ΜΕΡΟΣ 1ο – Εἰσαγωγικό σημείωμα - Ἔναρξη

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ  ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ  ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ  ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ  

ΜΕΡΟΣ 1ο – Εἰσαγωγικό σημείωμα - Ἔναρξη  

3

ύρω ἀπό τό θέμα τῆς θείας Λειτουργίας, πού εἶναι ἡ τέλεια ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, μέ σκοπό τήν λύτρωση τοῦ ἀνθρώπου, ἔχουν εἰπωθεῖ καί γραφτεῖ τόσα πολλά ἀπό ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας μας, φωτισμένους θεολόγους, δεινούς ἱεροκήρυκες, διακεκριμένους λειτουργιολόγους μέ μορφή ἑρμηνευτικῶν σχολίων, θεολογικῶν ὑπομνημάτων, τυπικῶν διατάξεων, τά ὁποῖα εἶναι διάσπαρτα σέ τόμους βιβλίων. Ἡ ἐνασχόληση τόσων καί τόσων μέ τό μυστήριο τῶν μυστηρίων «τό φρικωδέστατον τῶν Μυστηρίων», ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, τήν θεία Λειτουργία, ἀποδεικνύει ὄχι μόνο τό ἀσύλληπτο μεγαλεῖο της, ἀλλά κυρίως τήν ἀναξιότητα τοῦ Λειτουργοῦ στό κάλεσμα αὐτό καί τήν προσπάθεια τῆς προετοιμασίας του γιά τήν βίωσή της καί τήν σωστή τέλεσή της.

Εἶναι δύσκολο, λοιπόν, νά σταθεῖ ὁ Λειτουργός μπροστά στό ἅγιο Θυσιαστήριο. Τό πῶς νιώθει καί τό τί αἰσθάνεται εἶναι θέμα τῆς πνευματικότητάς του. Τό τί κάνει καί τό πῶς θά συμπεριφερθεῖ, ἡ τελετουργία τοῦ Μυστηρίου, ἐξαρτᾶται κυρίως ἀπό τό σέ ποιόν μαθήτευσε, κατόπιν ἀπό τό πόσο διάβασε καί τέλος τί ἐμπειρίες ἀπέκτησε.

Οἱ ὑποδειγματικοί Λειτουργοί εἶναι λίγοι, τά ἐφόδια στίς Θεολογικές καί Ἐκκλησιαστικές σχολές πενιχρά καί περιορισμένα, βιβλία καί ἐγχειρίδια ἀμέτρητα καί διάσπαρτα. Μέ τό παρόν ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΙΚΟ ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ δέν ἐπιθυμοῦμε νά παρουσιάσουμε κάτι καινούργιο, ἀλλά κάτι τό συγκεντρωτικό καί ὁλοκληρωμένο καί κυρίως  νά ἀποτυπώσουμε τήν Λειτουργική - Τελετουργική ἀγωνία τοῦ Ἱερέα. Τό σχετικό ὑλικό εἶναι διάχυτο στίς λειτουργικές φυλλάδες καί στίς ποικίλες ἐκδόσεις, ἀλλά ὄχι τόσο προσιτό σ’ ὅσους ἔχουν τήν ἀγωνία τῆς ἐνημέρωσης, τῆς κατανόησης καί τῆς κατά τό δυνατόν πιστῆς ἐφαρμογῆς τῶν διατάξεων τῆς θείας Λειτουργίας. Καταβλήθηκε ἡ προσπάθεια, ὥστε μέσα ἀπό τίς λειτουργικές ἀπαντήσεις πού ἔδωσε ὁ μακαριστός λειτουργιολόγος καθηγητής τοῦ Α.Π.Θ.  Ἰωάννης Φουντούλης, νά περιοριστοῦμε μόνο στόν πρακτικό σκοπό αὐτῶν τῶν ἐρωτήσεων καί ὄχι στόν ἐπιστημονικό καί ἑρμηνευτικό. Τό περιεχόμενο τῶν ἐρωτήσεων εἶναι πλούσιο καί ἀξιόλογο. Ἔτσι δίνεται ἡ δυνατότητα στόν νέο λειτουργό Ἱερέα νά ἐντοπίσει τά λειτουργικά μόνο θέματα καί γιά κάθε περίπτωση νά βρίσκει μέ εὐκολία τήν ἀπάντηση. Ὅσο βαθύς εἶναι ὁ κόπος καί ὁ πόνος πού κινεῖ τήν γραφίδα γιά νά ἀποτυπώσει τήν προσπάθεια αὐτή, τόσο διάπυρη εἶναι ἡ εὐχή νά γίνουν ἀφορμή εὐρύτερων καί βαθύτερων προβληματισμῶν καί τελετουργικῶν ἀναζητήσεων.                                                                                                    

