ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

19ιμοῦμε καί ἑορτάζουμε σήμερα, ἐκείνους τούς ἄνδρες καί ἐκείνες τίς γυναῖκες, πού ἐκπλήρωσαν πρός τόν νεκρό Ἰησοῦ Χριστό τό τελευταῖο τους καθῆκον, νά τόν κατεβάσουν δηλαδή, ἀπό τόν Σταυρό καί νά τόν ἐνταφιάσουν.

Ὁ Χριστός πέθανε ἐπάνω στόν Σταυρό σάν κακοῦργος, ἀνάμεσα σέ δύο ληστές. Ἤθελαν οἱ Ἰουδαῖοι μέ αὐτόν τόν τρόπον νά δείξουν, ὅτι ἦταν ὁ μεγαλύτερος κακοῦργος, χειρότερος ἀπό τούς δύο ληστές. Τί μεγάλο κακό, τί μεγάλο ἀνοσιούργημα! Οἱ ἄνθρωποι καταδίκασαν τόν Θεό σέ θάνατο καί ὁ Θεός μᾶς «καταδίκασε» νά εἴμαστε ἀθάνατοι. Ἐμεῖς τόν κατεβάσαμε στόν Ἅδη κι εκεῖνος μᾶς ἀνέβασε στόν Παράδεισο. Μᾶς χάρησε τήν αἰώνια ζωή.

Σύμφωνα μέ τήν σημερινή Εὐαγγελική περικοπή, ἐμφανίζεται ὁ Ἰωσήφ, ἀνώτερο μέλος τοῦ Ἑβραϊκοῦ Συνεδρίου καί ζητάει ἀπό τόν Πιλᾶτο τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Μέχρι τώρα ἦταν κρυφός μαθητής τοῦ Κυρίου, ἀλλά τώρα ἀποκαλύπτεται, τά παίζει ὅλα γιά ὅλα. Τό ἱερό Εὐαγγέλιο γράφει, «τολμήσας εἰσῆλθε πρός Πιλᾶτον». Τόλμησε νά παρουσιασθεῖ ἐνώπιον τοῦ Πιλάτου. Αὐτό πού ἔκανε ἦταν πολύ τολμηρό καί ριψικίνδυνο. Ὅποιος ἔδειχνε συμπάθεια στόν κατάδικο Χριστό, κινδύνευε καί ὁ ἴδιος. Ὅλο τό κλῖμα ἦταν πολύ ἀρνητικό. Σκεφθεῖτε, ὅτι οἱ ἕνδεκα μαθητές κρυβόντουσαν «διά τόν φόβον τῶν Ἰουδαίων». Δέν τολμοῦσαν νά ξεμυτίσουν. Ὅποιος ἔπεφτε στά χέρια τους, λίγο πολύ θά εἶχε τήν ἴδια τύχη.

Ὅμως ὁ Ἰωσήφ τό πῆρε ἀπόφαση. Δέν φοβήθηκε τίποτα. Ἡ ταφή ἔπρεπε νά γίνει. Γι᾿ αὐτό ἀψηφᾶ τά πάντα καί μπαίνει στό διοικητήριο τοῦ Πιλάτου. Ζητάει, χωρίς νά φοβηθεῖ, ζητάει ἐπίμονα, ἀπαιτεῖ τό σῶμα τοῦ Ἰησοῦ. Καί μαζί μ᾽ αὐτόν ἔρχεται καί ὁ Νικόδημος, πού καί αὐτός ἦταν μαθητής τοῦ Μεγάλου Διδασκάλου, φέρνοντας περίπου ἑκατό λίτρα ἀρώματα.

Ὅταν ὅλοι τόν ἀρνήθηκαν καί τοῦ γύρισαν τήν πλάτη, οἱ δύο αὐτοί ἄνδρες διέσωσαν τήν ἀξιοπρέπεια ὅλης τῆς ἀνθρωπότητας. Ἀγάπησαν τόν Χριστό, τόν πίστεψαν καί τώρα ἦρθε ἡ ὥρα νά τό ἀποδείξουν ἔμπρακτα.

