ΚΥΡΙΑΚΗ Γ´ ΛΟΥΚΑ

«Μή κλαίε»

 widows-son11ὐτές τίς δυό παρήγορες λέξεις,  Ἀγαπητοί μου, ἀπευθύνει ὁ Κύριος στήν πονεμένη μητέρα τῆς Ναΐν, πού κηδεύει τό μονάκριβο παιδί της. Καί  εἶναι τά λόγια αὐτά  ἡ εἰσα- γωγή στήν ἀνάσταση πού θά ἐπα- κολουθήσει καί θά στεγνώσει τά δάκρυα τῆς μάνας, κάνοντας νά ἀνθίσει στά πικραμένα χείλη της τό χαμόγελο τῆς χαρᾶς.

Τά ἴδια παρήγορα λόγια ἀπευ- θύνει ὁ Νικητής τοῦ πόνου, ὁ Χρι- στός, στόν κάθε πονεμένο τῆς ζωῆς, γιά νά τοῦ δώσει ἐλπίδα καί θάρρος! «Μή κλαίε»... Πίσω ἀπό αὐτές τίς δυό λέξεις κρύβεται ὁλόκληρη ἡ χριστιανική ἀντιμετώπιση τοῦ πό- νου καί ἡ σωστή τοποθέτηση  ἀπέ- ναντί του. Θά μπορούσαμε νά ποῦμε, μέ ἁπλά λόγια, πώς εἶναι ἀντιμετώπιση  καί τοποθέτηση ἐλπίδας.

Ὁ πόνος εἶναι ἀναπόφευκτο στοιχεῖο τῆς ζωῆς μας. Εἶναι πιστός σύντροφός μας ἀπό τό  πρῶτο μας βῆμα σ' αὐτόν τόν κόσμο, μέχρι καί  τό τελευταῖο. Μέ κλάμα ἀντικρύζει  τό φῶς τῆς ζωῆς τό νεογέννητο βρέφος, μέ βογγητά καί ἀναστεναγμούς τό ἀποχαιρέτα ὁ ἑτοιμοθάνατος γέροντας. Ἄν θά θέλαμε νά ἀγνοήσουμε τόν πόνο θά ἦταν σάν νά ἀγνοούσαμε τήν ζωή. Ἡ λύση στό πρόβλημα τοῦ πόνου δέν βρίσκεται στήν ἐξαφάνισή του ἀπό τήν ζωή — αὐτό  εἶναι ἀδύνατο — ἀλλά στήν σωστή ἀντιμετώπισή του.

Ὅταν ὁ Χριστός λέει «μή κλαίε» στόν πονεμένο, θέλει νά τοῦ θυμίσει ὅτι  δέν εἶναι μόνος στήν δοκιμασία του. Ἀπό τήν στιγμή πού ὁ ἴδιος ἦλθε στόν κόσμο, ντύθηκε τήν ἀνθρώπινη σάρκα, πόνεσε, σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε, ἔγινε  ὁ παντοτινός σύντροφος καί συμπαραστάτης τοῦ ἀνθρώπου στίς δυσκολίες του.

Ὅταν ὁ Θεάνθρωπος ἀνέβαινε στόν Γολγοθᾶ, βρέθηκε ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Σίμων ὁ Κυρηναῖος, νά τόν ξεκουράσει ἀπό τό βάρος τοῦ Σταυροῦ. Τώρα, κάθε φορά πού ὁ ἄνθρωπος βαδίζει ἀγκομαχώντας τόν ἀνήφορο κάποιου ἄλλου Γολγοθᾶ, ὁ ἀναστημένος Θεάνθρωπος εἶναι Ἐκεῖνος πού ἔρχεται  κοντά του, τόν βοηθάει    νά σηκώσει τόν δικό του σταυρό καί νά φτάσει στήν νίκη καί στήν ἀνάσταση. Ὁ Χριστός μοιράζεται τόν πόνο τοῦ ἀνθρώπου. Στέκεται δίπλα σέ κάθε σταυροφόρο, ἕτοιμος νά τόν στηρίξει ὅταν  τά γόνατά του λυγίζουν κάτω ἀπό τό βάρος τοῦ Σταυροῦ.

Ό Θεός, λέει ό ἀπόστολος Παῦλος , «οὐκ  ἐάσει ὑμᾶς πειρασθῆναι   ὑπὲρ ὃ δύνασθε, ἀλλὰ ποιήσει σὺν τῷ πειρασμῷ καὶ τὴν ἔκβάσιν τοῦ δύνασθαι ὑμᾶς ὑπενεγκεῖν». (Α' Κορ. ι' 13) Δηλαδή, δέν θά μᾶς ἀφήσει ὁ Θεός νά δοκιμασθοῦμε παραπάνω ἀπ' αὐτό πού μποροῦμε, ἀλλά μαζί μέ τήν δοκιμασία θά φέρει καί τό τέλος τῆς. Θά μᾶς δώσει δύναμη, ὥστε νά μπορέσουμε νά τήν ὑπομείνουμε καί νά τήν ἀντιμετωπίσουμε. Αὐτή  ἡ ἀποστολική διαβεβαίωση εἶναι ἀπόσταγμα μακράς ἀγωνιστικῆς πείρας στόν στίβο τοῦ πόνου, γι' αὐτό ἔχει ξεχωριστή βαρύτητα γιά κάθε ἀγωνιστή.