7 ἀρχική μορφή καί ἡ δομή τῆς θείας Λειτουργίας δέν ἦταν αὐτή πού εἶναι σήμερα. Ὅπως κάθε ζωντανός ὀργανισμός ἐξελίσσεται, ἔτσι καί ἡ θεία Λειτουργία ὡς ἔργο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ καί ζωντανή ὑπόθεση τῆς Ἐκκλησίας δέν ξέφυγε ἀπ᾽ αὐτόν τόν νόμο. Ἁπλῆ καί σύντομη στά πρῶτα χριστιανικά χρόνια, διαμορφώθηκε σιγά-σιγά σ᾽ αὐτό τό λαμπρό καί μεγαλόπρεπο ἔργο πού σήμερα οἱ πιστοί τελοῦν καί συμμετέχουν. Τό μυστήριο ἀσφαλῶς ἦταν καί εἶναι πάντοτε  ἴδιο, τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Αὐτό πού ἄλλαξε εἶναι τό ἐξωτερικό πλαίσιο καί τό διάγραμμα τῆς Λειτουργίας. Μέ ὁδηγό τὸ κείμενο θά ξεναγηθοῦμε, ὅσο γίνεται πιό ἁπλᾶ, μέσα στόν ὄμορφο κι ἀνεπανάληπτο κόσμο τῆς θείας Λειτουργίας.

 

Ἡ προσφορά θυμιάματος πρίν ἀπό τήν θεία Λειτουργία.

 

16ρίν ἀπό τήν ἔναρξη κάθε μυστηρίου, σύμφωνα μέ τίς ἀρχαῖες μαρτυρίες, προηγεῖται ἡ θυμίαση ἀπό τόν Ἱερέα τοῦ χώρου στόν ὁποῖο τελεῖται τό μυστήριο, ἀλλά καί τῶν πιστῶν πού μετέχουν σ᾽ αὐτό. Ἡ ἀρχαία αὐτή συνήθεια μαρτυρεῖται ἤδη ἀπό τά συγγράμματα πού ἀποδίδονται στόν ἅγιο Διονύσιο τόν Ἀρεοπαγίτη. Ἀλλά καί ὁ ἅγιος Συμεών, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀναφέρει ὅτι, πρίν ἀπό τήν ἔναρξη κάθε ἀκολουθίας, γινόταν θυμίαση ὁλοκλήρου τοῦ Ναοῦ. (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 17) Ἡ προσφορά θυμιάματος κατά τήν ὥρα τῆς μεγάλης Δοξολογίας δέν προβλέπεται ἀπό τό Τυπικό. Ἐφαρμόζεται ὅμως κατά παράδοση ἀπό πολλούς Ἱερεῖς. Ἡ θυμίαση αὐτή εἶναι ἡ ἐναρκτήρια προσφορά θυμιάματος πρίν ἀπό τήν θεία Λειτουργία. Ἐπειδή στήν σημερινή ἐνοριακή πράξη συνήθως ἡ Ἀπόλυση τῆς Προσκομιδῆς συμπίπτει μέ τήν ψαλμωδία τῶν Αἴνων, κατά τήν γνώμη μας, καλό θά εἶναι νά συνδυάσουμε τόν χρόνο ἔτσι ὥστε ἡ θυμίαση τῆς Προσκομιδῆς νά συμπίπτει μέ τήν θυμίαση πρίν ἀπό τήν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας. Στό Ἅγιο Ὄρος ἡ Προσκομιδή τελεῖται κατά τήν διάρκεια τῆς Γ΄ Ὥρας. Μετά τό τέλος τῆς Στ΄ Ὥρας, ὁ Ἱερέας, ἀφοῦ ἤδη ἔχει τελειώσει τήν Προσκομιδή, κάνει τήν Ἀπόλυση. Στήν συνέχεια θυμιάζει τήν ἁγία Τράπεζα, τίς εἰκόνες τοῦ Τέμπλου, τόν Ναό καί, ἀφοῦ ἀποθέσει τό θυμιατό, ἀρχίζει τήν θεία Λειτουργία.Τό νά γίνεται ἡ θυμίαση κατά τήν διάρκεια τῆς μεγάλης Δοξολογίας δέν ἐξυπηρετεῖ, γιατί τήν στιγμή ἐκείνη ὁ Ἱερέας θά πρέπει νά πεῖ «καθ᾽ ἑαυτόν» τήν Ἐκτενῆ τοῦ Ὄρθρου, τήν Δέηση, τήν Εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας καί τήν Ἀπόλυση. Δέν εἶναι ἐπιτρεπτό νά λέγονται ὅλα αὐτά καί συγχρόνως νά θυμιάζει. Πιό πρακτικό εἶναι ἡ θυμίαση αὐτή νά συμπίπτει μέ τό Δοξαστικό τῶν Αἴνων, ὁπότε, ὅταν ἀρχίζει ἡ μεγάλη Δοξολογία, ὁ Ἱερέας, νά στέκεται μπροστά στήν ἁγία Τράπεζα καί νά λέγει «καθ᾽ ἑαυτόν», τά ὅσα προαναφέραμε. (Ἀθ. Κατζιγκᾶ Πρωτ., Ἀκολουθία τῆς Ἱερᾶς Προθέσεως ἤ Προσκομιδῆς, ἔκδ. «Μυγδονία», σ. 57, παρ. 5) Στήν Ἀρχιερατική θεία Λειτουργία ἡ προσφορά θυμιάματος, πρίν τήν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, γίνεται μετά τήν μικρή Εἴσοδο, ὅταν ὁ Ἀρχιερέας εἰσέρχεται στό ἱερό Βῆμα. (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 17. Τοῦ ἰδίου, Λειτουργική Α΄, σ. 212)

