ΜΕΡΟΣ 3ο - Εἰρηνικά, συνέχεια

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

 

ΜΕΡΟΣ 3ο - Εἰρηνικά, συνέχεια.

 

ν εἰρήνῃ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.
Ὁ α´ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

 

1μέσως μετά τήν δοξολογία τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ, ἡ Μητέρα Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τόνDIVINE LITURGY DETAIL 12-web1 τρόπο τῆς λειτουργικῆς προσευχῆς: «Μέ εἰρήνη ἄς παρακαλέσουμε τόν Κύριο». Ὁ δρόμος πού ὁδηγεῖ στήν θεία Λειτουργία εἶναι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς. Ἡ ἁμαρτία ἔφερε μέσα στόν κόσμο τή σύγχυση καί τήν ταραχή. Τήν εἰρήνη πού ἔφερε ὁ Χριστός τήν κερδίζουμε μέ τήν μετάνοια. Τά δάκρυα τῆς μετανοίας εἶναι ἡ ἀρχή τοῦ δρόμου. Τό πρῶτο σκαλοπάτι τῆς κλίμακας πού μᾶς ἀνεβάζει στήν θεωρία τῶν θείων Μυστηρίων. Τό δεύτερο σκαλοπάτι εἶναι ἡ εἰρήνη τῆς ψυχῆς.
Ἔχει δίκαιο ὁ ἀπ. Παῦλος ὅταν ἀπευθύνεται πρός τούς Κολοσσαεῖς καί ὑπερτονίζει τήν εἰρήνη λέγοντας «καὶ ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ βραβευέτω ἐν ταῖς καρδίαις ὑμῶν», δηλαδή εὔχομαι ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ, νά κυριαρχεῖ στίς καρδιές σας. (Κολοσ. 3, 15) Ἡ εἰρήνη τοῦ Θεοῦ πρέπει νά συμβιβάζει τίς ἀντιπαραθέσεις καί νά διαλύει τίς ἔχθρες καί τίς ψυχρότητες. «Αὐτὸς δὲ ὁ Κύριος τῆς εἰρήνης δῴη ὑμῖν τὴν εἰρήνην διὰ παντὸς ἐν παντὶ τρόπῳ».(Β´ Θεσ. 3, 16)

 

πὲρ τῆς ἄνωθεν εἰρήνης καὶ τῆς σωτηρίας τῶν ψυχῶν ἡμῶν τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὁ α´ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

 

1φοῦ μέ τήν πρώτη αἴτηση ἡ Ἐκκλησία μᾶς διδάσκει τόν τρόπο τῆς προσευχῆς, τώρα μᾶς διδάσκει τί νά ζητᾶμε πρῶτα: «τήν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καί τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν μας». Ἔτσι δίδαξε ὁ Χριστός: Νά ζητᾶμε «πρῶτα τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην Του». Καί πραγματικά «ἡ σωτηρία τῶν ψυχῶν» σημαίνει τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ καί «ἡ ἄνωθεν εἰρήνη» σημαίνει τή δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ. Εἰρήνη καί δικαιοσύνη τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ ἐνάρετη ζωή.
«ἄνωθεν εἰρήνη» εἶναι τό τέλειο καί πλῆρες ἐκεῖνο θεῖο δῶρο, πηγή τοῦ ὁποίου εἶναι ὁ οὐράνιος Πατέρας. Αὐτή, ὡς δῶρο πού στέλνεται σέ ὅσους πιστεύουν καί ἀγαποῦν τόν Θεό, τούς χαρίζει τήν παντοτεινή χαρά καί εἰρήνη, τήν ψυχική γαλήνη καί τήν πνευματική ἡρεμία, σέ ἀντίθεση μέ τήν «κατά κόσμον εἰρήνη» ἡ ὁποία «ὡς ἐπίγειος καί ψυχική» (Ἰακ. 4,15) ὄχι μόνο δέν μπορεῖ νά σβήσει τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, ἀλλά κατατρώγει καί καταπονεῖ τά σαρκικά μέλη καί τήν διάνοια τοῦ ἀνθρώπου.
Μέ τήν αἴτηση  αὐτή ὁμολογοῦμε καί διακηρύττουμε τούς λόγους τοῦ Κυρίου μας: «τί γὰρ ἂν ὠφελήσῃ ἄνθρωπον, ἐὰν κερδήσῃ τόν  κόσμον ὃλον καὶ ζημιωθῆ τὴν ψυχὴν αὐτοῦ; ἤ τί δώσει ἄνθρωπος ἀντάλλαγμα τῆς ψυχῆς αὐτοῦ;». (Μάρκ. 8, 36-37) Ὁμολογοῦμε δηλαδή, ὅτι ἀφοῦ δὲν ὑπάρχει τίποτε  ἄλλο πού νά εἶναι πολυτιμώτερο ἀπό τήν ψυχή μας, πρέπει πάνω ἀπό ὅλα νά φροντίζουμε καί νά ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν σωτηρία τῆς ψυχῆς μας.

