ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔOΣ

19ήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, Ἀγαπητοί μου, ἀκοῦμε γιά πρώτη φορά τό «Χριστός ἀνέστη». Στά παλιά τά χρόνια, τά εὐλογημένα, οἱ Χριστιανοί τό «Χριστός ἀνέστη» τό ἔλεγαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ ἐπί σαράντα ἡμέρες. Τώρα ἀκούγεται μόνο τήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, καί μετά σβήνει πλέον καί στίς καρδιές μας καί στά χείλη μας. Τό «Χριστός ἀνέστη», ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πιό τρανή ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ζεῖ καί βασιλεύει, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀληθινή, καί ὅτι κανένας σατανάς δέν μπορεῖ νά ξεριζώσει τό δέντρο πού λέγεται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Αὐτό μᾶς ἀναγγέλει ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή.

Μᾶς μίλησε γιά μιά γυναίκα ἡ ὁποία κατοικοῦσε σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς Σαμάρειας πού λεγόταν Συχάρ. Αὐτή ἡ γυναίκα ἡ Σαμαρείτισσα παντρεύτηκε, ἀλλά δέν ἔζησε μαζί του πολύ. Σέ λίγο τόν ἄφησε καί πῆρε δεύτερο ἄντρα. Σύντομα ὅμως πῆρε καί τρίτο. Ἀλλά καί αὐτόν τόν χώρισε καί πῆρε τέταρτο. Δέν ἄργησε νά παρατήσει καί αὐτόν καί νά πάρει πέμπτο ἄντρα. Μά οὔτε ἐκεῖ σταμάτησε, ἔδωσε καί σ᾽ αὐτόν μιά κλωτσιά καί πῆρε ἕκτο ἄντρα. Ἄλλαξε ἕξι ἄντρες!  Ἔ, λοιπόν, αὐτή ἡ γυναίκα, αὐτό τό κουρέλι τοῦ διαβόλου, σώθηκε καί ἔγινε, ξέρετε τί; Ἔγινε Ἁγία! Μέ ποιόν τρόπο; Πῆγε ὁ Χριστός καί τήν βρῆκε. Ξεκίνησε ἀπό μακριά. Τότε δέν ὑπῆρχαν αὐτοκίνητα. Βάδισε χιλιόμετρα, καί ἔφτασε στό χωριό της. Πῆγε γι᾽ αὐτήν, νά τήν συναντήσει. Καί καθώς ἦταν κουρασμένος, σταμάτησε ἐκεῖ δίπλα στό πηγάδι γιά νά ξαποστάσει. Καί ὅπως ὁ κυνηγός περιμένει τόν λαγό νά περάσει, ὅπως ὁ ψαράς ρίχνει τό ἀγκίστρι νά πιάσει τό ψάρι, ἔτσι καί ἐκεῖνος περίμενε. Καί, νά τήν, ἔρχεται κουνιστή καί λυγιστή. Τόν Χριστό δέν τόν ἤξερε. Κατάλαβε ὅμως ἀπό τά ροῦχα του, καί στήν συνέχεια ἀπό τά λόγια καί τήν προφορά του, ὅτι εἶναι Ἰουδαῖος.Οἱ Ἰουδαῖοι δέν ἤθελαν νά βλέπουν τούς Σαμαρεῖτες καί οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἤθελαν νά βλέπουν τούς Ἰουδαίους.