 

Πότε τό ἱερό Εὐαγγέλιο τίθεται στήν ἁγία Τράπεζα ἀπό τήν Ἀνάσταση

καί πότε ἀπό τήν Σταύρωση.

 

 10άθε φορά πού συμπίπτει τήν Κυριακή Δεσποτική ἤ Θεομητορική ἑορτή, δημιουργεῖται πρόβλημα ὡς πρός τό ἀπό ποιά μεριά τοποθετεῖται τό ἱερό Εὐαγγέλιο πάνω στήν ἁγία Τράπεζα καί ἄν λέγεται, πρίν ἀπό τόν Χερουβικό ὕμνο τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ...» ἤ τό «Δεῦτε προσκυνήσωμεν...». Πολύ ἁπλά καί πρακτικά λύνεται τό πρόβλημα αὐτό μέ τήν παρακάτω σύντομη ἀπάντηση. Ἄν στόν Ὄρθρο λέγεται τό «Ἀνάστασιν Χριστοῦ...», τότε ἀναλογικά θά λεχτεῖ καί πρίν ἀπό τόν Χερουβικό ὕμνο, ἐνῶ τό ἱερό Εὐαγγέλιο θά τοποθετηθεῖ στήν ἁγία Τράπεζα μέ τήν Ἀνάσταση πρός τά πάνω. Ἐξαίρεση γίνεται μόνο στήν ἑορτή τῆς Ὑψώσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πού τίθεται μέ τήν Σταύρωση πρός τά πάνω.

 

Τό «Βασιλεῦ οὐράνιε...» πρέπει νά λέγεται ἀπό τόν Ἱερέα,

πρίν ἀπό τήν ἐκφώνηση «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία...»;

 

