Η ΕΛΠΙΔΟΦΟΡΟΣ ΑΝΑΒΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ

09 06 02-21


«Ἰδοὺ ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα». (Μκ 10, 33)

12έ τά λόγια αὐτά ὁ Κύριος προσκαλεῖ τούς μαθητές του νά βαδίσουν μαζί του τήν πορεία πού ὁδηγεῖ, ἀπό τήν Γαλιλαία, στά Ἱεροσόλυμα, ἐκεῖ ὅπου θά ὁλοκληρωθεῖ ἡ λυτρωτική του ἀποστολή· «καὶ ὁ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου παραδοθήσεται τοῖς ἀρχιερεῦσιν καὶ τοῖς γραμματεῦσιν͵ καὶ κατακρινοῦσιν αὐτὸν θανάτῳ».
Αὐτή ἡ πορεία πρός τά Ἱεροσόλυμα, τήν ὁποία οἱ Εὐαγγελιστές τήν παρουσιάζουν ὡς τό ἀποκορύφωμα τῆς γήινης πορείας τοῦ Ἰησοῦ, ἀποτελεῖ τό ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς τοῦ χριστιανοῦ πού προσπαθεῖ νά ἀκολουθήσει τόν Διδάσκαλο στόν δρόμο τοῦ Σταυροῦ.
Αὐτήν τήν πρόσκληση, νά «ἀνέβουν  στήν Ἱερουσαλήμ», τήν ἀπευθύνει ὁ Χριστός καί στούς πιστούς τῆς ἐποχῆς μας, προκειμένου τώρα τήν Σαρακοστή, νά μεταστραφοῦμε καί νά βρεθοῦμε σέ πλήρη κοινωνία μαζί του, συμμετέχοντας μέ τήν καρδιά μας στό μυστήριο τοῦ θανάτου καί τῆς ἀνάστασής του.

