ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ΛΟΥΚΑ (Νικηφόρος Θεοτόκης)

 Αγαπητοί μου αδελφοί,

Invierea fiului vaduvei nain 11115πως λένε οι ιστορικοί ο θεηγόρος Απόστολος και Ευαγγελιστής Λουκάς ήταν ζωγράφος. Μέχρι σήμερα έχουμε εικόνες της Παναγίας μας από το άγιο χέρι του. Την χάρη αυτή την επιβεβαιώνει και η ιστορία για την χήρα στην πόλη Ναΐν, που αναγνώστηκε σήμερα στο Ευαγγέλιο.

Με ζωηρά χρώματα ζωγράφισε ο άγιος Ευαγγελιστής και το μεγάλο δυστύχημα της χήρας και την άμετρη ευσπλαχνία του Κυρίου Ιησού και το εξαίσιο θαύμα της αναστάσεως του υιού της χήρας.

Η ανάγνωση της ιστορίας αυτής προκαλεί κατάνυξη και φέρνει δάκρυα στα μάτια.

Ο Δεσποτικός λόγος του Σωτήρος μας ανοίγει μια υπόθεση, που είναι παρηγορητική προς τους κλαίοντες για τον θάνατο συγγενών και φίλων. Βλέποντας ο Κύριος την μητέρα του νεκρού την ευσπλαγχνίσθηκε και της είπε: «Μη κλαίε».

Αλλά είναι δυνατόν μητέρα και χήρα, βλέποντας τον ένα και μόνο γιό της νεκρό, την ελπίδα και χαρά της καρδιάς της, να εμποδίσει τα δάκρυά της; Πράγματι, μεγάλη είναι η αγάπη του φίλου προς τον φίλο, του αδελφού προς τον αδερφό, του πατέρα προς το γιό, του άνδρα προς την γυναίκα. Πώς λοιπόν η χήρα μητέρα, που η αγάπη για τον μονογενή γιο της είναι ακόμα μεγαλύτερη να σταματήσει τα δάκρυά της; Αν ο Κύριος της έλεγε ότι θα αναστηθεί ο γιος σου, ο λόγος αυτός θα ήταν δυνατό να μεταβάλει τα δάκρυα σε χαρά, αλλά ο Κύριος είπε μόνο: “Μη κλαίε”!

Γιατί άραγε αυτό; Και ο πατριάρχης Ιωσήφ έκλαψε για τον πατέρα του Ιακώβ. Και ο Δαβίδ για τον γιο του Αμνών και για τον Αβεσσαλώμ, λέγοντας ότι προτιμούσε να πεθάνει αυτός αντί ο γιος του. Και ο σοφός Σειράχ λέγει: “Τέκνον, επί νεκρώ κατάγαγε δάκρυα” δηλαδή, κλάψε! (Σοφ. Σειρ. λη΄, 16).

Για ποιόν λόγο λοιπόν ο Θεάνθρωπος είπε στην μητέραν “Μη κλαίε”; Τον λόγο μας τον φανέρωσε άλλη φορά, όταν ανέστησε την κόρη του Ιάειρου. Τότε, ενώ έκλαιγαν όλοι ο Ιησούς είπε: “Μη κλαίετε, ουκ απέθανε, αλλά καθεύδει”! (Λουκ. η’, 52). Όμως οι παριστάμενοι, που ήταν σαρκικοί και δεν μπορούσαν να σκεφθούν πνευματικά, τον περιγελούσαν γνωρίζοντας “ότι απέθανεν”.

Όμως ο λόγος του Κυρίου είναι αληθινός και βέβαιος.

Πριν από το πάθος και τον θάνατο του Ιησού Χριστού οι άνθρωποι, εχθροί όντες του Θεού (Ρωμ. ε΄ 10), μετά τον θάνατον πήγαιναν στον Άδη. Αυτός ήταν θάνατος μετά τον θάνατο ή “δεύτερος θάνατος”, όπως λέγει ο άγιος Ιωάννης στην Αποκάλυψη (κα΄ 8). Μετά όμως το πάθος και τον θάνατο του Σωτήρος, όπως λέγει ο απόστολος Παύλος προς τους (Ρωμ. ε΄ 10), ο μεν δεύτερος θάνατος καταργήθηκε ο δε πρώτος δεν είναι θάνατος αλλά ύπνος. Γι αυτό ο μεν Σωτήρ έλεγε για τον Λάζαρο ότι “ο φίλος ημών κεκοίμηται, ο δε Παύλος έγραφε για όλους τους εν πίστει αποθανόντας: “Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των….κεκοιμημένων” (Α΄ Θες. δ΄,13) και αλλού: “Νυν δε Χριστός εγήγερται εκ νεκρών, απαρχή των κεκοιμημένων…”(Α΄Κορ. ιε΄, 20).