19ό «Βασιλεῦ οὐράνιε...» πρέπει νά ἐμφανίστηκε στό σημεῖο αὐτό τῆς θείας Λειτουργίας, πρίν ἀπό τό ιβ´ αἰώνα καί μάλιστα μέ χρήση τοπική. Ἡ καθιέρωσή του ὀφείλεται στήν τάση τῆς ἐποχῆς ἐκείνης νά προσθέτουν στήν θεία Λειτουργία διάφορα συμπληρωματικά στοιχεῖα, ὅπως ψαλμούς, στίχους, τροπάρια κ.λπ., μέ σκοπό τήν προπαρασκευή καί προετοιμασία τοῦ λειτουργοῦ Ἱερέα. Εἰδικά, τό «Βασιλεῦ οὐράνιε...» θεωρήθηκε ὡς ἐπίκληση πρός τό ἅγιο Πνεῦμα, προκειμένου ὁ Ἱερέας νά καταξιωθεῖ μέ τήν χάρη τοῦ ἁγίου Πνεύματος νά τελέσει τό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Συμπερασματικά θά πρέπει νά ἀναφέρουμε, ὅτι, ἐφόσον τό «Βασιλεῦ οὐράνιε...» λέγεται στήν ἀκολουθία τοῦ Μεσονυκτικοῦ, ἀλλά καί στήν ἀκολουθία τοῦ «Καιροῦ», πού ἔχει χαρακτήρα προπαρασκευαστικό γιά τόν λειτουργό Ἱερέα, ἡ  ἐπανάληψή του καί πάλι, πρίν ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ Βασιλεία...» θά ἦταν λογικά ἀδικαιολόγητη, λειτουργικά δέ ἀναχρονιστική. (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 236) Ἡ παράληψή του ὅμως, καί ἡ ἔναρξη τοῦ  Ὄρθρου ἤ τοῦ Ἑσπερινοῦ ἀπ᾽ εὐθείας ἀπό τό «Σῶσον Κύριε τὸν λαόν σου...»  ἤ  τοῦ  «Δεῦτε προσκυνήσωμεν», ἐφ᾽ ὅσον παραλείπεται τό Μεσονυκτικό καί ἡ Θ´ ὥρα, εἶναι τελείως ἀδόκιμη καί  λειτουργικά ἀδικαιολόγητη. (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, ἐρώτ. 388)

 

Τά προσκυνήματα, πρίν ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...».

 

 10αθώς ὁ β´ χορός ψάλλει τό «Σήμερον σωτηρία τῷ κόσμῳ γέγονεν», ὁ Ἱερέας, ἀσκεπής μπροστά στήν ἁγία Τράπεζα, κάνει δύο προσκυνήματα λέγοντας τό «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ καί ἐπί γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία» (δίς). Ἀσπάζεται τό ἱερό Εὐαγγέλιο καί τήν ἁγία Τράπεζα καί στήν συνέχεια κάνει ἀκόμα ἕνα προσκύνημα λέγοντας τό «Κύριε, τά χείλη μου ἀνοίξεις, καί τό στόμα μου ἀναγγελεῖ τήν αἴνεσίν σου». (ἅπαξ) Τά τρία αὐτά προσκυνήματα κάνει καί ὁ Διάκονος, ἐκτός τοῦ ἱεροῦ Βήματος, λέγοντας κι αὐτός τά ἴδια λόγια μέ τόν Ἱερέα, κρατώντας τό Ὀράριό του καί μέ τά τρία δάχτυλα τοῦ δεξιοῦ του χεριοῦ. Κι ἔτσι εἶναι ἕτοιμοι, γιά νά ἀρχίσει ἡ θεία Λειτουργία. (Κῶδιξ 6277-770 τῆς Ἱ. Μονῆς Παντελεήμονος, ιδ΄ αἰ. Διάταξις τῆς θείας Λειτουργίας, Φιλοθέου Κοκκίνου)

 

Ἡ ὕψωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, πρίν ἀπό τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...».

 

18τά νεώτερα ἔντυπα χειρόγραφα δέν γίνεται λόγος οὔτε γιά ὕψωση τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου, οὔτε γιά σταυροειδή σφράγιση μ᾽ αὐτό τῆς ἁγίας Τράπεζας. Ἀκόμα καί οἱ ὑπομνηματιστές τῆς θείας Λειτουργίας δέν ἀναφέρουν κάτι παρόμοιο. Σχετικά μέ τήν σταυροειδή σφράγιση τῆς ἁγίας Τράπεζας μέ τό ἱερό Εὐαγγέλιο, θά πρέπει νά ποῦμε πώς εἶναι ἕνα παλιό ἔθιμο πού γίνεται παντοῦ. Ὁ ὅρος «ὑψοῖ» (τό Εὐαγγέλιο) πρέπει νά ἔχει τήν ἔννοια τοῦ «ἐγείρει», «σηκώνει», «κρατεῖ στά χέρια» τό ἱερό Εὐαγγέλιο πού βρίσκεται πάνω στήν ἁγία Τράπεζα, ὄχι γιά κανέναν ἄλλο λόγο, ἀλλά γιά νά χαράξει μ᾽ αὐτό πάνω σ᾽ αὐτήν τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ. (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς  Ἀπορίας, ἐρώτ. 283)