 

πὲρ τῆς εἰρήνης τοῦ σύμπαντος κόσμου, εὐσταθείας τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ Ἐκκλησιῶν καὶ τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὁ α´ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

 

15λοι μαζί οἱ πιστοί  ἀποτελοῦμε τήν οἰκογένεια τοῦ Χριστοῦ. Μέ τούς ὀφθαλμούς τῆς ἀγάπης ἀγκαλιάζουμε τούς ἀδελφούς μας ὁσοδήποτε μακρυά καί ἄν βρίσκονται. Μέ τήν αἴτηση αὐτή, λοιπόν, ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο  ὅλοι μαζί νά χαροῦμε τούς καρπούς τῆς εἰρήνης Του: τήν εὐστάθεια (σταθερότητα) τῶν τοπικῶν Ἐκκλησιῶν καί τήν ἕνωση τῶν πάντων  μέσα στήν ἀλήθειά Του. Συνδεδεμένοι οἱ πιστοί μέ τόν δεσμό τῆς εἰρήνης καί τῆς ἀγάπης φτάνουμε, μέσω τῆς θείας Λειτουργίας, στήν εὐρυχωρία τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.
Πράγματι ἡ δέηση αὐτή προκαλεῖ ρίγη ἱερῆς συγκινήσεως,  ὅταν φέρουμε στόν νοῦ μας τήν νύχτα τῆς φρικτῆς παραδόσεως τοῦ Κυρίου μας καί θυμηθοῦμε τά λόγια τῆς Ἀρχιερατικῆς Του προσευχῆς, πού ἀπευθύνει πρός τόν οὐράνιο Πατέρα Του, περὶ ὁμονοίας καὶ ἑνότητας: «Πάτερ ἅγιε, τήρησον αὐτοὺς ἐν τῷ ὀνόματί σου οὓς δέδωκάς μοι, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς». (Ἰω.17,11) Καί παρακάτω: «κἀγὼ τὴν δόξαν ἣν δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς, ἵνα ὦσιν ἓν καθὼς ἡμεῖς ἕν ἐσμὲν, ἐγὼ ἐν αὐτοῖς καὶ σὺ ἐν ἐμοί, ἵνα ὦσιν τετελειωμένοι εἰς ἕν». (Ἰω.17.22-23) Παρακαλεῖ καί δέεται: «ἀνεχόμενοι ἀλλήλων ἐν τῷ συνδέσμῳ τῆς εἰρήνης», ὡς «ἓν σῶμα καὶ ἓν Πνεῦμα, καθὼς καὶ ἐκλήθητε ἐν μιᾷ ἐλπίδι τῆς κλήσεως ὑμῶν», (ὅτι) «εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα·  εἷς Θεὸς καὶ πατὴρ πάντων, ὁ ἐπὶ πάντων καὶ διὰ πάντων».(Ἐφεσ. 4,4-6)

 

πὲρ τοῦ ἁγίου Οἴκου τούτου καὶ τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὁ α´ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

 