Η θυσία του Χριστού μας πάνω στον Σταυρό κατήργησε τον θάνατον και τον μετέβαλε σε ζωή. Ο άγιος Ιωάννης δίνει την εξής μαρτυρία: “Ημείς είδομεν, ότι μεταβεβήκαμεν εκ του θανάτου εις την ζωήν” (Α΄ Ιωάνν. γ, 14). Νά, λοιπόν είχαν φωνή οι νεκροί, όσοι δηλαδή, ορθόδοξοι χριστιανοί πέθαναν με μετάνοια και εξομολόγηση, ενωμένοι με τον Χριστό με την μετάληψη των θείων μυστηρίων, του Σώματος και του Αίματος του Σωτήρος, θα έλεγαν βέβαια προς τους κλαίοντες γι αυτούς:

Μην κλαίτε! Θα έλεγε ο νεκρός προς τον ζωντανό! Μην κλαις, γιατί κλαις; Εγώ δεν πέθανα αλλά κοιμάμαι, μην κλαῖς, λοιπόν. Δεν ακούς την φωνή του Δεσπότου που λέγει: “Ο πιστεύων εις εμέ, καν αποθάνει ζήσεται;” (Ιωάν. Ια,26).

Εγώ δεν πέθανα, αλλά ζω. Δεν ακούς τι λέει ο Δημιουργός και πλάστης μας; “Και πας ο ζων και πιστεύων εις εμέ, ου μη αποθάνει εις τον αιώνα”. Εγώ δεν πέθανα, αλλά μεταβέβηκα “εκ του θανάτου εις την ζωήν”. Γιατί κλαις; Για την ευτυχία μου; Για την αιώνια δόξα μου; Για την απερίγραπτη χαρά μου; Για την βασιλεία που κληρονόμησα;

Εάν οι νεκροί είχαν φωνή θα έλεγε ο νεκρός προς τους ζώντες και κλαίοντες  γι'  αὐτόν, εκείνα τα λόγια, που είπε ο Κύριος προς τις γυναίκες της Ιερουσαλήμ, που έκλαιγαν για τον θάνατό του:…. “μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών (Λουκ. κγ΄, 28). Μην κλαίτε για μένα θα έλεγε. Εγώ γλύτωσα από την πολυτάραχη θάλασσα της ζωής και τα άγρια κύματα του παρόντος βίου, και πορεύομαι-πηγαίνω στους ακύμαντους και γαλήνιους κόλπους του Αβραάμ! Πηγαίνω στους χορούς των αγγέλων, στις πανηγύρεις των αγίων, στην δόξα του Θεού. Ναι κλαίτε για σας, που μείνατε στους καθημερινούς κινδύνους, στις συνεχείς θλίψεις, στις αρρώστιες, στις ταραχές, στους πειρασμούς, στην κοιλάδα του κλαθμώνος! Εγώ έφθασα στο ακύμαντο και γαλήνιο λιμάνι, ενώ εσείς βρίσκεστε ακόμη στην πολυκύμαντη και πολυτάραχη θάλασσα της ζωής: Γιατί, λοιπόν, κλαίτε;!

Κατόπιν όλων αὐτῶν, αγαπητοί μου αδελφοί, αν εμείς οι ίδιοι, οι ζώντες, είχαμε την δυνατότητα να επαναφέρουμε κάποιον συγγενή μας που πέθανε και πάλι στή, ζωή, και τον ρωτούσαμε αν το επιθυμεί, τι νομίζατε ότι θα έλεγε; Θα αρνούνταν κατηγορηματικά!

Ακούστε όμως τώρα πως εξηγεί το “μη κλαίε” ο θεηγόρος απόστολος Παύλος: “Ου θέλω δε υμάς αγνοείν, αδελφοί, περί των κεκοιμημένων, ίνα μη λυπήσθε, καθώς και οι λοιποί, οι μη έχοντες ελπίδα”; Αυτοί είναι οι ἄπιστοι, αυτοί δεν έχουν καμιά ελπίδα στον Θεό, επειδή δεν πιστεύουν ότι υπάρχει Θεός. Αυτοί δεν έχουν ελπίδα ούτε ζωής αιωνίου, ούτε αναστάσεως νεκρών. Έχουν όλη τους την ελπίδα στα ανθρώπινα πράγματα τα τόσο εφήμερα… Ο χριστιανός πιστεύει ότι ο Θεός είναι ο χορηγός όλων των αγαθών, ο δε άνθρωπος χωρίς την βοήθεια του Θεού δεν μπορεί να κάνει τίποτε. Αυτός πιστεύει ότι τόσο αγαπά ο Θεός τον άνθρωπο, ώστε ευκολότερο είναι να λησμονήσει η μητέρα τα παιδιά της παρά ο Θεός τον άνθρωπο. (Ησ. μθ’, ι). Ο πιστός χριστιανός λυπάται, ναι, όταν πεθάνει ο συγγενής ή ο φίλος τοῦ. Ναι, κλαίει, βλέποντας νεκρό τον αγαπημένο του, αλλά δεν λυπάται όπως ο άπιστος, ούτε κλαίει όπως ο απελπισμένος, ούτε χύνει απαρηγόρητα δάκρυα, όπως εκείνος που δεν έχει καμιά ελπίδα στον Θεό.

Αὐτό, λοιπόν, είναι το “μη κλαίε”, που είπε ο Κύριός μας στην χήρα στην Ναΐν ΄ “μη κλαίε”, δηλαδή μην κλαις υπερβολικά, χωρίς μέτρο, μην κλαις όπως οι άπιστοι, οι μη έχοντες ελπίδα. Ούτε όμως ο Κύριός μας είπε προς την χήρα “μην κλαις καθόλου”. Κλάψε τον νεκρό αλλά με μέτρο. Ο Θεός για την σωτηρία της ψυχής στέλνει την θλίψη και τα δάκρυα. Λέγει ο οθ΄, 6 Ψαλμός : “Ποτίεις ημάς εν δάκρυσιν, εν μέτρω”. Η φύση φέρνει δάκρυα αλλά η πίστη αναχαιτίζει την υπερβολή.

Πόση δε παρηγοριά παίρνει  ο πιστός άνθρωπος, όταν, κλαίγοντας για τον νεκρό συγγενή του, που τον έχει μπροστά στα μάτια του, βλέπει με τα μάτια της πίστεως, ότι αυτός δεν χάθηκε αλλά υπάρχει και ζει! Πόση παρηγοριά παίρνει όταν βλέποντας το σώμα νεκρό, χωρίς πνοή, στον τάφο και στην διαφθορά, πιστεύει ότι η ψυχή του σώματος εκείνου ζει και κινείται και ανεβαίνει στον ουρανό, στα άφθαρτα και αγαπητά σκηνώματα του Κυρίου της! Πόση παρηγοριά παίρνει όταν, λυπούμενος για τον χωρισμό του συγγενούς ή του φίλου, πιστεύει ότι ο χωρισμός είναι πρόσκαιρος, και θα έρθει η ώρα κατά την οποία θα τον δει πάλι, και θα τον απολαύσει και θα ζήσει πάντοτε μαζί του εν Κυρίω! Η ελπίδα της απολαύσεως γλυκαίνει την πικρία του χωρισμού, διότι όλοι οι πιστοί και πιστεύουμε και ελπίζουμε “ότι αυτός ο Κύριος εν κελεύσματι, εν φωνή αρχαγγέλου και εν σαλπίγγι Θεού καταβήσεται απ’ ουρανού και οι νεκροί εν Χριστώ αναστήσονται πρώτον,έπειτα ημείς οι ζώντες, οι περιλειπόμενοι, άμα συν αυτοίς αρπαγησόμεθα εν νεφέλες εις απάντησιν του Κυρίου εις αέρα και ούτω πάντοτε συν Κυρίω εσόμεθα” (Α΄ Θεσ. δ, 16-17).

Ούτε ο θρήνος, ούτε ο κλαθμός, ούτε ο οδυρμός ο πολύς έχουν τόπο στις κηδείες των κεκοιμημένων πιστών, οι οποίοι τελείωσαν την ζωή τους με πίστη και μετάνοια και εξομολόγηση, και βρέθηκαν έτσι αυτήν, την τελευταία ώρα της ζωής τους ενωμένοι, μέσω της μεταλήψεως των μυστηρίων, με τον Ιησού Χριστό τον σωτήρα των ψυχών μας. Γιατί οι υπερβολικοί θρήνοι και κλαυθμοί; Διότι πέθανε; Αλλά το μεν σώμα κοιμάται ενώ η ψυχή είναι σε εγρήγορση και ζωή. “Έρχεται ώρα εν η πάντες οι εν τοις μνημείοις ακούσονται της φωνής του Υιού του Θεού (Ιωάνν. ε΄, 28) και τότε, αφού αναστηθούν, θα ζήσουν την ζωή την δοξασμένη και ευτυχή.