 

ΕΝΑΡΞΗ  

Ὁ Διάκονος «ἐκφώνως»·

 Εὐλόγησον, Δέσποτα.  

Ὁ α´ Ἱερέας, κρατώντας στά χέρια του τό ἱερό Εὐαγγέλιο, τό ὑψώνει. Καί κάνοντας τόν τύπο τοῦ σταυροῦ ἐπάνω στό Ἀντιμίνσιο, ἐκφωνεῖ·

Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.

 

7 θεία Λειτουργία εἶναι τό μυστήριο τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, ἑπομένως εἶναι καί ἡ φανέρωση τῆς εὐλογημένη Βασιλείας «τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Ύἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος», διότι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ ἴδια ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ στήν θεία Λειτουργία μεταμορφώνει τήν γῆ σέ οὐρανό. Ὅσοι μετέχουν στήν θεία Λειτουργία βαδίζουν πρός τήν Τράπεζα τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ  ὁποία ἢδη φανερώθηκε. Βαδίζουν πρός τήν Τράπεζα ὃπου μαζί μέ τόν Χριστό θά γεύονται τόν «καινὸν οἶνον». Ποιά εἶναι, λοιπόν, καί τί εἶναι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ; Εἶναι ἡ ἀσύγχυτη ἑνότητα καί κοινωνία τῶν τριῶν προσώπων τῆς Ἅγίας Τριάδος, καί σέ προέκταση ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, κι αὐτῶν σάν προσώπων. Μόνο τά πρόσωπα, σάν ἐλεύθερες ὑπάρξεις, μποροῦν νά κάνουν κοινωνία, γιατί αὐτό πού λέμε κοινωνία δέν εἶναι ἕνα τεχνητό ἄθροισμα ἀτόμων, ἀλλά μιὰ ἐλεύθερη σχέση καί ἑνότητα προσώπων. Αὐτά τά πρόσωπα εἶναι ὁ Πατέρας, ὁ Υἱός καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὁ ἕνας Θεός στόν οὐρανό καί οἱ ἄνθρωποι στήν γῆ. Ἐδῶ πρέπει νά προσθέσουμε καί τούς Ἀγγέλους, γιατί καί οἱ Ἄγγελοι εἶναι πνευματικές προσωπικές ὑπάρξεις. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, λοιπόν, εἶναι ἡ  κοινωνία  τοῦ Πατέρα καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἅγίου Πνεύματος. Τοῦ Θεοῦ, τῶν ἀνθρώπων καὶ τῶν Ἀγγέλων. Ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ μοναδικός πόθος τῶν ἐκκλησιαζομένων καί ὁ τελικός σκοπός τόν ὁποῖο ἐπιζητοῦν καί ἐπιδιώκουν ὅλοι οἱ πιστοί καθώς προσέρχονται νά λειτουργηθοῦν. Ἡ ἐκφώνηση αὐτή λέγεται πάντοτε ἀπό τόν πρῶτο τῶν Ἱερέων, ἐνῶ συγχρόνως, κρατώντας τό ἱερό Εὐαγγέλιο στά χέρια του, χαράσσει μ᾽ αὐτό τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ πάνω στό Ἀντιμίνσιο. Ἡ ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας μέ τό «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία», τά Ἀντίφωνα καί τίς Συναπτές δέν ἀποτελοῦν στοιχεῖο της πρωταρχικό, ἀλλά διαμορφώθηκε κατά τόν δ´ αἰώνα. Τήν ἀρχική αὐτή μορφή τῆς θείας Λειτουργίας δέν τήν μνημονεύουν οὔτε ὁ Κύριλλος ὁ Ἱεροσολύμων οὔτε ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ἀλλά οὔτε καί ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος. Σαφεῖς μαρτυρίες τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου ἐπιβεβαιώνουν ὅτι ἡ ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας ξεκινοῦσε μέ τά Ἀναγνώσματα. Σχετικά μέ τήν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας ἀπό τά Ἀναγνώσματα μαρτυρεῖ καί ἡ ἀπό τίς Ἀποστολικές Διαταγές (Εἰλητάριον Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης Ἑλλάδος, κώδ. 748, 5-15, Migne PG 1, 1076) περισωθεῖσα θεία Λειτουργία. (Π.Ν. Τρεμπέλα, Αἱ τρεῖς Λειτουργίαι, σ. 21, 22) Ἡ δοξολογικὴ ἐκφώνηση τοῦ Ἱερέα «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός» ὑπάρχει ὡς ἐναρκτήρια εὐλογία στήν θεία Λειτουργία ἀπό τόν 10ο αἰώνα. Ἀρχικά ἀναφέρεται ἀπό τόν Θεόδωρο τό Στουδίτη (Ἑρμηνεία τῆς λειτουργίας τῶν Προηγιασμένων, Migne PG 99, 1690), ἕπειτα ἀπό τόν Ψευδο-Σωφρόνιο (Σωφρονίου Πατριάρχου Ἱεροσολύμων, Λόγος περιέχων λεπτομερῆ ἀφήγησιν πάντων τῶν ἐν τῇ θείᾳ Λειτουργίᾳ τελουμένων, κεφ. ια´, Migne PG 87, 3992). Ἐπίσης καί ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας (Ἑρμηνεία τῆς θείας Λειτουργίας, κεφ. ια´, ιβ´, Migne PG 150, 392) ἀναφέρει ὅτι ὁ Λειτουργός «εἰς τό θυσιαστήριον ἔρχεται καί στάς πρό τῆς ἱερᾶς Τραπέζης τῆς ἱερουργίας ἄρχεται», πρώτη δέ «ἁπάσης τῆς ἱερολογίας ἐστίν ἀρχή τῆς δοξολογίας· Εὐλογημένη ἡ βασιλεία...». Ὁ τύπος αὐτῆς τῆς εὐλογίας δέν εἶναι καθόλου τυχαῖος. Ὁ Ἱερέας κρατώντας στά χέρια του τὸ ἱερό Εὐαγγέλιο σταυρώνει μ᾽ αὐτό τήν ἁγία Τράπεζα καί προσκαλεῖ τήν ἁγία Τριάδα νά εἶναι παροῦσα στό Μυστήριο. Ἡ θεία Λειτουργία μᾶς ὁδηγεῖ στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ, χωρίς φυσικά καμιά ἀπολύτως κοσμική ἔννοια. Αὐτήν  δοξολογοῦμε στήν σύναξή μας.

