ΚΥΡΙΑΚΗ ΣΤ΄ ΛΟΥΚΑ (Νικηφόρος Θεοτόκης)

Αγαπητοί μου αδελφοί,

«Όσα προεγράφη, εις την ημετέραν διδασκαλίαν προεγράφη». (Ρωμ. ιε΄, 4)

1ς μην παραλείψουμε, λοιπόν, την αίτηση του ιατρευθέντος, που ζήτησε από τον Κύριο να τουgad1 επιτρέψει να τον ακολουθήσει. Ήθελε να είναι μαζί του για να υπηρετεί τον ευεργέτη του από ευγνωμοσύνη. Επειδή ο Κύριος δεν δέχθηκε το αίτημα, ο γιατρευθείς βρήκε άλλο τρόπο να εκφράσει την ευχαριστία της ψυχής του: «απήλθε καθ᾽ όλη την πόλιν κηρύττων όσα εποίησεν αυτώ ο Ιησούς».

Ο ευεργέτης δεν επιτρέπεται να ζητάει αμοιβή από αυτόν που ευεργέτησε. Σήμερα όμως είναι καλό να μιλήσουμε για το πόσο αμαρτάνουν οι ευεργετούμενοι, όταν φαίνονται αχάριστοι προς τους ευεργέτες τους.

Κατά τρεις τρόπους οι άνθρωποι φαίνονται αχάριστοι προς τους ευεργέτες τους:

α) μην φροντίζοντας να ανταποδώσουν την ευεργεσία με έργα,

β) λησμονώντας την ευεργεσία, ούτε με λόγια δεν προσφέρουν την ευχαριστία τους,

γ) αντί για τα αγαθά και καλά που έλαβαν ανταποδίδοντας κακά!

Τρεις, λοιπόν, είναι οι τάξεις των αχαρίστων. Οι αχάριστοι της τρίτης τάξεως είναι οι χειρότεροι όλων! Κάθε αχάριστος αμαρτάνει:

α) εναντίον της φύσεως,

β) εναντίον του ορθού λόγου,

γ) εναντίον των δικών του αισθήσεων και

γ)εναντίον του θείου νόμου.

*Εναντίον της φύσεως: Βλέπουμε ότι και τα άλογα ζώα δείχνουν ευγνωμοσύνη προς τα αφεντικά τους, υποτάσσονται σ᾽ αυτούς και τους εξυπηρετούν όσο μπορούν.

*Εναντίον του ορθού λόγου: Καθένας που ευεργετήθηκε ακούει εσωτερικά τον νου του να του λέγει: Δίκαιο είναι να δείξεις ευγνωμοσύνη σ᾽ αυτόν που σε ευεργέτησε, λόγω ή έργω. Η θέληση όμως του αχαρίστου νικά την ορθή κρίση… Σ’ αυτούς αρμόζει ο λόγος του Κυρίου, “ότι βλέποντες ου βλέπουσι και ακούοντες ουκ ακούουσιν ουδέ συνιούσιν” (ούτε καταλαβαίνουν, ούτε συμορφώνονται..) (Ματθ. ιγ’, 13).

*Αν ανοίξουμε το Ευαγγέλιο βλέπουμε ότι ο αχάριστος εντιστέκεται στους νόμους του Θεού: “αγαπάτε τους εχθρούς υμών” λέγει ο Θεός· ο αχάριστος ούτε τους φίλους του αγαπάει. “Ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς” λέγει ο νόμος· ο αχάριστος δεν ευλογεί ούτε αυτούς που τον ευλογούν. “Καλώς ποιείτε τους μισούντας υμάς,” λέγει ο νόμος· ο αχάριστος δεν ευλογεί ούτε αυτούς που τον ευλογούν. “Καλώς ποιείτε τους μισούντας υμάς”, λέγει ο νόμος· ο αχάριστους ούτε σ᾽ αυτούς που τον αγαπούν κάνει καλό. "Προσεύχεσθε υπέρ των επηρεαζόντων και διωκόντων υμάς”, λέγει ο νόμος· ο αχάριστος δεν προσεύχεται ούτε γι αυτούς που τον ευεργετούν και τον προστατεύουν. Ο αχάριστος ξεπερνάει την κακία των αμαρτωλών, επειδή ούτε αυτούς που τον αγαπούν αγαπάει, ούτε κάνει κάτι καλό γι᾽ αυτούς που τον ευεργέτησαν με πολλά καλά.