10άθε φορά πού μεταβαίνουμε στόν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, εἰσερχόμαστε στά ἀνάκτορα τῶν οὐρανῶν.
Μέσα στόν Οἶκο τοῦ Θεοῦ, τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, τά πάντα καταυγάζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ.  
Ὅλοι φωτίζονται ἀπό τό Φῶς τοῦ Χριστοῦ. Καί ὅλων οἱ ψυχὲς γεμίζουν γαλήνη καί χαρά. Αὐτό τό Φῶς μεταβάλλει τόν Ναό σὲ γαλήνιο λιμάνι τῆς ψυχῆς.
Ὅπως ἕνα λιμάνι γαλήνιο καί ὑπήνεμο προσφέρει στά ἀραγμένα πλοῖα σιγουριά καί ἀσφάλεια, ἔτσι καί ὁ Οἶκος τοῦ Θεοῦ αὐτοὺς πού εἰσέρχονται τούς ἁρπάζει ἀπό τά κοσμικά πράγματα, σάν μέσα ἀπό θύελλα, καί τούς δίνει τήν δυνατότητα μέ πολλή γαλήνη καί ἀσφάλεια νά βαδίζουν τόν δρόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Πάτησε τό πόδι σου στά πρόθυρα μόνο τοῦ Ναοῦ καί ἀμέσως ἀπελευθερώνεσαι ἀπό τίς βιοτικὲς μέριμνες. Προχώρησε μέσα στόν Ναό καί μία πνευματικὴ αὔρα θά κυκλώσει τήν ψυχή σου. Σοῦ ἀναπτερώνει τό ἠθικό καί δέν σέ ἀφήνει νά θυμᾶσαι τά καθημερινά προβλήματα. Πόση ζημιά ἔχουν ὅσοι ἀπουσιάζουν!
Ὁ Ναὸς εἶναι ὁ Παράδεισος τῆς Θεϊκῆς παρουσίας. Αὐτό πρέπει νά τό προσέξουμε, γιατί ἡ Ἐκκλησία σύμφωνα μέ τήν παραπάνω δέηση δέν  εὔχεται γιά ὅλους γενικὰ πού εἰσέρχονται στόν Ναό, ἀλλά μόνο «Ὑπὲρ τῶν μετὰ πίστεως, εὐλαβείας καὶ φόβου Θεοῦ εἰσιόντων ἐν αὐτῷ». Προσοχή, λοιπόν, στὴν ἐνδυμασία μας, στήν συμπεριφορά μας καί στίς κινήσεις μας, ὅταν βρισκόμαστε μέσα στόν Ναό.

 

πὲρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος), τοῦ τιμίου πρεσβυτερίου, τῆς ἐν Χριστῷ διακονίας, παντὸς τοῦ κλήρου καὶ τοῦ λαοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὁ α´ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

 

1φοῦ προσευχηθήκαμε γιά τόν οἶκο τοῦ Θεοῦ καί γιά κείνους πού μπαίνουν σ᾽ αὐτόν μέ πίστη καί εὐλάβεια, τώρα ζητοῦμε ἀπό τόν Κύριο νά σκεπάζει μέ τήν θεοποιό του Χάρη τούς λειτουργούς τῶν Ἁγίων Μυστηρίων.

α) Κλῆρος.

Μυστικός Δεῖπνος: Ἡ πρώτη τέλεση τοῦ εὐχαριστηριακοῦ Μυστηρίου. Λειτουργός ἦταν ὁ Κύριός μας.
Μετά τήν Ἀνάληψη τήν πρώτη θέση κατέχουν οἱ Ἀπόστολοι καί στήν συνέχεια οἱ Ἐπίσκοποι τού ὁποίους χειροτονοῦν οἱ Ἀπόστολοι. Μέ τήν πάροδο τοῦ χρόνου οἱ τοπικές Ἐκκλησίες αὐξήθηκαν καί οἱ Ἀπόστολοι κατά τόπους χειροτονοῦσαν τούς Πρεσβυτέρους γιά νά τελέσουν τήν θεία Λειτουργία.Ὑπάρχει μιά συνέχεια ἀδιάσπαστη, ἡ λεγόμενη «Ἀποστολική διαδοχή».
Στό πρόσωπο τοῦ Ἐπισκόπου βλέπουμε τόν ἴδιο τόν Χριστό: «Τὸν οὖν Ἐπίσκοπον δῆλον ὅτι ὡς αὐτὸν τὸν Κύριον δεῖ προσβλέπειν» καί «ὅπου ὁ Ἐπίσκοπος ἐκεῖ καί ἡ Ἐκκλησία». (Ἅγιος Ἰγνάτιος ὁ θεοφόρος).
Ἡ παρουσία τοῦ Ἐπισκόπου στήν θεία Λειτουργία εἶναι ἡ βεβαίωση τῆς γνησιότητας τοῦ Μυστηρίου. Ὁ ἅγιος Ἰγνάτιος λέγει: «Ἐκείνη ἡ εὐχαριστία θεωρεῖται ἔγκυρη, αὐτή πού γίνεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο ἤ ἀπό ὅποιον τοῦ ἔχει ἀναθέσει αὐτός».
Ὁ Ἀρχιερέας εἶναι ὁ ἀπεσταλμένος τοῦ Χριστοῦ. Εἶναι ἡ εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ καί ὁ διάδοχος τῶν Ἀποστόλων. Ἔρχεται μέσα στόν Ναό γιά νά ὁδηγήσει τό χαμένο πρόβατο στό ἅγιο Θυσιαστήριο, στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ. Αὐτό συμβολίζει καί τό «ὠμοφόριο» πού εἶναι τό διακριτικό γνώρισμα τοῦ Ἐπισκόπου. «Τὴν τοῦ πλανηθέντος προβάτου... σωτηρίαν τε καὶ ἀνάκλησιν». Γι᾽ αὐτό ὁ Διάκονος, τήν ὥρα πού τό φορεῖ, ὁ Ἐπίσκοπος, λέει: «Ἐπὶ τῶν ὤμων Χριστὲ τὴν πλανηθεῖσαν ἄρας φύσιν, ἀναληφθείς, τῷ Θεῷ καὶ Πατρὶ προσήγαγες».