Ἔτσι μᾶς δίνουν τό μάθημα τῆς τόλμης. Νά μήν δειλιάζουμε νά φανερώνουμε τίς θρησκευτικές μας πεποιθήσεις. Ὅταν οἱ ἄλλοι δέν ντρέπονται νά διαλαλοῦν τίς ἁμαρτίες τους καί τήν ἀπιστία τους, γιατί ἐμεῖς νά διστάζουμε νά ὁμολογήσουμε τήν πίστη μας στόν ἀληθινό Θεό; Οἱ δύο αὐτοί ἅγιοι ἄνδρες μᾶς διδάσκουν ὄχι μόνο νά μήν φοβόμαστε, ἀλλά καί νά ὑψώνουμε τήν φωνή μας, ὅταν τό κακό θριαμβεύει, ὅταν διώκεται ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία του. Νά τολμοῦμε μέ σύνεση καί θάρρος, χωρίς νά φοβόμαστε τίς ἀντιδράσεις καί τό κόστος.

Ἡ ταφή τοῦ Χριστοῦ ἔγινε βιαστικά γιά δύο λόγους:

Πρῶτον, γιά νά μήν φέρουν ἐμπόδια οἱ Ἰουδαῖοι. Μήπως πιέσουν τόν Πιλᾶτο καί ἀνακαλέσει τήν ἀπόφασή του. Τούς σταυρωμένους συνήθως δέν τούς ἔθαβαν. Τούς τιμωροῦσαν ἀκόμη καί μετά θάνατον. Τούς ἄφηναν πάνω στόν σταυρό, γιά νά τούς κατασπαράξουν τά ὄρνεα καί τά ἄγρια θηρία.

Δεύτερον, ἦταν ἀπόγευμα τῆς Παρασκευῆς. Ἀπό τό ἡλιοβασίλεμα ἄρχιζε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου καί αὐτοί σάν καλοί Ἑβραῖοι θά ἔπρεπε νά σταματήσουν κάθε ἐργασία τους. Πόσο πολύ πρέπει νά μᾶς διδάξει καί αὐτή τους ἡ ἐνέργεια! Νά τηροῦμε χωρίς παρεκκλίσεις τόν νόμο τοῦ Θεοῦ. Ἐμεῖς νά τηροῦμε σωστά καί μέ ἀκρίβεια τήν ἀργία τῆς Κυριακῆς. Λόγῳ τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου, οἱ ἴδιοι οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι μετέφεραν τήν ἀργία τοῦ Σαββάτου τήν Κυριακή.

Αὐτά γιά τούς δύο ἄνδρες.

Ὅμως, ὅπως εἴπαμε, ἔχουμε καί γυναῖκες ἡρωίδες, τίς ἅγιες Μυροφόρες, οἱ ὁποῖες παρακολούθησαν ἀπό κοντά ὅλα τά γενόμενα στόν Γολγοθᾶ. Εἶδαν τήν σταύρωση καί τήν θεόσωμη ταφή. Κατόπιν ἔτρεξαν νά ἑτοιμαστοῦν. Πρίν βασιλέψει ὁ ἥλιος, ἀγόρασαν τά ἀρώματα, πού τούς ἦταν ἀπαραίτητα. Ὅσο κρατοῦσε ἡ ἀργία τοῦ Σαββάτου καί αὐτές, σάν θεοφοβούμενες, δέν ἔκαναν τίποτε. Τήν Κυριακή ὅμως πολύ ἐνωρίς, ἐνῶ ἀκόμη ἦταν σκοτάδι, πῆραν τόν δρόμο γιά τόν τάφο, γιά νά ἀλείψουν μέ ἀρώματα τό πανάχραντο σῶμα τοῦ Ἰησοῦ, ὅπως συνήθιζαν νά κάνουν οἱ Ἰουδαῖοι.

Δέν φοβοῦνται τό σκοτάδι καί τήν ἐρημιά. Δέν ὑπολογίζουν τούς ἄγριους στρατιῶτες, πού φυλάσσουν τόν τάφο καί εἶχαν τήν ἐντολή νά χτυπήσουν ὅποιον πλησίαζε ἐκεῖ. Ἕνα μόνο σκέφτονται, πῶς αὐτές, γυναῖκες ἀνίσχυρες, πῶς θά παραμερίσουν τόν μεγάλο λίθο, πού ἔφραζε τήν εἴσοδο τοῦ μνημείου; Ἀλλά τί εἶπαν; Πᾶμε καί ὁ Θεός βοηθός. Ἀσφαλῶς σέ κάθε καλό μας ἔργο ἔχουμε τόν Θεό βοηθό καί συμπαραστάτη. Νά τό πιστέψουμε καί νά ἐλπίζουμε σ᾿ αὐτό. Ἄν εἴμαστε χριστιανοί, ὀφείλουμε νά ζοῦμε μιά ζωή ἄξια τοῦ Χριστοῦ.