 Ὁ Χριστός, ὅπως ἦταν διψασμένος, λέει στήν γυναίκα. «Δός μου λίγο νερό νά πιῶ». Ἐκείνη ἀντέδρασε μέ αὐθάδεια. «Πῶς τολμᾶς ἐσύ ἕνας Ἰουδαῖος νά ζητᾶς νερό ἀπό μένα τήν Σαμαρείτισσα;»Ἀλλά ὁ Χριστός, πού ἦρθε νά ἑνώσει τόν κόσμο καί νά κάνει ὅλους μιά οἰκογένεια, τῆς λέγει: «Ἄν ἤξερες ποιός εἶναι αὐτός πού σοῦ ζητάει νερό, ἐσύ θά τοῦ ζητοῦσες καί θά σοῦ ἔδινε νερό ἀθάνατο». Ἔτσι ἄρχισε μιά μοναδική συζήτηση, πού ἔκανε τήν γυναίκα νά θαυμάσει καί, ἡ ἁμαρτωλή αὐτή, νά ξυπνήσει καί νά πεῖ: «Περιμένουμε τόν Μεσσία, ὅταν ἔρθει ἐκεῖνος, θά μᾶς τά ἐξήγηση ὅλα».  «Ἐγώ πού σοῦ μιλῶ εἶμαι ὁ Μεσσίας»! τῆς ἀπαντᾶ ὁ Χριστός. Ἡ ἀποκάλυψη αὐτή τῆς ἔκανε τέτοια ἐντύπωση, ὥστε ἄφησε ἐκεῖ τήν στάμνα της, τρέχει στό χωριό καί φωνάζει. «Ἐλᾶτε νά δεῖτε κάποιον, πού μοῦ εἶπε ὅλα τά μυστικά τῆς ζωῆς μου μήπως αὐτός εἶναι ὁ Χριστός;»Οἱ χωριανοί ἄφησαν τίς δουλειές τους, χωράφια καί ζῶα, καί βγῆκαν ὅλοι ἐκεῖ πού ἦταν ὁ Χριστός. Αὐτή ἡ μαρτυρία της ἔκανε πολλούς νά πιστέψουν. Κάθισαν καί τόν ἄκουγαν ἀχόρταγα. Τόν παρακάλεσαν μάλιστα καί ἔμεινε ἐκεῖ δύο μέρες. Νηστικοί ἔμεναν κοντά του καί τόν ἄκουγαν συνεχῶς ὄχι μιά ὥρα, πού στεκόμαστε ἐμεῖς  στόν Ναό. Κι ἀπό τήν διδασκαλία του πίστεψαν πολύ περισσότεροι. Καί ἔλεγαν στήν γυναίκα: «Τώρα πιστεύουμε στηριζόμενοι ὄχι πλέον στά δικά σου λόγια. Οἱ ἴδιοι ἀκούσαμε καί διαπιστώσαμε, ὅτι αὐτός εἶναι πράγματι ὁ σωτήρας τοῦ κόσμου, ὁ Χριστός».

Στό σημεῖο αὐτό σταματᾶ ἡ διήγηση τῆς Εὐαγγελικῆς περικοπῆς. Ἀλλά τί ἀπέγινε ἡ γυναίκα αὐτή;

Ἀφοῦ πίστεψε στόν Χριστό, ἄλλαξε ζωή. Διέλυσε τό παράνομο συνοικέσιο. Μέ τό βάπτισμά της ὀνομάστηκε, Φωτεινή. Πῆρε κατόπιν ἕνα ραβδί καί ἔφυγε. Ἔγινε ἱεροκήρυκας. Πέρασε βουνά καί λαγκάδια, πῆγε παντοῦ. Ποῦ νομίζετε ὅτι;  Ἔφτασε στήν Μικρά Ἀσία, στήν Σμύρνη. Κήρυξε καί ἐκεῖ τόν Χριστό. Γι᾽ αὐτό ἀργότερα οἱ Ἕλληνες, στά χρόνια τῆς τουρκοκρατίας, ἔχτισαν στήν Σμύρνη μιά ὄμορφη Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Φωτεινῆς. Μετά μπῆκαν οἱ Τοῦρκοι στήν Σμύρνη καί ἔβαλαν φωτιά. Τό περίφημο τέμπλο τῆς Ἐκκλησίας ἐκείνης σώθηκε καί ἔχει μεταφερθεῖ στήν Ἀθήνα. Βρίσκεται τώρα στόν Ναό τῆς ἁγίας Φωτεινῆς Νέας Σμύρνης, πού σήμερα πανηγυρίζει.

