

ντιμέτωπος μέ τόν θάνατο ἑνός μικροῦ κοριτσιοῦ καί τήν μακροχρόνια ἀσθένεια μιᾶς γυναίκας, βρίσκεται ὁ Κύριός μας, ὅπως ἀκούσαμε στήν σημερινή Εὐαγγελική διήγηση. Ὁ Ἰάειρος, πατέρας τοῦ παιδιοῦ, γονυπετής παρακαλεῖ τόν Ἰησοῦ νά θεραπεύσει τό ἑτοιμοθάνατο παιδί του.Καθώς προχωροῦσαν πρός τήν οἰκία, μία αἱμορροοῦσα γυναίκα ἀγγίζει τό ἱμάτιο τοῦ Χριστοῦ, ἔχοντας τήν βεβαιότητα ὅτι αὐτό καί μόνο τό ἄγγιγμα θά ἦταν ἀρκετό γιά νά θεραπεύσει τήν ἀβάσταχτη ἀσθένειά της. Ὁ Χριστός ἀντιλαμβάνεται ὅτι ἡ πίστη αὐτῆς τῆς γυναίκας ἐνεργοποίησε τήν Θεϊκή του δύναμη. Κι ἔτσι, τήν θεραπεύει καί τήν ἐπαινεῖ.
Ἐν τῶ μεταξύ, καταφθάνει ἡ πληροφορία γιά τόν θάνατο τοῦ παιδιοῦ, πού βυθίζει στήν ὀδύνη τόν πατέρα. Ὁ Κύριος, ὅμως, δέν ἐγκαταλείπει τούς ἀνθρώπους τῆς πίστεως στήν ἀπελπισία. Φθάνει στήν οἰκία, παρομοιάζει τόν θάνατο μέ ὕπνο καί ἀνασταίνει τό παιδί, γεμίζοντας μέ αἰσθήματα χαρᾶς καί εὐγνωμοσύνης τούς γονεῖς καί τούς οἰκείους του. Τό πρόβλημα τοῦ πόνου εἶναι ἕνα παγκόσμιο πρόβλημα πού ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους. Προξενεῖ ποικίλα συναισθήματα στούς ἀνθρώπους πού τόν δοκιμάζουν, ἀναλόγως τῆς πίστεως καί τῆς ἐλπίδας τους πρός τόν Θεό. Ἐπισκέπτεται κάθε ἄνθρωπο, κάθε οἰκογένεια καί θέτει σέ δοκιμασία τίς ἀνθρώπινες ἀντοχές, ἄλλοτε ὡς φυσικός πόνος, ἄλλοτε ὡς συναισθηματικὸς καί ἄλλοτε ὡς ἠθικός πόνος.
Ὁ φυσικός πόνος ἔχει τήν σκοπιμότητα καί τήν χρησιμότητά του, διότι ἀποτελεῖ προειδοποιητικό κώδωνα κινδύνου τῆς ὑγείας καί τῆς ζωῆς τοῦ ἀνθρώπου καί μέσον προφυλάξεως αὐτοῦ. Ἀποτελεῖ δέ ὡς ἐκ τούτου σπουδαῖο κίνητρο δράσεως καί ἐνεργητικότητας γιά τόν ἄνθρωπο πρός ἀποφυγήν τῶν δυσάρεστων συνεπειῶν τοῦ πόνου.
Καί δέν εἶναι μόνον οἱ προσωπικοὶ μας πόνοι, ἀλλά προστίθενται σ' αὐτούς καί οἱ πόνοι τῆς οἰκογένειάς μας, τῶν φίλων μας, τῶν ὁμοεθνῶν μας, τοῦ κόσμου ὁλοκλήρου. Ὅσο δέ εἶναι λεπτότερη ἡ συνείδηση καί πιό εὐαίσθητη ἡ καρδιά, τόσο οἱ πόνοι εἶναι λεπτότεροι καί περισσότεροι. Γι' αὐτό ἀπό μιᾶς ἀπόψεως, ἐκεῖνος πού ἔχει ἐκλεπτυσμένη τήν συνείδησή του δέν μπορεῖ νά αἰσθάνεται τόν ἑαυτό του ἀπόλυτα εὐτυχισμένο, καί ὅταν ἀκόμη ὑφίστανται ὅλες οἱ σχετικές προϋποθέσεις, τήν στιγμή κατά τήν ὁποία αἰσθάνεται ὅτι οἱ ἄλλοι δέν εἶναι εὐτυχεῖς.