Αγαπητοί μου αδελφοί, εμείς όχι μόνο πρέπει να προσέχουμε να μην είμαστε αχάριστοι προς αυτούς που μας ευεργετούν, αλλά κυρίως προς τον Θεό, ο οποίος συνεχώς και με πολλών ειδών ευεργεσίες μας ευεργετεί. Η ευγνωμοσύνη μας προς τον Θεό είναι απόδειξη της καλής μας διαθέσεως, η δε αχαριστία ένδειξη της πονηρής μας γνώμης, γι᾽ αυτό ο Θεός ζητάει την ευχαριστία μας με έργα και με λόγια, αγανακτεί δε πάρα πολύ όταν εμείς αντί των ευεργεσιών του, του ανταποδίδουμε κακά!

Διαβάζουμε στο Δευτερονόμιο, (ι,12): «Τι Κύριος ο Θεός σου αιτείται παρά σου, αλλ᾽ ή φοβείσαι Κύριον τον Θεόν σου και πορεύεσθαι εν πάσαις ταις οδοίς αυτού, και αγαπάν αυτόν, και λατρεύειν Κυρίω τω Θεώ σου εξ όλης της ψυχής σου;» Ότι δε ζητάει και την ευχαριστία και δοξολογία και με λόγο είναι φανερό από την ιστορία των 10 λεπρών. Μόνο όμως ένας επέστρεψε και με φωνή μεγάλη δόξαζε τον Θεό. Την αχαριστία των λοιπών 9 έλεγξε ο Κύριος λέγοντας: “Ουχί οι δέκα εκκαθαρίσθησαν, οι δε εννέα που; Ουχ ευρέθησαν υποστρέψαντες δούναι δόξα τω Θεώ ειμή ο αλογενής ούτως;” (Λουκ. ιζ΄, 17).

Ώ, φιλανθρωπία του Θεού: Ζητάει ευχαριστία για να ευεργετήσει πάλι με ευεργεσία πολύ μεγαλύτερη της πρώτης. Ας θυμηθούμε όμως λίγο τι έγινε με τον λαό του Ισραήλ: Ο μέγας προφήτης Μωυσής, αφού απαρίθμησε τις ευεργεσίες του Θεού προς τον αχάριστο λαό, τον ελέγχει μ’ αυτόν τον τρόπο: “έφαγε Ιακώβ και απελάκτισεν ο ηγαπημένος· ελιπάνθη, επαχύνθη, επλατύνθει και εγκατέλειπε τον Θεόν, τον ποιήσαντα, αυτόν και απέστη από Θεού-Σωτήρος αυτού". (Δευτ. λβ´,1) Και τι είπε ο Θεός βλέποντας την αχαριστία αυτή; “Αποστρέψω το πρόσωπόν μου απ´ αυτού και δείξω τι έσται αυτοίς επ᾽ εσχάτων ημερών…, ότι ουκ έστι πίστης, εν αυτοίς”. Γι αυτό και ήρθαν οι τιμωρίες επάνω τους. Όποιος ανοίξει τα μάτια του βλέπει τους Ιουδαίους διεσπαρμένους στα τέσσερα μέρη του κόσμου, μετά το πάθος και την ανάσταση του Χριστού, στερημένους και απογυμνωμένους της βασιλείας, της ιεροσύνης, του ναού και των θυσιών, της προφητείας και κάθε χαρίσματος και της Χάριτος του Θεού!

Το γένος δε των εθνικών, δηλαδή των ειδωλολατρών, που ήταν μωρό και ασύνετο, λατρεύοντας την κτίση και όχι τον κτίσαντα, έγινε φρόνιμο και συνετό και λάτρης του αληθινού Θεού, απολαμβάνοντας την χάρη του αντί του Ισραηλιτικού λαού που εξώστηκε για την αχαριστία του.

Αλλά, θα πει κανείς, ποιος είναι εκείνος ο άνθρωπος ο ασυνείδητος, που τολμάει να ανταποδίσει στον Θεό πονηρά αντί αγαθών; Εμείς κάθε μέρα ψάλλουμε το “υμνούμεν σε, ευλογούμεν σε, προσκυνούμεν σε, δοξολογούμεν σε, ευχαριστούμεν σοι, για την μεγάλην σου δόξαν”. Εμείς σ᾽ αυτόν μόνο πιστεύουμε, αυτόν μόνο λατρεύουμε και τους νόμους του τηρούμε, όσο μπορούμε….

Μακάρι να ήταν έτσι: Μακάρι! Είναι όμως έτσι; Λέμε ότι δοξολογούμε τον Θεό στην προσευχή μας κάθε μέρα. Αλλά άραγε προσευχόμαστε όλοι κάθε μέρα; Πρωί και βράδυ; Και τι προσευχή κάνουμε; Λέμε το πρωί το Μεσονυκτικό και το βράδυ το Απόδειπνο; (Μακάρι, με χαιρετισμούς στην Παναγία μας;) Πόσοι και πόσοι αμελούν τελείως το έργο της προσευχής. Άρα γε προσευχόμαστε για να ευχαριστήσουμε τον Θεό για τις ευεργεσίες του ή μήπως από συνήθεια;

Άραγε όταν προσευχόμαστε  ο νους μας είναι προσηλωμένος στον Θεό; Ή με την γλώσσα λέμε άσματα προσευχής με την ψυχή δε συλλογιζόμαστε άτοπα νοήματα; Τι να πούμε και για τα έργα μας; Είναι άρα γε έργα ευχαριστίας; Είναι έργα που αποδεικνύουν την πίστη μας στον Χριστό; Διότι ο αδελφόθεος Ιάκωβος λέγει: Δείξε μου την πίστη σου από τα έργα σου.

