς μητέρας πού βλέπει μέ στοργή τό παιδί της. Τά μάτια τῆς συμπόνιας, πού δακρύ­ζουν καί κλαῖνε στόν πόνο καί στήν θλίψη τοῦ ἄλλου. Τά μάτια τῆς συγγνώμης καί τῆς συγχωρητικότητας, ὅπως ἦταν τά μάτια τοῦ Κυρίου πού ἔριξε πάνω ἀπό τόν Σταυρό βλέμμα συγγνώμης στούς σταυρωτές του. Τά μάτια τῆς ἐλεημοσύνης, πού ἀνακαλύπτουν τήν δυστυχία ὅπου κι ἄν εἶναι κρυμ­μένη καί ρίχνουν βλέμμα ἀγάπης σέ περιφρονημένα καί ἐγκαταλελειμμένα πλάσματα.

Μάτια ἁπλά... Εἶναι κυρίως τά μάτια τοῦ μικροῦ παι­διού, πού τά βλέπει ὅλα μέ μάτι ἁγνότητας καί ἀθωότητας.

Κάποτε εἴχαμε κι ἐμεῖς τέτοια μάτια. Μάτια ἀθώα καί ἁπλά. Μά σήμερα δέν ἔχουμε. Ἔχουμε μάτια πονηρά. 

Θέλετε νά δεῖτε ποιά εἶναι τά πονηρά μάτια; Εἶναι τά μάτια τοῦ φθονεροῦ, πού νομίζεις πώς ἐκπέμπουν δηλητήριο. «Μέ μάτιασε», ἀκοῦς καί λένε· «μ' ἔφαγε μέ τό κακό του μάτι»... Τά μάτια τοῦ φθονεροῦ δέν ἀντέχουν νά βλέπουν τήν πρόοδο τοῦ ἄλλου. Ὅσο ὁ ἄλλος προοδεύει, τόσο τά μάτια τοῦ φθονεροῦ γυαλίζουν ἀπό τό φοβερό πάθος... Εἶναι τά μάτια τοῦ ὀργίλου καί θυμώδη, πού ἀγριεύουν καί γουρλώνουν καί δείχνουν πώς εἶναι ἕτοιμος ὁ νευριασμένος ἄνθρωπος νά ὁρμήσει ἐναντίον τοῦ ἄλλου. Εἶναι τά μάτια τοῦ ἐκδικητικοῦ,πού βλέπουν τόν ἄλλο «ὑπό γωνίαν». Εἶναι τά μάτια τοῦ ἐγκληματία καί κακούργου, πού ἐκφράζουν ὅλα τά κα­κούργα ἔνστικτα, πού κρύβει στήν καρδιά του. Εἶναι τά μάτια τῆς σκληρότητας, πού δέν καταδέχονται νά ρίξουν ἕνα βλέμμα ἀγάπης καί συμπαθείας στούς συνανθρώ­πους. Εἶναι τά μάτια τοῦ κατεργάρη καί ψεύτη, πού κλεί­νουν πονηρά γιά νά ἐξαπατήσουν τόν ἀθῶο. Εἶναι τά μάτια τοῦ ἄπιστου καί ὀλιγόπιστου, πού ἀμφιβάλλει γιά τά τόσα θαύματα, πού βλέπει γύρω του.

Ὅλα αὐτά πού ἀναφέραμε εἶναι μάτια πονηρά. Μά δέν σᾶς εἶπα τά πιό πονηρά μάτια. Εἶναι τά μάτια τοῦ αἰσχροῦ καί ἀκόλαστου ἀνθρώπου. Εἶναι τά μάτια, πού ρίχνουν βλέμματα αἰσχρά καί πορνικά. Εἶναι τά μάτια, πού ἀναζητοῦν αἰσχρές καί ἀνήθικες εἰκόνες γιά νά χορτάσουν. Εἶναι τά μά­τια, πού εὐχαριστοῦνται καί ἡδονίζονται σέ αἰσχρά θεάματα. Εἶναι τά μάτια, πού κατατρῶνε γυμνές σάρκες. Εἶναι τά μάτια τοῦ ἡδονοβλεψία καί σαρκολάτρη ἀνθρώπου.

Ποιός ἔχει τά μάτια τοῦ καθαρά; Μέ κάθε βλέμμα πονηρό, πού ρίχνεις στό ἄλλο πρόσωπο, εἶναι σάν νά διέπραξες τήν ἁμαρτία μέσα στήν ψυχή σου. Καί ὅμως! Ὄχι ἕνα ἤ δυό, ἄλλα μύρια βλέμματα αἰσχρά καί πονηρά, ἐκτοξεύονται καθημερινά. Τό στομάχι ὕστερα ἀπό ἀρκετό φαγητό χορταίνει. Τά μάτια ὅμως εἶναι ἀχόρταγα. «Οὐ πλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν».(Ἐκκλ. 1, 8) Τά μάτια δέν χορταίνουν νά βλέπουν. Τί νά βλέπουν; Νά βλέπουν ταινίες ἀνήθικες καί αἰσχρές στόν κινηματο­γράφο. Νά βλέπουν ἔργα ἀκατάλληλα καί ἐρεθιστικά, πού σκανδαλίζουν καί ἐρεθίζουν ἀκόμα καί γέρους ἀνθρώπους. Νά βλέπουν σκηνές προκλητικές στήν τηλεόραση. Νά βλέπουν φωτογραφίες γυμνῶν γυναικῶν στά περιοδικά καί στίς εφη­μερίδες, πού συναγωνίζονται στήν δημοσίευσι τῶν πιό προκλη­τικών φωτο- γραφιῶν καί εἰκόνων. Νά βλέπουν τίς γυναῖκες πού γυρίζουν ἄσεμνα ντυμένες μέσα στούς δρόμους.