β) Λαός.

Ἡ Ἐκκλησία ἀποτελεῖται καί ἀπό τόν Λαό. Κλῆρος καί Λαός ἀποτελοῦν τήν μία Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τήν ἐπί γῆς στρατευομένη καί τήν ἐν οὐρανοῖς θριαμβεύουσα.
Ὁ Ἀπόστολος, παίρνοντας τόν λόγο ἀπό τήν Παλαιά Διαθήκη, γράφει πώς οἱ χριστιανοί εἶναι τό «Βασίλειον Ἱεράτευμα». Ἡ βιβλική καί δογματική αὐτή ἔννοια ἀναφέρεται σὲ ὃλο τό πλήρωμα τῆς Ἐκκλησίας, στά μέλη τοῦ «Σώματος τοῦ Χριστοῦ» (Ρωμ. ιβ' 5), πού ἀποτελοῦν ἕνα «βασίλειον Ἱεράτευμα» (Α΄ Πέτρ. β', 9), δηλαδή «τόν λαό τοῦ Θεοῦ»,(Ἔξοδ. ιθ', 6), πού ἀποτελεῖται ἀπό βασιλεῖς καί Ἱερεῖς. ( Ἀποκ. ε´, 9-10)
Στήν διδασκαλία αὐτή βασίζεται τό δικαίωμα τῶν Λαϊκῶν (= μελῶν τοῦ Λαοῦ τοῦ Θεοῦ), νά συμμετέχουν στό διδακτικό, λατρευτικό καί διοικητικό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας. Διότι μέ τό ἅγιο Βάπτισμα καί τό ἱερό Μυστήριο τοῦ Χρίσματος μετέχουν στό Προφητικό, Ἀρχιερατικό καί Βασιλικό ἀξίωμα τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ θέση αὐτή τῶν Λαϊκῶν στήν Ἐκκλησία δέν καταργεῖ τήν διάκριση τῶν μελῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ πληρώματος σέ Κληρικούς καί Λαϊκούς (ὅπως συμβαίνει στούς Προτεστάντες). Διότι οἱ Κληρικοί, μέ τό ἱερό Μυστήριο τῆς Ἱερωσύνης ἀποκτοῦν εἰδικό χάρισμα, τήν εἰδική ἱερωσύνη γιά νά τελοῦν τά ἱερά Μυστήρια καί τά τῆς θείας Λατρείας γενικά. Οἱ δέ Λαϊκοί, μέ τά Μυστήρια τοῦ Βαπτίσματος καί τοῦ Χρίσματος, ἀποκτοῦν μιά γενική ἤ πνευματική Ἱερωσύνη .
Tό αἴτημα ὑπέρ τοῦ Ἀρχιερέα πρέπει νά λέγεται ὅπως ἀκριβῶς ἀναφέρεται στά Ἱερατικά καί στά Εὐχολόγια. Ἡ προσθήκη τῆς λέξεως «πατρός» πρίν ἀπό τή λέξη «Ἀρχιεπισκόπου» εἶναι ἀδόκιμος. Τό ἴδιο ἰσχύει καί γιά τήν ἐκφώνηση «Ἐν πρώτοις μνήσθητι...» καί ὁπουδήποτε ἀλλοῦ.