Αὐτό, μέ λίγα λόγια, εἶναι τό ἱστορικό καί τό νόημα τῆς σημερινῆς Κυριακῆς. Θά ἐπικεντρώσουμε ὅμως τήν προσοχή μας σέ ἕνα σημεῖο. Εἴδαμε, ὅτι ἡ γυναίκα αὐτή, ὅταν πίστεψε, πῆγε στό χωριό καί φώναξε: «Ἐλᾶτε νά δεῖτε τόν Χριστό!...» Καί πῆγαν ὅλοι. Καταλαβαίνετε τί θέλω τώρα νά πῶ; Ὅτι καί σήμερα, κάθε φορά πού γίνεται θεία Λειτουργία, ὁ Χριστός εἶναι ἐδῶ. Μήν βλέπετε ὅτι οἱ Λειτουργοί εἴμαστε ἄνθρωποι, παπάδες ἤ Δεσποτάδες. Ἁμαρτωλοί ἄνθρωποι εἴμαστε, ἀτελεῖς ἄνθρωποι εἴμαστε, ἀνίκανοι νά κρατοῦμε στά χέρια μας τά Ἅγια, ἀλλά ὅταν φορέσουμε τήν Ἱερατική στολή, ἐκείνη τήν ὥρα ὁ παπάς δέν εἶναι πλέον ἄνθρωπος, δέν εἶναι ὁ παπα Χρῆστος ἤ ὁ παπα – Γιάννης, ἀλλά εἶναι ὁ Χριστός ὁ ἴδιος. Κι ὅταν χτυποῦν οἱ καμπάνες τί λένε; «Ἐλᾶτε Χριστιανοί, ὁ Χριστός εἶναι στήν Ἐκκλησιά!... Ἐδῶ εἶναι τό Εὐαγγέλιο, ἐδῶ ὁ Ἀπόστολος, ἐδῶ ἡ καντήλα τῆς πίστεως, ἐδῶ τό θυμίαμα τῆς προσευχῆς, ἐδῶ ἡ κολυμβήθρα τοῦ βαπτίσματος, ἐδῶ τό πανάγιο Σῶμα καί τό τίμιο Αἷμα τοῦ Χριστοῦ, ἐδῶ εἶναι ἡ εὐλογία τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἴδιος ὁ Χριστός».Ἀλλά οἱ Χριστιανοί τί κάνουν; Οἱ Σαμαρεῖτες ἔτρεξαν ἀφήνοντας τά πάντα. Τώρα, πού εἶναι πάλι ὁ Χριστός ἐδῶ καί ἡ καμπάνα κράζει: «Ἐλᾶτε Χριστιανοί». Ἀλλά ποιοί ἔρχονται; Γιά μετρῆστε. Ποῦ εἶναι τά παιδιά; Ποῦ εἶναι οἱ νέοι; Ποῦ εἶναι οἱ νέες; Ποῦ εἶναι οἱ Χριστιανοί;

Ἄς μήν ἐπηρεαζόμαστε, ἀπό τό πνεῦμα τοῦ κόσμου. Ὅταν ἀκοῦμε τήν καμπάνα, νά βάζουμε φτερά στά πόδια! Οἱ Τοῦρκοι δέν ἐπέτρεπαν νά χτυποῦν καμπάνες, ἀλλά καί χωρίς καμπάνα γέμιζαν οἱ Ἐκκλησιές. Τώρα χτυποῦν καμπάνες, ἀλλά «στοῦ κουφοῦ τήν πόρτα ὅσο θέλεις βρόντα». Φτάσαμε σέ χρόνια σατανικά. Γι᾽ αὐτό βρισκόμαστε σ᾽ αὐτήν τήν ἀλλοπρόσαλλη κατάσταση. Καί θά γίνουν κι ἄλλα φοβερά πράγματα, γιατί ἐγκαταλείψαμε τόν Θεό, ἀπομακρυνθήκαμε ἀπό τόν Θεό.

Αὐτά μᾶς διδάσκει μιά ἁμαρτωλή γυναίκα, πού μετανόησε καί ἔγινε ἡ ἁγία Φωτεινή, καί πού σήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία τιμᾶ καί πανηγυρίζει. ΑΜΗΝ

 


Εκτύπωση   Email