Πρέπει νά γνωρίζουμε, ὅτι οἱ στρατιῶτες πού φύλαγαν τόν τάφο, ἦταν δέκα ἕξι. Τέσσερις τετράδες. Μία τετράδα ἀναπαυόταν καί οἱ ἄλλες τρεῖς φρουροῦσαν ἄγρυπνοι. Ὅποιος στρατιώτης δέν ἐκτελοῦσε σωστά τό καθῆκον του, θά εἶχε αὐστηρότατες κυρώσεις. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ ποινή ἦταν μία: Ἡ σταύρωση. Μετά ἀπό αὐτό ποιός στρατιώτης θά τολμοῦσε νά κοιμηθεῖ; Ποιόν θά ἔπιανε ὁ ὕπνος; Πῶς μέ τέτοιες προϋποθέσεις θά πήγαιναν οἱ μαθητές καί θά ἔκλεβαν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ; Ἐκεῖνοι οἱ δειλοί μποροῦσαν νά τά βάλουν μέ ὁλόκληρη κουστωδία;

Ἡ ἀνδρεία, λοιπόν, τῶν γυναικῶν αὐτῶν εἶναι ἀξιοπρόσεκτη καί εἶναι ἀπαραίτητο νά γίνει ἀξιομίμητη. Μᾶς λένε οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι γιά νά συναντηθοῦμε μέ τόν ἀναστάντα Κύριο, πρέπει νά καλλιεργήσουμε τίς δύο μεγάλες αὐτές ἀρετές, τήν ἀνδρεία καί τήν φρόνηση. Οἱ ἅγιες Μυροφόρες ἔλαβαν τόν μισθό τῆς ἀνδρείας καί τῆς φιλοθεΐας τους.

Ὅπως τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν πληροφορήθηκαν οἱ μεγάλοι τῆς γῆς καί οἱ πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί ἁπλοί βοσκοί, ἔτσι τό γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Χριστοῦ δέν τό ἔμαθαν οἱ ἰσχυροί καί οἱ ἀξιωματοῦχοι, οὔτε κἄν αὐτοί οἱ Ἀπόστολοι. Τό ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Αὐτές πρῶτες εἶδαν τόν Ἄγγελο καί τό κενό μνημεῖο. Αὐτές ἔλαβαν τήν πληροφορία, ὅτι ἀναστήθηκε ὁ Κύριος. Αὐτές πρῶτες εἶχαν τήν μεγάλη τιμή νά δοῦν τόν ἀναστημένο Χριστό. Ἔτσι ἔγιναν οἱ Εὐαγγελίστριες τῶν Εὐαγγελιστῶν, οἱ Ἀπόστολοι τῶν Ἀποστόλων, οἱ διδάσκαλοι τῶν διδασκάλων.

Ἡ γενναιότητα δέν κάνει διάκριση φύλων. Ὅταν ὁ Χριστός ἐμπνέει, ἄντρες καί γυναῖκες μεταδίδουν θριαμβικά σαλπίσματα νίκης καί δόξας. Οἱ ἄνδρες ἄς ἀτενίσουν τόν εὐσχήμονα βουλευτή Ἰωσήφ καί τόν Νικόδημο. Οἱ γυναῖκες ἄς ἀτενίσουν τίς ὑπέροχες ἡρωίδες καί Μυροφόρες τοῦ Χριστοῦ. Ἄνδρες καί γυναῖκες, νέοι καί νέες ἄς ἐμπνευσθοῦν ἀπό τό ἀπαράμιλλο παράδειγμα καί τήν γενναιοψυχία τῶν ἀγγελόμορφων τούτων ψυχῶν.

Ἀτενίζοντας τόν Ἀναστημένο Κύριό μας προχωρᾶμε μπροστά, ἀτρόμητοι καί γενναῖοι, καί πανηγυρίζουμε διακηρύττοντας:

«Χριστός Ἀνέστη. Ἀληθῶς Ἀνέστη.»

Εκτύπωση