Εμείς πάλι ισχυριζόμαστε ότι τηρούμε, όσο μας είναι δυνατόν, τους θείους νόμους. Αλλά ποια είναι σήμερα τα έργα των ανθρώπων, τα έργα μας, που αποδεικνύουν ότι τηρούμε τους θείους νόμους; Δεν υπάρχει σήμερα δόλος, συκοφαντία, ψευδομαρτυρία, αδικία;

Δεν υπάρχουν άνθρωποι που αρπάζουν ξένα πράγματα, που επιβουλεύονται την τιμή των οικογενειών, που μισούν και κατηγορούν τον αδερφό τους, παιδιά που περιφρονούν τους γονείς τους, γονείς που εξοργίζουν τα παιδιά τους, άνθρωποι με αξιώματα αλλά κακή διοίκηση, υπάλληλοι που δεν εκτελούν το καθήκον τους και λαός που δεν ευλαβείται τους ιερωμένους; Πόσοι νέοι και νέες νομίζετε ότι προσφέρουν την θέση τους στο αστικό Λεωφορείο σε ανθρώπους τρίτης ηλικίας; Σχεδόν κανείς! Σ’ αυτόν τον καιρό ταιριάζουν τα λόγια του Βασιλέως και προφήτη Δαβίδ: “πάντες εξέκλιναν, άμα ηχρειώθησαν· ουκ έστι ποιών χρηστότητα, ουκ έστιν εως ενός”. (Ψαλμ.ιγ΄ 3) Αυτά είναι τα φωτεινά έργα; Μ’ αυτά τα έργα δοξάζουμε τον Θεό; Να αναλογιστούμε δε, ότι όχι μόνο αυτά κάνουμε αλλά ανταποδίδουμε πονηρά στον Θεό έναντι των ευεργεσιών του. Πόσοι χρησιμοποιούν τον πλούτο τους με σύνεση; Πόσοι την ωραιότητα που τους χάρισε ο Κύριος; Πόσοι έχουν σοφία, αλλά αντί να διδάσκουν ανάλογα τους άλλους, όπως ο σοφός Σολομών, πολεμούν την πίστη και την Εκκλησία; Αν εξετάσουμε πως μεταχειρίζεται ο καθένας το χάρισμα και την ευεργεσία του Θεού, τότε βλέπουμε ότι είναι πολύ σπάνιοι εκείνοι, οι οποίοι με το χάρισμα που τους έδωσε ο Θεός τον δοξολογούν.

Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν τα χαρίσματα ως μέσα και όργανα, με τα οποία παραβαίνουν τους νόμους του Θεού και κάνουν αμαρτήματα. Αυτό ακριβώς είναι η ανταπόδοση κακών αντί αγαθών.

Αν τώρα ισχυριστεί κάποιος, ότι άνθρωπος που δεν έλαβε καμία ευεργεσία από τον Θεό δεν χρωστάει καμία ανταπόδοση ευχαριστίας, θα ρωτούσαμε ποιος είναι ο άνθρωπος αυτός; Έστω η απόκριση: Ο πάμπτωχος, ο άρρωστος, ο δυστυχισμένος. Αυτοί μόνο ταλαιπωρούνται και βασανίζονται. Αδελφέ μου, αυτό που εσύ νομίζεις βάσανο και ταλαιπωρία, αυτό είναι ευεργεσία του Θεού και έλεος. Εάν δεν  το πιστέψουμε αυτό τότε κλονίζονται τα θεμέλια της πίστεώς μας.

