ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΜΥΡΟΦΟΡΩΝ

 Myroforoi Dionysiou«Ὁ δὲ λέγει αὐταῖς: Μὴ ἐκθαμβεῖσθε. Ἰησοῦν ζητεῖτε τὸν Ναζαρηνὸν τὸν ἐσταυρωμένον ἠγέρθη, οὐκ ἔστιν ὧδε...»

5ξακολουθοῦμε, Ἀγαπητοί μου, νά ἑορτάζουμε τό μέγα, καί κοσμοσωτήριο γεγονός τῆς ἀναστάσεως τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ. Οἱ περισσότεροι ὕμνοι πού ψάλλονται τήν περίοδο αὐτή, ὡς θέμα, ἔχουν τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ.
Τό «Χριστός ἀνέστη» ἀκούγεται ὅλες τίς Κυριακές, ἀλλά καί ὅλες τίς ἡμέρες μέχρι τῆς Ἀναλήψεως. Τό «Χριστός ἀνέστη» εἶναι, ὁ γλυκύτερος χαιρετισμός πού μεταφέρει ἀπό στόμα σέ στόμα, ἀπό γενεά σέ γενεά τό μέγα μήνυμα, τήν πιό χαρμόσυνη εἴδηση, ὅτι ὁ Κύριος νίκησε τόν θάνατο. Χιλιάδες φορές, ἀμέτρητες, ἀκούστηκε καί ἀκούγεται, καί θά ἐξακολουθήσει νά ἀκούγεται τό «Χριστός ἀνέστη». Ἀλλά πότε λέχθηκε γιά πρώτη φορά; Ποιά αὐτιά τό πρωτοάκουσαν; Ποιός εἶναι ἐκεῖνος πού ἄκουσε γιά πρώτη φορά τό «Χριστός ἀνέστη»;

Ὅπως τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ δέν τήν ἔμαθαν πρῶτοι οἱ μεγάλοι καί ἰσχυροί καί πλούσιοι, ἀλλά οἱ ταπεινοί καί φτωχοί βοσκοί, πού ἔβοσκαν τά ποίμνιά τους στά βοσκοτόπια τῆς Βηθλεέμ, ἔτσι καί τήν ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, τό γεγονός ὅτι ὁ Ἰησοῦς συνέτριψε τίς πύλες τοῦ Ἅδη, δέν τό ἄκουσαν πρῶτοι οἱ ἐπιφανεῖς καί ἀξιωματοῦχοι. Δέν τό ἄκουσαν οἱ ἰσχυροί ἄνδρες. Δέν τό ἄκουσαν οὔτε καί αὐτοί οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ. Τό μήνυμα τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπό ὅλους οἱ γυναῖκες, οἱ μυροφόρες γυναῖκες. Καί πρός τιμήν αὐτῶν τῶν γυναικῶν εἶναι ἀφιερωμένη ἡ σημερινή Κυριακή, τρίτη Κυριακή ἀπό τό Πάσχα.
Ἀλλά γιατί τό μήνυμα τῆς Ἀναστάσεως τό ἄκουσαν πρῶτες ἀπό ὅλους οἱ μυροφόρες; Γιατί ἡ πρώτη ἐμφάνιση τοῦ ἀναστάντος Κυρίου νά γίνει σ' αὐτές; Μήπως ὁ Χριστός στήν περίπτωση αὐτή ἐνήργησε μεροληπτικά; Ὁ Κύριος σέ καμία στιγμή τῆς ζωῆς του δέν συμπεριφέρθηκε μεροληπτικά. Ἦταν δίκαιος. Καί συνεπῶς, ἐάν τώρα ὄχι οἱ  ἄντρες, ὄχι οἱ Ἀπόστολοι, ὄχι ὁ Πέτρος καί ὁ Ἰωάννης, ἀλλά οἱ γυναῖκες ἄκουσαν τό χαρμόσυνο μήνυμα, ὑπάρχει λόγος. Λόγος ὄχι κάποιας ἰδιαίτερης συμπάθειας, ἀλλά λόγος δικαιοσύνης. Ὁ Χριστός ἀγαπᾶ ὅλα τά παιδιά του καί ἀμείβει τό καθένα χωρίς νά μεροληπτεῖ σέ βάρος ἄλλου. Ἄκουσαν πρῶτες οἱ μυροφόρες γυναῖκες τό «Χριστός ἀνέστη», διότι τούς ἄξιζε πράγματι νά τό ἀκούσουν. Καί τούς ἄξιζε, διότι αὐτές ἔδειξαν ἀρετές πού δέν ἔδειξαν οὔτε οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου. Ποιές ἀρετές ἔδειξαν;
