ΚΥΡΙΑΚΗ Ζ´ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

«Ἐλέησον ἡμᾶς, Υἱὲ Δαβίδ».

12έσα στούς δύσκολους αὐτούς καιρούς πού ζοῦμε,  οἱ ἱκετήριες κραυγές, πρός τόν Ἰησοῦ,  τῶν δύο τυφλῶν τῆς σημερινῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς πού πρίν λίγο ἀκούσαμε, ἔρχονται νά μᾶς συγκλονίσουν καί νά μᾶς τονώσουν.
Δύσκολες οἱ ἡμέρες πού περνοῦσαν οἱ δύο τυφλοί. Πόνος πολύς, θλίψη βαρειά, κανείς δέν μποροῦσε νά τούς βοηθήσει. Ἀπελπισμένοι ἀπό κάθε ἄλλον, ἀκολουθοῦν τόν Κύριο, κραυγάζοντας: «Ἐλέησον ἡμᾶς, Υἱὲ Δαβίδ ».
Μήπως, συχνά, καί οἱ δικές μας ἡμέρες δέν εἶναι δύσκολες; Μήπως σάν ἄτομα, σάν οἰκογένεια, σάν σύνολο δέν περνᾶμε θλίψεις καί στεναχώριες;
      Ἀρρώστιες, οἰκονομικές δυσκολίες καί θάνατοι, ταράζουν τήν ὕπαρξή  μας. Ὁ καθένας ἀπό ἐμᾶς καλεῖται νά σηκώσει ἕνα ἐλαφρότερο ἤ βαρύτερο σταυρό, γιά μεγαλύτερο ἤ μικρότερο διάστημα τῆς ζωῆς του.

     Μπροστά σέ μικρότερα ἤ μεγαλύτερα προβλήματα, πολλοί ζητοῦν, μόνοι τους, νά βροῦν κάποια λύση, καί ἀγνοοῦν τόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς. Ἐπαναπαύονται στίς δικές τους δυνάμεις, στή σύγχρονη ἐπιστήμη, στό ἄφθονο χρῆμα πού διαθέτουν, καί παραμερίζουν τόν Οὐράνιο Πατέρα.
      Γι᾽ αὐτούς τούς ἀνθρώπους εἶναι σάν νά μήν γεννήθηκε ὁ Χριστός, ποτέ. Σάν νά μήν δίδαξε, σάν νά μήν σταυρώθηκε, σάν νά μήν ἀναστήθηκε, ποτέ.
     Καί οἱ ἄνθρωποι αὐτοί εἶναι πολλοί μέσα στήν κοινωνία μας. Ἴσως καί ἀρκετοί ἀπό ἐμᾶς νά ἀνήκουμε σ᾽αὐτούς. Τό βάρος τό ρίχνουμε στίς προσπάθειές μας καί παραμερίζουμε τήν ἐπίκληση τῆς θείας βοηθείας. Ἔτσι, συχνά, ἡ ψυχή μας ταράζεται. Μᾶς κυριεύει ἀγωνία καί ἀνησυχία. Λείπει ἡ πίστη στόν Θεό. Λείπει ἡ ἐμπιστοσύνη στήν πρόνοιά του.
    Γιά νά ὑπερνικήσουμε μιά τέτοια κατάσταση, θά πρέπει, πρῶτα νά ριζώσει μέσα μας ἡ πεποίθηση ὅτι «τὰ πάντα καί ἐν πᾶσι Χριστός». Αὐτό σημαίνει νά πλησιάσουμε τόν Κύριο, νά γνωρίσουμε τόν Κύριο, νά συνδεθοῦμε μέ τόν Κύριό μας,κυρίως στήν περίοδο τῶν θλίψεων. Νά πιστέψουμε, ὅτι ὅλα τά προβλήματά μας θά λυθοῦν μόνο διά τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἴτε αὐτά εἶναι ἀτομικά,  εἴτε εἶναι οἰκογενειακά, εἴτε εἶναι ἐπαγγελματικά, εἴτε αὐτά εἶναι γενικώτερα.
     Βέβαια ἡ πίστη αὐτή δέν θά μᾶς δημιουργήσει μιά παθητική καί μοιρολατρική στάση. Θά μᾶς δίνει τή δύναμη νά χρησιμοποιοῦμε μέν ὅλες τίς ἀνθρώπινες δυνατότητες, ἀλλά νά ἐμπιστευόμαστε καί τόν Θεό.
     Συγχρόνως δέ, νά μιμούμαστε τούς δύο τυφλούς στήν κραυγή τους, οἱ ὁποῖοι ἔκραζαν πρός τόν Κύριο καί τόν παρακαλοῦσαν λέγοντες «Ἐλέησον ἡμᾶς, Υἱέ Δαβίδ».  
    Μέ δυνατή φωνή νά ἐπικαλούμαστε τήν χάρη τοῦ Οὐρανοῦ. Ὄχι στόν τόνο τῆς φωνῆς, προκειμένου αὐτή νά εἶναι δυνατή, ἀλλά στήν φλογερή πίστη! Ἡ κραυγή μας νά εἶναι κραυγή τῆς καρδιᾶς. Ἡ δέησή μας, κάθε φορά πού θά ζητοῦμε τή λύση γιά θέματα πού μᾶς ἀπασχολοῦν, νά εἶναι πύρινη.
     Αὐτή τήν θερμή πίστη τῶν δύο τυφλῶν ἐβράβευσε ὁ Κύριος, ὅταν: «ἥψατο τῶν ὀφθαλμῶν αὐτῶν λέγων· κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν. Καὶ ἀνεῴχθησαν αὐτῶν οἱ ὀφθαλμοὶ».
    Καί τήν δική μας πίστη ὁ Κύριος  τήν βραβεύει, ὅταν τήν βρεῖ θερμή καί δυνατή. Τήν βραυεύει ὄχι μόνο μέ τά ἐξωτερικά καί ὑλικά δῶρα τῆς ἀγάπης του. Βραβεῖο εἶναι καί ἡ εἰρήνη καί ἡ γαλήνη, πού μᾶς χαρίζει ὁ Οὐρανός. Καί ἴσως, συχνά, τό δεύτερο, δηλαδή, ἡ γαλήνη εἶναι πολύ πιό πολύτιμο ἀπό τό πρῶτο, ἀπό τήν εἰρήνη.
    - Κύριε, ἀρκετά συλλογισθήκαμε καί προσπαθήσαμε νά λύσουμε τά προβλήματά  μας μόνοι μας. Ἀρκετά ἐμπιστευθήκαμε στίς ἀνθρώπινες δυνάμεις μας, στά ἐπιτεύγματά μας καί στήν ἐπιστήμη μας. Ἦρθε ἡ ὥρα, Πανάγαθε Κύριε, νά παραμερίσουμε κάθε ἐνδοιασμό καί ὀλιγοπιστία. Νά σοῦ ἀναφέρουμε  ὅλα τά προβλήματά μας μέ θερμή καρδιά καί θερμή προσευχή καί νά ἀναθέσουμε τά πάντα σέ Σένα,«ἑαυτοὺς καὶ ἀλλήλους καὶ πᾶσαν τὴν ζωὴν ἡμῶν Χριστῷ τῷ Θεῷ παραθώμεθα».

Εκτύπωση