Εάν πέθανε ανεξομολόγητος και αδιόρθωτος, τότε πράγματι χρειάζονται πολλοί στεναγμοί και πολλά δάκρυα. Αν μάλιστα αυτό έγινε από αμέλεια ή όπως δυστυχώς συμβαίνει, για την τυφλή και αδιάκριτη αγάπη και την δεισιδαιμονία των συγγενών, οι οποίοι αντί να πιστέψουν ότι μετά την εξομολόγηση και την μετάληψη των μυστηρίων πολλές φορές ο Θεός, σπλαχνιζόμενος, χαρίζει ζωή στον ασθενούντα, πείθονται παράλογα, ότι εάν εξομολογηθεί και κοινωνήσει σίγουρα θα πεθάνει, τότε βέβαια έχουν τόπο οι θλιβεροί στεναγμοί και τα πικρά δάκρυα! Αυτά όμως όχι μόνο από τους συγγενείς και φίλους αλλά και από την Εκκλησία, με δεήσεις και θείες Λειτουργίες, πρέπει να προσφέρονται στον άπειρο εύσπλαχνο Θεό, για να δείξει στον ασθενούντα το άπειρο έλεος και την ευσπλαχνία του. Το σαρανταλείτουργο βοηθάει πάρα πολύ προς τον σκοπό αυτό!

Ας δούμε όμως πότε τα δάκρυα που χύνονται για τους νεκρούς είναι ευλογοφανή και δίκαια και ωφέλημα.

Εάν, όταν βλέπω το νεκρό σώμα του συγγενούς ή του φίλου μου χωρίς πνοή, ακίνητο, που σε λίγο μέσα στο χώμα θα μεταβληθεί σε τροφή των σκουληκιών, συλλογιστώ ότι όλα αυτά τα προξένησε η αμαρτία και το απ’ αυτήν θείο πρόσταγμα “ότι γη ει και εις γην απελεύση” (Γεν. γ΄,19), στενάζω εκ βάθους καρδίας και θρηνώ και χύνω πικρά δάκρυα, τότε αυτά πολύ ωφέλεια προξενούν στην ψυχή μου. Διότι αυτά τα δάκρυα με αποστρέφουν από την αμαρτία και με οδηγούν στη μετάνοια. Αυτά τα δάκρυα πλένουν την ψυχή μου από το βόρβορο των αμαρτιών και καρποφορούν και αποδίδουν σε μένα αρετή και αγιότητα.

Εάν, Θεός φυλάξοι, ο νεκρός που βλέπουμε μπροστά μας έπραξε πονηρά έργα και πέθανε αμετανόητος, ώστε αμέσως μετά τον θάνατο να παραλάβουν, την ψυχή του σκοτεινοί και άσπλαχνοι δαίμονες, ελέγχοντας και βρίζοντας αυτήν, τότε ναι πρέπει να κλαίμε και να λυπόμαστε βαθειά. Διότι τότε και αν ο νεκρός, η ψυχή του, ζητάει μετάνοια, την οποία όταν ζούσε στην πρόσκαιρη ζωή πολλές φορές περιφρόνησε και αρνήθηκε, δεν θα την κατορθώσει, ούτε δυνατότητα αρετής και καλών έργων υπάρχει. Αλλοίμονο δε όταν ο αδέκαστος Κριτής εκφωνήσει την απόφαση λέγοντας: “Πορεύεσθε απ’ εμού οι κατηραμένοι εις το πυρ το αιώνιον, το ητοιμασμένον των Διαβόλω και τοις αγγέλοις αυτού” (Ματθ. κε΄, 41).

Εάν αυτά συλλογιζόμαστε, όταν βλέπουμε νεκρό και ενθυμούμενοι τις αμαρτίες μας κατανυγόμαστε και μετανοούμε και χύνουμε πολλά δάκρυα, τότε τα δάκρυά μας αυτά είναι εύλογα, δίκαια και ψυχοσωτήρια. Αυτό σημαίνει και ο λόγος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, τον οποίο είπε προς τις γυναίκες που έκλαιγαν για τον θάνατό του: “Θυγατέρες Ιερουσαλήμ, μη κλαίετε επ’ εμέ, πλην εφ’ εαυτάς κλαίετε και επί τα τέκνα υμών”. (Λουκ. κγ΄,28).

 


Εκτύπωση   Email