•Ἀπό τήν πρώτη ἡμέρα πού γνώρισαν τόν Κύριο στήν Γαλιλαία, ἔγιναν πιστές μαθήτριές του, τόν ἀκολουθοῦσαν καί δαπανοῦσαν ἀπό τά ὑπάρχοντά τους γιά τήν συντήρηση ἐκείνου, καθώς καί τοῦ ὁμίλου τῶν μαθητῶν του: «ὅτε ἦν ἐν τῇ Γαλιλαίᾳ ἠκολούθουν αὐτῷ» (Μάρκ. 15,41) καί «διηκόνουν αὐτῷ ἐκ τῶν ὑπαρχόντων αὐταῖς» (Λουκ. 8,3). Καί μόνο τότε;
•Τήν ὥρα τῆς θυσίας του, ἐνῶ ὅλοι εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν Κύριο, ἐνῶ ὁ μέν Ἰούδας τόν πρόδωσε γιά τριάκοντα ἀργύρια, ἐνῶ ὁ Πέτρος τόν ἀρνήθηκε μπροστά σέ μία ὑπηρέτρια καί μάλιστα μέ ὅρκο, ἐνῶ οἱ ἄλλοι μαθητές ἐκτός ἀπό  τόν Ἰωάννη «πάντες ἀφέντες αὐτὸν ἔφυγαν» (Ματθ. 26,56), ἐνῶ ὅλοι, ὅσους εἶχε εὐεργετήσει σέ ὅλο τό διάστημα τῆς δημόσιας δράσης του, πῆγαν καί ἑνώθηκαν μαζί μέ τούς ἐχθρούς καί φώναζαν «Ἆρον ἆρον, σταύρωσον αὐτὸν» (Ίωάν. 19,15), μέσα στήν γενική αὐτή ἐγκατάλειψη, οἱ μυροφόρες ἔμειναν πιστές καί ἀφοσιωμένες στόν Κύριο. Ἔμειναν κοντά στόν Διδάσκαλο, ζῶντας  τό δράμα ἀπό ἀπόσταση τόση, ὅση τούς ἐπέτρεπαν οἱ συνθῆκες. Οὔτε ἕνα λεπτό δέν ἀποχωρίσθηκαν ἀπό αὐτόν: «Ἦσαν δὲ ἐκεῖ καὶ γυναῖκες πολλαὶ ἀπὸ μακρόθεν θεωροῦσαι, αἵτινες ἠκολούθησαν τῷ Ἰησοῦ ἀπὸ τῆς Γαλιλαῖος διακονοῦσαι αὐτῷ· ἐν αἷς ἦν Μαρία ἡ Μαγδαληνὴ, καὶ Μαρία ἡ τοῦ Ἰακώβου καὶ Ἰωσὴ μήτηρ, καὶ ἡ μήτηρ τῶν υἱῶν Ζεβεδαίου» (Ματθ. 27,55-56) «καὶ Σαλώμη, αἱ καὶ διηκόνουν αὐτῷ, καὶ ἄλλαι πολλαὶ αἱ συναναβᾶσαι αὐτῷ εἰς Ἱεροσόλυμα» (Μάρκ. 15,40-41). Βρῆκαν τό ψυχικό σθένος νά μείνουν ἐκεῖ, στόν Γολγοθᾶ. Εἶδαν τό φρικτό θέαμα. Ἄκουσαν ὅλους τούς λόγους, πού εἶπε ὁ Χριστός ἐπάνω στόν Σταυρό, ἄκουσαν καί τό «Τετέλεσται» (Ιωαν. 19,30).
•Ἀλλά καί μετά τόν θάνατό του δέν ἀναχώρησαν. Ἔμειναν θρηνώντας κοντά στόν Σταυρό. Καί μόλις παρουσιάστηκε ὁ Ἰωσήφ ὁ ἀπό Ἀριμαθαίας καί ὁ Νικόδημος μέ τήν ἄδεια τοῦ ἐνταφιασμοῦ, αὐτές ἔτρεξαν, τούς βοήθησαν, τούς συνόδευσαν στό μνημεῖο, καί δέν ἔφυγαν ἀπό ἐκεῖ παρά μόνο ὅταν ὁ ἥλιος τῆς δραματικώτερης  αὐτῆς ἡμέρας, ἔριξε ἐπάνω στήν γῆ τίς τελευταῖες του ἀκτίνες.