Κι ἔρχονται ὧρες κατά τίς ὁποῖες ἡ παλίρροια τῶν πόνων καί τῶν θλίψεων μεταβάλλεται σέ φοβερή καταιγίδα. Τότε δοκιμάζουμε τραγικές στιγμές. Καί ζητοῦμε νά βροῦμε τήν αἰτία αὐτῶν τῶν δοκιμασιῶν, νά ἀνακαλύψουμε τό «γιατί;».
Οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ἀποτυγχάνουν νά δώσουν τήν ὀρθή ἀπάντηση σ' αὐτό τό «γιατί;». Δυσκολεύονται νά συμβιβάσουν τόν πόνο καί τίς θλίψεις μέ τήν ἀγαθότητα τοῦ Θεοῦ. Καί ἐρωτοῦν: ποιά εἶναι ἡ αἰτία καί ἡ σκοπιμότητα τοῦ πόνου; Ἀποδίδουν συνήθως στόν Θεό τά κακὰ πού τούς συμβαίνουν καί θεωροῦν τόν ἑαυτό τους ἀναίτιο. Καί ἀντί νά ὑπομένουν καί νά ζητοῦν τήν Θεία βοήθεια καί ἐνίσχυση καί νά ἐξετάζουν περισσότερο τήν καρδιά τους, ὥστε νά βροῦν μέσα της τίς ρίζες τοῦ κακοῦ, γίνονται συνήθως σκληρότεροι καί ὁδηγοῦνται ὁλοταχῶς πρός τήν ὁλιγοπιστία καί πρός τήν ἀπιστία. Γιά νά δώσουμε τήν ὀρθὴ ἀπάντηση στό «γιατί ὁ πόνος;», θά πρέπει νά ἀνεβοῦμε ψηλότερα στά πνευματικά πράγματα. Τότε θά εἶναι δυνατόν νά φωτισθοῦν τά σκοτάδια πού καλύπτουν τό μυστήριο τῶν θλίψεων καί τῶν πόνων τοῦ κόσμου αὐτοῦ.
Ὁ πόνος εἶναι ὁ πραγματικός φύλακας τῆς ζωῆς μας, εἶναι ἕνα δραστικώτατο πνευματικό μέσον γιά τήν πνευματική πρόοδο τοῦ ἀνθρώπου.
Μέσα ἀπό τήν πορεία τῆς Ἐκκλησίας μας βλέπουμε πώς ὁ Θεός μεταχειρίζεται τίς δύσκολες περιστάσεις τοῦ βίου μας, καί αὐτόν ἀκόμη τόν πόνο καί τήν ἀσθένεια, γιά νά μᾶς ἐπαναφέρει στόν ὀρθό δρόμο καί νά μᾶς σώσει ἀπό τήν αἰώνια καταστροφή πού μᾶς περιμένει.
Εἶναι μεγάλη ἀλήθεια καί πρέπει νά τό ἀναγνωρίσουμε, ὅτι ἡ ἀπομάκρυνση τῆς ἀνθρωπότητας ἀπό τόν Θεό εἶναι ἡ κυριότερη πηγή τῶν ἠθικῶν πόνων καί τῶν θλίψεών μας.
Ὁ ἄνθρωπος δυστυχῶς κάμνει κατάχρηση τῆς ἠθικῆς ἐλευθερίας τήν ὁποία τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός, καί ἀποτέλεσμα αὐτῆς τῆς καταχρήσεως εἶναι ὁ πόνος καί ἡ ἠθική ὀδύνη.
Γιά τόν Χριστιανό ὁ πόνος καί οἱ θλίψεις ἀποτελοῦν μία πραγματικότητα ἀναπόφευκτη. Ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του καί μέσο αὐτῶν σέ ὅλους τούς πιστούς: «Εἰς τόν κόσμον τοῦτον θά ἔχετε θλίψεις». Ἀλλά ταυτοχρόνως τούς εἶπε:«Ἔχετε θάρρος, ἐγώ ἐνίκησα τόν κόσμο». Καί τό κυριότερο, ὅτι: «Μεθ' ὑμῶν εἰμί πάσας τάς ἡμέρας».
Ναί, ὁ πόνος καί οἱ θλίψεις εἶναι πραγματικότητες ἀναπόφευκτες γιά τόν κάθε ἄνθρωπο, ἀλλά ὁ Χριστιανὸς ἔχει τήν δύναμη, ἡ ὁποία τοῦ δίνεται ἄνωθεν, νά ὑπομένει τόν πόνο καί τίς θλίψεις. Καί ὄχι μόνον νά τά ὑπομένει, ἀλλά καί νά τά χρήσιμοποιεῖ ὡς μέσον πνευματικῆς καί ψυχικῆς τελειοποιήσεώς του. Ὁ Χριστιανός ἐξ ἄλλου γνωρίζει ὅτι ὁ παρών κόσμος εἶναι μεταβατικός καί τόπος δοκιμασίας. «Ἡ σοφία τοῦ Θεοῦ, τάς ἐν κόσμῳ θλίψεις, καί τά τῶν ἐχθρῶν παλαίσματα, ὡς χωνευτήριον τίμιον ἡτοιμάσατο».