 

Ὁ α´ χορός· Ἀμήν.

 

19ό «Ἀμὴν» εἶναι ἑβραϊκή λέξη. Ἐκφράζει εὐχή ἤ ἐπιβεβαίωση γιά κάτι. Στήν γλώσσα μας ἀποδίδεται μέ τό γένοιτο ἤ μέ τό ἀληθινά, πράγματι. Στήν λατρεία ἀποτελεῖ τήν φωνή καί τήν ἀπάντηση τοῦ λαοῦ στίς ἐκφωνήσεις πού κάνει ὁ Ἱερέας μετά τήν ἀνάγνωση τῶν σχετικῶν Εὐχῶν. Ἀπαντώντας ὁ λαός μ᾽ αὐτή τήν λέξη σημαίνει πὼς ἀποδέχεται αὐτά πού λέει ὁ Ἱερέας ἤ εὔχεται νά γίνουν πραγματικότητα. Στήν οὐσία, ἐπειδή οἱ ἐκφωνήσεις ἀναφέρονται στήν ἁγία Τριάδα, τό «Ἀμὴν» εἶναι ὁμολογία τῆς τριαδικῆς βασιλείας καί ταυτόχρονα εὐχή ὥστε ὁ κάθε πιστός νά ἀπολαύσει τά ἀγαθά της.

Εκτύπωση