•Τήν ἀγάπη τους ὅμως, τήν ἀνδρεία τους, τήν μεγάλη ψυχή τους τήν ἔδειξαν κατ' ἐξοχήν τήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, «τῇ μιᾷ τῶν σαββάτων» (Λουκ. 24,1). Τότε, ἐνῶ ἤξεραν ὅτι τό μνῆμα εἶναι σφραγισμένο, ὅτι λίθος μεγάλος καί βαρύς φράζει τήν εἴσοδο τοῦ. Ὅτι ἔνοπλοι Ρωμαῖοι στρατιῶτες φρουροῦν τόν τάφο κι ἔχουν ἐντολή νά χτυπήσουν καθένα πού θά τολμοῦσε νά πλησίασει ἐκεῖ, ἐν τούτοις οἱ μυροφόρες γυναῖκες «λίαν πρωὶ» (Μάρκ. 16,2), «ὄρθρου βαθέος» (Λουκ. 24,1), πρίν ἀκόμη ἀνατείλει ὁ ἥλιος, ξεκινοῦν νά ἔρθουν στό μνῆμα φέρνοντας μαζί τους ἀρώματα, τά ὁποῖα εἶχαν ἑτοιμάσει, γιά νά μυρώσουν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ. Κανένας φόβος καί καμία δυσκολία δέν στάθηκαν ἱκανά νά τίς ἐμποδίσουν. Τό μόνο πού τίς ἀπασχολοῦσε ἦταν, πῶς θά ἀποκυλίσουν τόν τεράστιο καί ἀσήκωτο ἐκεῖνο λίθο ἀπό τό ἄνοιγμα τοῦ μνημείου.
Μιά τέτοια ἀγάπη, μιά τέτοια ἀφοσίωση, μιά τέτοια ἀνδρεία ἦταν δυνατόν νά μήν δεῖ, νά μήν ἐκτιμήσει, νά μήν βραβεύσει ὁ Κύριος; Ἀμοιβή, λοιπόν, τῆς ἀγάπης τους ἦταν τό ὅτι πρῶτες αὐτές ἄκουσαν τήν μεγάλη εἴδηση, τό ἄγγελμα τῆς Ἀναστάσεως, τό «Χριστός ἀνέστη», ἀπό τόν ἄγγελο τοῦ Κυρίου. Καί στήν συνέχεια, ὅτι πρῶτες αὐτές βλέπουν τόν ἀναστάντα Κύριο καί παίρνουν ἐντολή, νά μεταδώσουν τό μήνυμα αὐτό στούς μαθητές καί στίς ἄλλες μαθήτριες. Κι ἐμεῖς σήμερα, πού ἑορτάζουμε τήν μνήμη τῶν ἁγίων μυροφόρων γυναικῶν, ἄντρες καί γυναῖκες ἄς μιμηθοῦμε τίς ἀρετές τῶν μυροφόρων, ἰδίως τήν ἀγάπη πού εἶχαν στόν Κύριο.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι καί μέχρι σήμερα οἱ γυναῖκες ἀγαποῦν τόν Θεό περισσότερο ἀπό τούς ἄνδρες. Αὐτές ἐκκλησιάζονται περισσότερο. Αὐτές ἔρχονται στούς Ναούς «ὄρθρου βαθέος». Αὐτές μελετοῦν τό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ἐκκλησιαστικά βιβλία. Αὐτές τρέχουν στό κήρυγμα, ὅπου ἀκούγεται ὁ λόγος τοῦ Θεοῦ. Αὐτές εἶναι προθυμότερες στήν ἄσκηση τῆς φιλανθρωπίας καί τῆς ἐλεημοσύνης. Πόσα δέν ὀφείλει ἡ Ἐκκλησία μᾶς στίς πιστές αὐτές γυναῖκες!
Σήμερα ὅμως, Ἀγαπητοί μου,  στούς χρόνους αὐτούς τῆς ἀπιστίας καί τῆς διαφθορᾶς, καί οἱ γυναῖκες ἀρχίζουν νά κλονίζονται, νά χάνουν τό ἄρωμα τῆς πίστεως καί τῆς εὐσέβειας. Οἱ πειρασμοί εἶναι μεγάλοι. Τά κακά παραδείγματα, ἡ τηλεόραση, τά θέατρα, οἱ κινηματογράφοι, τά αἰσχρά περιοδικά, ἡ μόδα, ὅλα μαζί σπρώχνουν τήν γυναίκα νά λησμονήσει τόν προορισμό της, τήν ἀποστολή της. Νά προδώσει τήν πίστη καί τήν ἠθική της.
Ἀλλά ὄχι! Ὅσες γυναῖκες, πιστεύουν στόν Θεό, ἄς μήν παρασύρονται ἀπό τά ἀπατηλά συνθήματα. Ἄς μήν θαμπώνονται ἀπό φανταχτερές εἰκόνες καί ἄλλα εἴδωλα. Ἄς κλείσουν τά αὐτιά τους στίς σειρῆνες τοῦ διαβόλου. Ἄς μήν μιμηθοῦν τήν Εὔα, πού ἄκουσε τήν συμβουλή τοῦ ἑωσφόρου καί τιμωρήθηκε. Ἄς μιμηθοῦν τίς μυροφόρες, τίς ἅγιες αὐτές γυναῖκες, πού ἀγάπησαν τόν Κύριο. Νά εἶστε βέβαιοι, ὅτι τότε θά ἔχουν καί στήν παροῦσα ζωή, τήν εὐλογία τοῦ Κυρίου, καί θά ἀξιωθοῦν καί αὐτές ὡς μυροφόρες, τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν.


Εκτύπωση   Email