Γνωρίζει ὅτι ὁ Θεός χρησιμοποιεῖ τόν πόνο ὡς θεραπευτικό φάρμακο τῆς ψυχῆς, ἤ ὡς δοκιμασία τῆς πίστεως, ἤ ὡς παιδαγωγικό μέσον γιά τήν ἠθική καί πνευματική ἀνύψωσή του.
Γνωρίζει ὁ Χριστιανός ὅτι ὁ Θεός μέ τήν σμίλη τοῦ πόνου λαξεύει τίς ψυχές μας γιά νά τίς μεταβάλει σέ ἀθάνατα ἀριστουργήματα.
Γνωρίζει ἀκόμη ὅτι ἄν ὁ ἄνθρωπος ἀφεθεῖ μόνο στίς δικές του σκέψεις καί στά δικά του σχέδια θά ἀποτύχει ἠθικά καί θά χρεοκοπήσει πνευματικά. Ἀπόδειξη δέ ἀψευδής τῆς ἀλήθειας αὐτῆς εἶναι καί ἡ χρεοκοπία τῆς σημερινῆς ἀνθρωπότητας ἡ ὁποία δέν πιστεύει στόν Θεό, ἀλλά θέλει νά ζήσει ἀνεξάρτητη καί ἐλεύθερη ἀπό ἠθικούς φραγμούς. Γιά τούς ἀνωτέρω λόγους δέχεται ὁ Χριστιανὸς τόν πόνο καί τίς θλίψεις μέ ὑπομονή. Καί ὄχι μόνο ἐγκαρτερεῖ, ἀλλά καί χρησιμοποιεῖ τόν πόνο γιά τήν ὑπηρεσία τῶν ἄλλων. Χρησιμοποιεῖ, δηλαδή, τόν πόνο, ὁ Χριστιανός, ὡς βαθμίδα γιά τήν ἠθική του τελειοποίηση, συγχρόνως δέ καί σάν μέσο μαρτυρίας πρός δόξαν τοῦ Θεοῦ.
Ὁ πόνος, λοιπόν, καί οἱ θλίψεις γίνονται γιά τόν φωτισμένο Χριστιανό τό μέσον μέ τό ὁποῖο θά φθάσει στήν νίκη τοῦ πνεύματος ἐναντίον τῆς ὕλης, μέ τό ὁποῖο θά ἀπελευθερωθεῖ ἡ ψυχή του ἀπό τά γήινα δεσμά της, ὥστε νά πραγματοποιήσει στήν ζωή του τήν μεγάλη ἐντολή τῆς ἀγάπης.
Καί μέ τήν ἀντίληψη αὐτή ὁ πόνος παύει πλέον νά εἶναι κακό. Μάλιστα δέ ὁ πόνος τῆς ἀγάπης, ὁ πόνος τῆς ἑκούσιας θυσίας, ὁ πόνος τῆς θεληματικῆς συμμετοχῆς στό βάρος τοῦ Σταυροῦ γίνεται σωστή ἀπολύτρωση.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τό μεγάλο προνόμιο νά φέρει, διά τῆς προσευχῆς, ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ κάθε τί πού τόν κάμνει νά ὑποφέρει καί νά πονάει. Καί γεύεται τότε τήν δροσιά τῆς παρηγοριᾶς μέσα στήν καρδιά του. Καί αἰσθάνεται τό χέρι τοῦ Θεοῦ ἐπάνω του. Στίς ὧρες τοῦ πόνου καί τῶν θλίψεων καταλαβαίνουμε, ὅτι ζοῦμε πιό κοντά στόν Θεό, συνδεόμαστε περισσότερο μαζί του καί αἰσθανόμαστε περισσότερο τήν ἀγάπη του.
Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας: «ἄνθρωπος πού δέν πονάει, πού δέν κλαίει. Ἄνθρωπος πού δέν σταλάζει τό μάτι του, δέν εἶναι δυνατόν νά δεῖ τόν Θεό. Μόνον αὐτός πού ὠδινᾶται βλέπει τόν Θεό. Δέν ὑπάρχει γέννηση χωρίς ὠδίνες.Μόνον ὁ πόνος μπορεῖ νά ἀπαλλάξει τόν ἄνθρωπο ἀπό τίς ἀνθρώπινες ἐπιθυμίες, ἀπό τά ἀνθρώπινα θέλγητρα, ἀπό τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του καί νά τόν ἑνώσει μέ τόν Θεό».