Ἀλλά, δέν εἶναι μόνο ἐκεῖνοι, πού ἐπιδιώκουν καί ἐπιζητοῦν νά χορτάσουν τά μάτια τούς μέ γυμνές σάρκες. Εἶναι καί oι ἄλλοι, οἱ πιστοί καί εὐσεβεῖς. Εἶναι οἱ νέοι καί οἱ νέες, πού ἀγωνίζονται νά κρατήσουν τά μάτια τους ἁγνά.

Ἀλλά πῶς; Πῶς νά κρατήσει ὁ νέος τά μάτια ἁγνά, ὅταν βαδίζοντας στόν δρόμο δέν ξέρει ποῦ νά στρέψει τά μάτια του, γιατί δεξιά του, ἀριστερά του καί μπροστά του κυκλοφοροῦν γυναῖκες ξετσίπωτες, μάλιστα τό καλοκαίρι; Πῶς νά διαφυλάξει ἁγνά τά μάτια του, ὅταν γύναια κυκλοφοροῦν μέ ἀναίδεια καί προκλητικότητα στούς δρόμους, μέ ἐκτεθειμένες τίς σάρκες τους σέ κοινή θέα; Πῶς νά κρατήσει ἀμόλυντα τά μάτια του, ὅταν οἱ γονεῖς ἀφήνουν τά κορίτσια τους νά γυρί­ζουν σχεδόν γυμνά στούς δρόμους, στίς πλατεῖες, στίς ἐξοχές, στίς πλάζ; Πῶς νά κρατήσει ἁγνά τά μάτια του, ὅταν ἀναιδεῖς δεσποινίδες καί ξετσίπωτες κυρίες τολμοῦν νά μπαίνουν μέ ἄσεμνη ἐνδυμασία ἀκόμα καί μέσα στόν ἱερό τόπο τοῦ Ναοῦ;...

Στόν βίο κάποιου ἁγίου ἀσκητοῦ ὑπάρχει τό ἑξῆς παράδοξο περιστατικό. Κάποια γυναίκα παρουσιά­στηκε μιά μέρα ἀπότομα μπροστά τοῦ γυμνή. Ὁ ἀσκητής κινδύνευε νά ἁμαρτήσει. Ἀμέσως τοῦ ἦρθαν στό μυαλό του τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Εἰ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σέ, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ». (Ματθ. 5, 29) Καί γιά νά σωθεῖ ἀπό τόν πειρασμό, μέ ἕνα πιρούνι ἔβγαλε τά δυό του μάτια καί τά πρόσφερε στήν ἁμαρτωλή γυναίκα.

-Πάρτα, τῆς εἶπε. Καλύτερα τυφλός στόν παράδεισο, παρά μέ μάτια στήν κόλαση.

Τό γεγονός, ὅπως ἦταν φυσικό, συγκλόνισε τήν ἁμαρτωλή γυναίκα. Μετανόησε, ἔκλαψε γιά τήν ἁμαρτωλή της πρόκληση καί πῆγε κι ἔγινε μο­ναχή...

Αὐτό θά κάνουμε κι ἐμεῖς; Ἀσφαλῶς ὄχι. Τά παραπάνω λόγια τοῦ Χριστοῦ δέν ἑρμηνεύονται κατά γράμμα. Ἑρμη­νεύονται πνευματικά. Τό κλειδί γιά τήν ἑρμηνεία τους μᾶς τό δίνει ὁ ψαλμωδός Δαβίδ: «Ἀπόστρεψον, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμοὺς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα». Κύριε, πάρε τά μά­τια μου ἀπό τόν πειρασμό. Δῶσε μου τήν δύναμη νά ἀποστρέφω τά μάτια μου ἀπό σκηνές ἁμαρτωλές καί προ-κλητικές.

Τά μάτια εἶναι ἡ θυρίδα τοῦ κακοῦ. Ἀπό ἐκεῖ κάνει εἰσβολή ἡ ἁμαρτία καί κυριεύει ὅλο τό κάστρο τῆς ψυχῆς. «Ἐκ τοῦ ὁρᾶν τίκτεται τὸ ἐρᾶν».Ἀπό ἕνα βλέμμα πονηρό γεννιέται μιά κακή ἐπιθυμία.

Ἄς γίνει πιό ἐντατικός ὁ ἀγώνας μας ὅλο τόν χρόνο, ἰδιαί­τερα τό καλοκαίρι, γιά νά κρατήσουμε τά μάτια μακριά ἀπό ἁμαρτωλά βλέμματα. Ἄς τά ἀπομακρύνουμε ἀπό τόπους, ὅπου ὁ σκανδαλισμός εἶναι ἀναπόφευκτος. Ἄς γίνει θερμή ἡ δέησή μας πρός τόν παντοδύναμο Θεό: «Ἀπόστρεψον, Κύριε, τοὺς ὀφθαλμοὺς μου τοῦ μὴ ἰδεῖν ματαιότητα».(Ψαλμ. 118, 37).