Γιατί, αδελφοί μου, να βλέπουμε μόνο κάτω; Γιατί να μην ατενίζουμε προς τα πάνω; Δεν πιστεύουμε ότι υπάρχει αιώνια ζωή, της οποίας σκιά και όνειρο είναι ο παρόν βίος; Δεν ομολογούμε ότι “ον αγαπά ο Κύριος παιδεύει  μαστιγοί δε πάντα υιόν, ον παραδέχεται;”. (Παροιμ.γ’, 12)

Δεν μας είπε ο Κύριος: “Μακάριοι οι πεινώντες νυν, ότι χορτασθήσεσθε. Μακάριοι οι κλαίοντες νυν, ότι γελάστε;”. (Λουκ.στ΄, 21) Δεν ακούμε τον Θεό που διδάσκει και βεβαιώνει ότι, όσοι φαίνονται στα μάτια των ανθρώπων βασανιζόμενοι, εκείνοι είναι οι κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών; Εάν εμείς δεν καταλαβαίνουμε τις κρίσεις, με τις οποίες ο Θεός σ’  αυτήν την πρόσκαιρη ζωή άλλον τον ευεργετεί με ευτυχία και άλλον τον τιμωρεί με δυστυχία, ώστε όλους να τους σώσει, δεν είναι παράδοξο. Διότι αυτά δεν τα κατανόησε ούτε εκείνος που ανέβηκε μέχρι τον τρίτο ουρανό και είδε και άκουσε άρρητα ρήματα λέγοντας με θαυμασμό: «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού!» (Κορ. Β΄, ιβ΄. 2-4) και (Ρωμ. ια΄, 33) Αυτό όμως που κατανόησε και είχε βέβαιη πληροφορία είναι τούτο: Τα πάθη του παρόντος καιρού, όταν υποφέρονται με υπομονή, προξενούν χωρίς αμφιβολία αιώνια σωτηρία. Γι αυτό και όταν έπασχε έλεγε: “Νυν χαίρω εν τοις παθήμασί μου…”. (Κολασ. Α΄24)

Αδελφοί μου, μακάρι για κάθε αμαρτία να μετανοούμε, να κλαίμε, να εξομολογούμαστε και να ζητάμε συγχώρηση. Ποιος όμως εξομολογείται την αχαριστία του προς τον Θεό και προς τον πλησίον; Ποιος λέει εξομολογούμενος: Εγώ έπεσα στην μεγάλη αμαρτία της αχαριστίας; Εγώ δεν δόξασα τον Θεό για τις ευεργεσίες του; Εγώ φάνηκα αχάριστος προς τον πλησίον μου που με ευεργέτησε;

Αγαπητοί μου αδελφοί, όταν το παχυλό σώμα μας ρίξει το πάχος και ντυθεί την αφθαρσία και ανοίξουν τα μάτια μας της αληθινής γνώσεως εκείνων των πραγμάτων, τα οποία σήμερα τα βλέπουμε σαν μέσα σε καθρέπτη και αίνιγμα, ποια η απολογία μας; Όταν γνωρίσουμε ότι ο Θεός από αγάπη και για την σωτηρία μας  έδωσε νόμους, έστειλε προφήτες, κήρυξε μετάνοια, εξαπέστειλε στον κόσμο τον μονογενή του Υιό για να μας κάνει και μας υιούς και θυγατέρες του, ποια τότε η απολογία μας; Ποια η απολογία μας όταν δούμε και γνωρίσουμε πλήρως τον σωτήρα μας Ιησούν και δούμε τον σταυρό, τους ήλους, το ακάνθινο στεφάνι, το όξος, την χολή και την λόγχη, και διακρίνουμε τους μώλωπες στα χέρια και στα πόδια, τα τραύματα της κεφαλής και την πληγή της πλευράς, από την οποία έρρευσε αίμα και νερό για να μας αγιάσει και σώσει, ναι, ποια η απολογία μας;

Αν μάλιστα δούμε, Θεός φυλάξοι, ότι όχι μόνο με καλά έργα δεν δοξάσαμε τον Θεό για τις ευεργεσίες του, αλλά ούτε με λόγια δεν προσφέραμε σ’  αυτόν την πρέπουσα ευχαριστία, αλλά μάλλον ανταποδώσαμε σ’ αυτόν πονηρά αντί αγαθών, τον πλούτο δαπανήσαμε σε απολαύσεις, την υγεία στις ασέλγειες, την φτώχια στους γογγυσμούς, την αρρώστια στην ανυπομονησία και στην αγανάκτηση, όταν σκεφθούμε ότι τα όργανα της σωτηρίας μας τα κάναμε όργανα απώλειάς μας, και ότι για την αμαρτία της αχαριστίας μας ουδέποτε δακρύσαμε, ουδέποτε μετα-νοήσαμε, ουδέποτε εξομολογηθήκαμε, τι θα κάνουμε τότε και τι θα απολογηθούμε;….!

Ω ποίος φόβος τότε! Ποια ντροπή, ποια τύψη και έλεγχος της συνειδήσεως, ποια απελπισία!

Πολυεύσπλαχνε Κύριε, δώσε μας μετάνοια και επιστροφή όσο είναι καιρός. Φύτεψε στις καρδιές μας την μεγάλη αρετή της ευγνωμοσύνης! Κύριε του ελέους, ελέησε εμάς τα πλάσματά σου. Αμήν.

Εκτύπωση