 

πὲρ τοῦ εὐσεβοῦς ἡμῶν Ἔθνους (Γένους) καὶ τοῦ φιλοχρίστου στρατοῦ τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὁ α´ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

 

18τήν δέηση αὐτή παρακαλοῦμε τόν Θεό γιά δύο πράγματα:

1)Γιά τό Ἔθνος μας.

Ἔθνος εἶναι σύνολο ἀνθρώπων πού ἔχουν κοινή καταγωγή, κοινή γλῶσσα, κοινές παραδόσεις, ἤθη καί ἔθιμα. Ἄν ἐμβαθύνουμε ὅμως θά διαπιστώσουμε ὅτι τό διακριτικό γνώρισμα δέν εἶναι ἡ γλώσσα, τά ἤθη καί τά ἔθιμα. Ἀπόδειξη: Τουρκική σκλαβιά, οἱ Ἕλληνες τῆς Βορείου Ἠπείρου, οἱ κάτοικοι σήμερα τῆς Μικρᾶς Ἀσίας.
Ἄν σήμερα εἴμαστε Ἕλληνες καί μιλοῦμε τήν ἑλληνική γλῶσσα τό ὀφείλουμε στήν πίστη μας, γιατί οἱ Ἕλληνες στήν Τουρκοκρατία πολεμοῦνταν «γιά τοῦ Χριστοῦ τήν πίστη τήν Ἁγία πρῶτα καί ὕστερα γιά τῆς πατρίδος τήν ἐλευθερία». Δέν μισοῦμε τά ἄλλα ἔθνη, ἀλλά διαφέρουμε ἀπό κεῖνα στήν πίστη στόν ἀληθινό Θεό. Ἡ δημιουργία ἐθνοτήτων εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀπομακρύνσεώς μας ἀπό τό Θεό, τῆς ὑπερηφανείας μας καί τοῦ ἐγωϊσμοῦ μας (Βαβέλ).
Ὁ Ἰουδαϊκός λαός ἦταν ὁ περιούσιος λαός τοῦ Θεοῦ καί ἀπό κείνους γεννήθηκε ὁ Μεσσίας. Μέ τήν σταύρωση τοῦ Χριστοῦ ἔχασαν τήν εὐλογία καί εὐλογία ἦλθε σέ μᾶς τούς Ἕλληνες γιά νά συνεχίσουμε τό σωτηριῶδες ἔργο τοῦ Χριστοῦ. Ἄς θυμηθοῦμε τό γεγονός πού Ἕλληνες ζητοῦσαν στήν Παλαιστίνη νά δοῦν τόν Χριστό καί ὅταν ὁ Κύριος τό πληροφορήθηκε ἀπό τούς Ἀποστόλους τούς εἶπε: «Ἐλήλυθε ἡ ὥρα ἵνα δοξασθεῖ ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ».
Χρειάζεται ὅμως προσευχή γιά νά διατηρήσουμε τήν πίστη μας πρός τόν Θεό γιατί ὁ Κύριός μας, μᾶς πληροφορεῖ μέ τά ἑξῆς λόγια: «Ἀρθήσεται ἀφ᾽ ἡμῶν ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ δοθήσεται ἔθνη ποιοῦνται τοὺς καρποὺς αὐτοῦ».

2) Γιά τόν στρατό μας.

