Η ΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ ΠΡΟΦΗΤΗ ΗΛΙΑ (20 Ἰουλίου)

Ἐνῶ κατέβαιναν τούς ἔδωσε μιά ἐντολή: «Μηδενὶ εἴπητε τὸ ὅραμα, ἕως οὗ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου ἐκ νεκρῶν ἀναστῇ». (Ματθ. ιζ´, 9) Δέν ἔπρεπε ἀκόμα, γιά λόγους συνέσεως, σέ κανένα νά ἀνακοινώσουν αὐτά πού εἶδαν. Δέν ἦταν ἕτοιμοι οἱ ἄνθρωποι νά ἀκούσουν γιά τήν βασιλική δόξα τοῦ Διδασκάλου. Ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος νά φουντώσουν οἱ χονδροειδεῖς ἀντιλήψεις τοῦ λαοῦ γιά τήν μεσσιανική βασιλεία.
Οἱ μαθητές σεβάσθηκαν τήν ἐντολή τοῦ Διδασκάλου τους. Δέν μποροῦσαν ὅμως νά καταλάβουν τί σήμαινε ἡ φράση: «Μέχρις ὅτου ὁ υἱός τοῦ ἀνθρώπου ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν». Παρ᾽ ὅλα ὅσα εἶχαν ἀκούσει πίστευαν ὅτι ὁ Μεσσίας δέν θά ἔπρεπε νά πεθάνει. Ὅπως ἀκριβῶς εἶχε γίνει μέ τόν Ἐνώχ καί τόν Ἠλία, πού δέν εἶχαν γνωρίσει θάνατο. Ἄλλωστε ὁ Ἠλίας μόλις πρό ὀλίγου εἶχε παρουσιασθεῖ μπροστά στόν Κύριο μέ τόση ταπείνωση. Συγχρόνως μιά ἀπορία ἦρθε στήν σκέψη τους καί τήν θέτουν στόν Διδάσκαλο τους. Ποιά σχέση καί ποιά θέση θά εἶχε ὁ Ἠλίας στήν μεσσιανική βασιλεία; Οἱ γραμματεῖς καί ὁ λαός πίστευαν ὅτι πρίν ἀπό τόν Μεσσία θά ἐρχόταν ὁ Ἠλίας, γιά νά ἑτοιμάσει τόν κόσμο. Αὐτό εἶχε προαναγγείλει καί ὁ προφήτης Μαλαχίας. Ρωτοῦν, λοιπόν, τόν Κύριο: «Τὶ οὖν οἱ γραμματεῖς λέγουσι, ὅτι Ἠλίαν δεῖ ἐλθεῖν πρῶτον;». (Ματθ. ιζ' 10) Ἀφοῦ ὁ Ἠλίας ἦρθε καί σέ χαιρέτησε στό ὄρος καί ξανάφυγε, γιατί, λοιπόν, οἱ γραμματεῖς λένε, ὅτι πρίν ἀπό τόν ἐρχομό τοῦ Μεσσία πρέπει νά ἔρθει ὁ Ἠλίας;
Καί ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου: «Ἠλίας μὲν ἔρχεται πρῶτον καὶ ἀποκαταστήσει πάντα λέγω δὲ ὑμῖν ὅτι Ἠλίας ἤδη ἦλθε, καὶ οὐκ ἔγνωσαν αὐτόν, ἀλλ᾽ ἐποίησαν ἐν αὐτῷ ὅσα ἠθέλησαν· οὕτω καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου μέλλει πάσχειν ὑπ᾽ αὐτῶν. Τότε συνῆκαν οἱ μαθηταὶ ὅτι περὶ Ἰωάννου τοῦ βαπτιστοῦ εἶπεν αὐτοῖς». (ιζ´ 11-13)
Δηλαδή, ὅπως προφήτευσε ὁ Μαλαχίας, ὁ Ἠλίας ἔρχεται πρῶτα, γιά νά τακτοποιήσει τίς ταραγμένες σχέσεις τῶν ἀνθρώπων καί τίς σχέσεις μεταξύ τους καί τίς σχέσεις τους μέ τόν Θεό. Θά ἐγκαινιάσει μιά νέα περίοδο κάποιας ἠθικῆς ἀνακαίνισης καί πνευματικῆς ἀφύπνισης. Μέ τόν τρόπο αὐτό θά προετοιμάσει τόν λαό γιά νά ὑποδεχθεῖ τόν Μεσσία. Ἀλλά προσέξτε αὐτό πού θά σᾶς πῶ. Ὁ Ἠλίας ἔχει ἔρθει πρό καιροῦ. Ἡ προφητεία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ἔχει ἤδη πραγματοποιηθεῖ. Οἱ ἄνθρωποι ὅμως δέν θέλησαν νά τόν ἀναγνωρίσουν καί νά τόν παραδεχθοῦν. Τόν περιφρόνησαν. Κάτι ἀκόμα χειρότερο. Έκαναν εἰς βάρος του ὅσα θέλησε ἡ ἀπιστία καί ἡ κακία τους. Τά ἴδια καί χειρότερα θά κάνουν εἰς βάρος τοῦ Υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Ἀπό τά λόγια αὐτά τοῦ Κυρίου κατάλαβαν πιά καθαρά οἱ μαθητές, ὅτι μέ τό ὄνομα τοῦ προφήτη Ἠλία ἐννοοῦσε ἡ Ἁγία Γραφή τόν Ἰωάννη τόν Πρόδρομο. Ἄλλωστε καί ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ εἶχε ἀναγγείλει στόν πατέρα του, τόν εὐλαβή Ζαχαρία: «Καί αὐτός, τό παιδί σου, ὁ Ἰωάννης ὁ Πρόδρομος, θά προπορευθεῖ ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Μεσσία ὡς ἄλλος Ἠλίας, μέ τό ἴδιο δηλαδή προφητικό χάρισμα, μέ τό ἴδιο θάρρος καί μέ τήν ἴδια δραστηριότητα, πού εἶχε ὁ προφήτης Ἠλίας». (Λουκ. α´, 17)
Ἑπομένως τά πράγματα εἶναι ξεκάθαρα. Δέν πρόκειται γιά ἔλευση τοῦ προφήτη Ἠλία πρό τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου, ἀλλά γιά τόν Ἰωάννη τόν Βαπτιστή, τόν πρόδρομο τοῦ Μεσσία, ὁ ὁποῖος ἐπρόκειτο νά ἔρθει ὡς Ἠλίας. Καί oi Χριστιανοί δέν πρέπει νά δίνουν καμιά πίστη στίς διαδόσεις θρησκόληπτων ἀνθρώπων ἤ αἱρετικῶν, πού κάνουν λόγο γιά έμφάνιση τοῦ μεγάλου προφήτη καί ἄρα πλησίασμα τῆς συντέλειας τῶν αἰώνων. Τήν ἡμερα ἐκείνη σύμφωνα μέ τίς διαβεβαιώσεις τόσον τοῦ Κυρίου ὅσο καί τῶν Ἀποστόλων, κανένας δέν γνωρίζει καί σέ κανένα δέν ἔχει ἀποκαλυφθεῖ πότε θά ἔρθει. «Οὐχ ὑμῶν ἐστι γνῶναι χρόνους ἢ καιροὺς οὓς ὁ πατὴρ ἔθετο ἐν τῇ ἰδίᾳ ἐξουσίᾳ», (Πράξ. α´, 7) τόνισε ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Δέν εἶναι δουλειά δική σας νά περιεργάζεσθε τά ἀπόρρητα τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη ὁ προκαθορισμός τοῦ χρόνου γιά τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀντίκειται καί σέ ἄλλους λόγους τοῦ Κυρίου: «Περὶ τῆς ἡμέρας ἐκείνης ἢ τῆς ὥρας οὐδεὶς οἶδεν, οὐδὲ   οἱ ἄγγελοι  ἐν οὐρανῷ, οὐδὲ ὁ υἱός, εἰ μὴ ὁ πατήρ».(Μάρκ. ιγ´, 32). Καμιά, λοιπόν, ἀμφιβολία. Τόν ἀκριβή χρόνο, πού θά συμβεῖ ἡ συντέλεια τοῦ κόσμου κανένας ἀπολύτως δέν τόν γνωρίζει. Καί ἡ ἄγνοια αὐτή εἶναι πρός τό συμφέρον μας, γιά νά βρισκόμαστε  σέ συνεχή νήψη καί ἐγρήγορση.

                                                                                          Αναδημοσίευση καί ἐπεξεργασία κειμένου από:
                                                                                    Γεωργίου Β. Μελέτη, Ἐρωτήματα στόν  Ἰησοῦ  Χριστό, τ. Β΄