Μέ τήν συμπαράσταση καί τήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ  ξέρει ὁ χριστιανός ὅτι  θά φτάσει κάποτε στήν ἀνάσταση. Γνωρίζει ὅτι τόν πόνο τῆς ψυχῆς του θά τόν διαδεχθεῖ ἡ χαρά, ὅπως  ἡ ἡμέρα διαδέχεται τήν νύχτα, ἡ  ἄνοιξη τόν χειμώνα, ἡ γαλήνη τήν τρικυμία. Μπορεῖ νά  ὑποφέρει, νά πονᾶ, νά ἀγωνίζεται, ἀλλά   πάντα εἶναι γεμάτος μέ ἐλπίδα.

Μιά παλιά κινέζικη παροιμία λέει πώς, «ὅταν  τό φεγγάρι γεμίσει ἀπό φῶς, νά περιμένεις ὅτι  θά σβηστεῖ. Μά ὅταν  χαθεῖ στόν οὐρανό καί σβηστεῖ, νά ξέρεις πώς γρήγορα θά ξαναγεμίσει». Αὐτή ἡ   παροιμία πρέπει νά μᾶς βοηθήσει, ὥστε νά διατηρήσουμε τήν ψυχραιμία μας, ὅταν  μᾶς  τύχαινε δυνατή θλίψη. Νά κατα- λάβουμε καί νά βάλουμε καλά μέσα στό μυαλό  μᾶς, πώς κανένας πόνος δέν διαρκεί αἰώνια.

Μέ τό «μή κλαίε» θέλει ἀκόμα νά θυμίσει σέ κάθε πονεμένο ὁ Χριστός, ὅτι  ὁ πόνος εἶναι ὁ δρόμος τῶν ἡρώων. Εἶναι τό ἐργαστήρι πού μέσα του σφυρηλατοῦνται oἱ  δυνατοί χαρακτῆρες καί oἱ γενναῖες καρδιές, ὅπως ἀκριβῶς μέσα στήν φωτιά τοῦ «χωνευτηρίου» τό χρυσάφι ἀπαλλάσσεται ἀπό τά εὐτελῆ μέταλλα καί τίς ἄλλες ξένες οὐσίες καί γίνεται πιό λαμπρό καί πιό πολύτιμο. Εἶναι χαρακτηριστικό ὅτι  στήν Ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας οἱ προσφιλέστερες στόν Θεό προσωπικότητες γεύθηκαν τούς μεγαλύτερους πόνους. «Ὑστερούμενοι, θλιβόμενοι, κακουχούμενοι», (Ἑβρ. ια´, 37) ἀνέβηκαν τόν ανήφορο, πού ὁδηγεῖ στόν οὐρανό. Ὁ Θεός θέλει κοντά Του ὄχι  τούς δειλούς τῆς «εὔκολης ζωῆς», ἀλλά τούς γενναίους, πού φέρουν στό σῶμα καί τήν ψυχή τους τά σημάδια τοῦ πόνου, τά ὁποῖα εἶναι παράσημα ἡρωΐσμοῦ καί ἀρετῆς. Ὁ ἴδιος ἄλλωστε διεκήρυξε, ὅτι «στενή ἡ πύλη καί τεθλιμμένη ἡ οδός ἡ ἀπάγουσα εἰς τήν ζωήν». (Ματθ.ζ´, 14)

Κάποτε ἕνας φυσιοδίφης περιεργαζόταν ἕνα κουκούλι, μέσα στό ὁποῖο ἦταν κλεισμένη μιά πεταλούδα. Ἡ καημένη ἀγωνιζόταν νά τρυπήσει τό κουκούλι καί νά ἐλευθερωθεῖ. Τήν ἄκουγε νά κτυπιέται πάνω στά τοιχώματα τῆς μικρῆς τῆς φυλακῆς,  δηλαδή τοῦ κουκουλιοῦ,  καί ἡ καρδιά του γέμιζε οἶκτο. Δέν ἄντεξε. Πῆρε ἕνα μικρό ψαλίδι, ἔκοψε  τό κουκούλι καί ἐλευθέρωσε τόν μικροσκοπικό αἰχμάλωτο, τήν πεταλούδα. Μέ μεγάλη του ὅμως  ἔκπληξη εἶδε πώς τό μικρό πλάσμα δέν μποροῦσε καθόλου νά κινηθεῖ. Καί τότε κατάλαβε! Τά ὀδυνηρά χτυπήματα τῆς πεταλούδας στά τοιχώματα τοῦ κουκουλιοῦ εἶχαν σκοπό νά δυναμώσουν τά φτερά της, γιά νά μπορεῖ νά πετάξει ἐλεύθερη στόν ἀέρα.

Κάποιο παρόμοιο σκοπό θά ἔλεγα πώς ἔχουν τά κτυπήματα τοῦ πόνου γιά τόν ἀγωνιστή ἄνθρωπο. Θέλουν νά δυναμώσουν τά φτερά τῆς ψυχῆς του, γιά νά μπορέσει νά ἀνέβει ψηλότερα ἀπό τίς καθημερινές μικρότητες καί ἐλεύθερος ἀπό τήν ματαιότητα τῆς ὕλης νά πλησιάσει τόν Θεό καί  νά γευθεῖ τήν ζωή τῶν Ἁγίων.

Ἀγαπητοί  μου, ὅσοι  πονᾶμε. Ἄς ἐμβαθύνουμε  στίς παραπάνω ἁπλές σκέψεις. Νά  σηκώσουμε τά μάτια μας καί νά  κοιτάξουμε τόν ματωμένο Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, πού πίσω του ἀχνοφέγγει ἡ Ἀνάσταση. Νά ἀνοίξουμε  τήν καρδιά μας καί νά δεχθοῦμε  τό μήνυμα τῆς ἐλπίδας, πού μᾶς  ἀπευθύνει ὁ Χριστός. Ναί, ἀδελφέ, «μή κλαίε».

Εκτύπωση