Τό δεύτερο μέρος τῆς αἰτήσεως αὐτῆς εἶναι μιά θερμή παράκληση γιά τόν στρατό μας. Οἱ ἐχθροί τῆς Ἐκκλησίας προκειμένου νά μᾶς κατηγορήσουν λένε γιά ἐμᾶς: «Ὁ Χριστός ἧρθε στόν κόσμο μέ τόν ἀγγελικό ὕμνο τῆς Εἰρήνης».
- Ὁ Χριστός κήρυξε τήν εἰρήνη.
- Μακάρισε τούς εἰρηνοποιούς.
- Ἡ Ἐκκλησία συνεχῶς ἐπαναλαμβάνει μέσα στήν Θεία Λειτουργία τήν λέξη «εἰρήνη».  Πῶς λοιπόν τώρα παρακαλεῖ γιά τόν στρατό νά νικᾶ καί νά «ὑποτάσσει ὑπὸ τοὺς πόδας αὐτοῦ πάντας ἐχθρὸν καὶ πολέμιον;».
Κάνουν ὅμως μεγάλο λάθος, καί νά γιατί: Ἡ Ἐκκλησία κηρύττει πώς ἄν οἱ ἄνθρωποι πιστέψουν στόν Χριστό θά βασιλεύσει παντοῦ ἡ εἰρήνη. Τά ὅπλα εἶναι ἐφεύρεση τοῦ ἀνθρώπου πού ζοῦν μακριά ἀπό τόν Θεό καί τήν  χρησιμοποιεῖ γιά νά κάνει κακό στούς ἄλλους.
Ἡ αἴτηση αὐτή εἶναι πολύ μεταγενέστερη καί μπῆκε ἀνάμεσα στίς ἄλλες δεήσεις ἐπί τουρκοκρατίας, ἀντικαθιστώντας τήν αἴτηση ὑπέρ τῶν βασιλέων. Τά «πάσης ἀρχῆς καί ἐξουσίας ἐν τῷ κράτει ἡμῶν καί τοῦ κατά γῆν (ἤ ξηράν), ἀέρα καί θάλασσαν φιλοχρίστου στρατοῦ ἡμῶν καί τῶν σωμάτων ἀσφαλείας τῆς πατρίδος ἡμῶν» εἶναι ὑπερβολές καί φλυαρίες. (Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄, σ. 214) Ἴσως ὀρθότερα ἡ λέξη «ἔθνους», ἀπό πολλούς Ἱερεῖς, ἀντικαθίσταται μέ τήν λέξη «γένους».

 

πὲρ τῆς πόλεως (ἢ τῆς ἱερᾶς Μονῆς) ταύτης, πάσης πόλεως (μονῆς), χώρας καὶ τῶν πίστει οἰκούντων ἐν αὐταῖς τοῦ Κυρίου δεηθῶμεν.

Ὁ β´ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

 

7 ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶναι καθολική καί οἰκουμενική. Ἀγκαλιάζει ὅλους τούς ἀνθρώπους, ὅλους τούς τόπους, ὅλους τούς χρόνους. Αὐτή τήν ἀγάπη μιμεῖται ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία καί αὐτή τήν ἀγάπη μᾶς προτρέπει νά ἀποκτήσουμε κι ἐμεῖς.
Ξεχείλισμα αὐτῆς τῆς ἀγάπης εἶναι ἡ δέηση γιά τήν πόλη μας, γιά κάθε πόλη καί χώρα. Οἱ πιστοί ἀγαποῦν τόν κάθε τόπο καί τόν κάθε ἄνθρωπο. Συμμερίζονται καί συμμετέχουν στήν χαρά καί στόν πόνο τῶν ἀνθρώπων. Προσεύχονται γιά ὅλους τούς κατοίκους, γιά ὅλους τούς Χριστιανούς, ὁπουδήποτε κι ἄν κατοικοῦν.
Ἡ εὐημερία καί ἡ πρόοδος μιᾶς πόλεως ἐξαρτᾶται ἀπό τήν πνευματικότητα καί τήν ἁγνότητα τῶν κατοίκων της. Χωριά, πόλεις καί κράτη μεγάλα καταστράφηκαν ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν καί τῶν ἐγκλημάτων τῶν κατοίκων. Ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα εἶναι οἱ δύο πόλεις τῆς ἀρχαίας εἰδωλολατρείας Σόδομα καί Γόμορα τίς ὁποῖες κατέστρεψε ὁ Θεός γιατί σ᾽ αὐτές δέν βρέθηκαν οὔτε δέκα ἄνθρωποι δίκαιοι. Γλύτωσαν μόνο ὁ Λώτ μέ τά μέλη τῆς οἰκογενείας του. Οἱ ἐπιστήμονες ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ δύο αὐτές πόλεις ἦταν κτισμένες στό χῶρο ὅπου σήμερα βρίσκεται ἡ Νεκρά Θάλασσα. Ἡ πυκνότητα τοῦ ὕδατος εἶναι τόσο μεγάλη ὥστε μέσα σ᾽ αὐτήν δέν ὑπάρχει ζωή (ψάρια καί φυτά).
Γι᾽ αὐτό καί ἡ Ἐκκλησία μας καλεῖ τούς πιστούς της νά προσεύχονται στόν Θεό: «Ὑπὲρ τοῦ διαφυλαχθῆναι τὴν ἁγίαν Ἐκκλησίαν καὶ τὴν πόλιν ταύτην καὶ πᾶσαν πόλιν καὶ χώραν, ἀπὸ ὀργῆς, λοιμοῦ, λιμοῦ, καταποντισμοῦ».

                                     

Εκτύπωση