Ἡ Σαρακοστή, λοιπόν, ἀντιπροσωπεύει γιά τούς πιστούς τήν εὐνοϊκή ἐκείνη εὐκαιρία γιά μιά βαθιά ἀναθεώρηση τῆς ζωῆς. Δυστυχῶς ὅμως, γιατί  στόν σύγχρονο  κόσμο, κοντά στούς πρόθυμους μάρτυρες τοῦ Εὐαγγελίου, δέν λείπουν καί οἱ χριστιανοί ἐκεῖνοι, οἱ ὁποῖοι μπροστά στό κάλεσμα νά ἀρχίσουν τήν «ἀνάβαση πρός τήν Ἱερουσαλήμ» παίρνουν μιά στάση ἀντίστασης, καί κάποιες φορές, ἀνοικτῆς ἐπανάστασης.
Τί πρέπει νά κάνουμε προκειμένου νά δεχτοῦμε τήν πρόσκληση γιά μεταστροφή, πού μᾶς ἀπευθύνει ὁ Ἰησοῦς καί φέτος τήν Σαρακοστή; Μέ ποιόν τρόπο νά ἐπιφέρουμε μιά σοβαρή ἀλλαγή στήν ζωή μας;
Κατ' ἀρχήν, ἐπιβάλλεται νά ἀνοίξουμε τήν καρδιά μας στά μηνύματα πού μας ἀπευθύνει ἡ λατρεία μας. Ἡ  περίοδος προετοιμασίας γιά τό Πάσχα εἶναι ἕνα δῶρο τῆς θείας Πρόνοιας τοῦ Κυρίου καί μιά πολύτιμη δυνατότητα γιά νά πλησιάσουμε στήν συνέχεια σ' Ἐκεῖνον. Νά συνέλθουμε καί νά προσπαθήσουμε νά βιώσουμε τήν Θεϊκή του διδασκαλία.
 Ὑπάρχουν χριστιανοί, οἱ ὁποῖοι ἐπειδή δέν ἀντιλαμβάνονται πόσο ἐπείγει νά ταυτίσουν τόν βίο τους μέ τήν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου, νομίζουν πώς μποροῦν καί νά παραλείψουν αὐτή τήν συνεχή πνευματική ἄσκηση. Ὅλοι αὐτοί, προκειμένου νά μήν ταράξουν τόν τρόπο τῆς ζωῆς τους, προσπαθοῦν νά ξεπεράσουν καί νά καταστήσουν χωρίς νόημα τά Θεϊκά λόγια ὅπως:
-«Ἀγαπᾶτε τοὺς ἐχθροὺς ὑμῶν, καλῶς ποιεῖτε τοῖς μισοῦσιν ὑμᾶς». (Λκ 6,27)
-«Μετανοεῖτε, ἤγγικεν γὰρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν». (Ματθ. 4, 17)
-«Τοῦτο τὸ γένος ἐν οὐδενὶ δύναται ἐξελθεῖν εἰ μὴ ἐν προσευχῇ καὶ νηστείᾳ». (Ματθ. 9.29)
Αὐτά τά λόγια, γιά τούς ἀνθρώπους αὐτούς,  ἀκούγονται  πολύ  δύσκολα, ὥστε νά γίνουν ἀποδεκτά καί νά μετατραποῦν σέ ἀντίστοιχη συμπεριφορά ζωῆς. Εἶναι πράγματι λόγια πού ἄν τά πάρουμε στά σοβαρά, μᾶς ὑποχρεώνουν σέ μιά ριζοσπαστική μεταστροφή. Ἀντίθετα, ὅταν μᾶς προσβάλλουν, μπαίνουμε στόν πειρασμό νά ὑποκύψουμε σέ ψυχολογικούς μηχανισμούς αὐτοσυμπάθειας καί ἀντεκδίκησης, ἀγνοώντας τήν πρόσκληση τοῦ Ἰησοῦ νά ἀγαπᾶμε τόν ἐχθρό μας. Κι ὅμως, τά καθημερινά ἀνθρώπινα γεγονότα ἀναδεικνύουν μέ μεγάλη ἔμφαση, πόσο ἡ συγγνώμη καί ἡ συμφιλίωση πρέπει νά εἶναι ὅροι ἀναντικατάστατοι γιά νά ἀρχίσει μιά προσωπική καί κοινωνική ἀνανέωση. Αὐτό ἰσχύει στίς διαπροσωπικές σχέσεις, ἀλλά καί στίς σχέσεις μεταξύ κοινοτήτων καί κρατῶν.
Οἱ πολυάριθμες καί τραγικές συγκρούσεις πού κατασπαράζουν τήν ἀνθρωπότητα καί πού κάποιες φορές πηγάζουν ἀπό παρεξηγημένες θρησκευτικές αἰτίες, ἔχουν σκάψει αὐλάκια μίσους καί βίας μεταξύ τῶν λαῶν. Κάποιες φορές, αὐτό συμβαίνει καί μεταξύ ὁμάδων μέσα στό ἴδιο ἔθνος. Παρατηροῦμε μιά  ἀνικανότητα καί μιά ἄρνηση νά ἀγωνιστοῦμε, βγάζοντας  τό λανθασμένο συμπέρασμα, πώς ὁρισμένοι λαοί ἔχουν ἐμπλακεῖ σέ ἕνα φαῦλο κύκλο ἀτέλειωτης βίας, πού θά συνεχίζει νά δημιουργεῖ θύματα πάνω σέ ἄλλα θύματα, χωρίς καμιά συγκεκριμένη προοπτική λύσης. Καί οἱ εὐχές γιά εἰρήνη, πού ἀκούγονται ἀπό διάφορα μέρη τοῦ κόσμου, καταντοῦν ἀναποτελεσματικές. Ἡ προσπάθεια προκειμένου νά ξεκινήσει ἡ πολυπόθητη ὁμόνοια μένει ἄκαρπη.
Μπροστά σ' αὐτό τό ἀνησυχητικό σενάριο, οἱ χριστιανοί δέν μποροῦν νά μείνουν ἀδιάφοροι. Εἶναι γεγονός ὅτι οἱ ἁμαρτίες τῶν χριστιανῶν ἀμαυρώνουν τό ἀμίαντο πρόσωπο τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἔχοντας ἐμπιστοσύνη στήν φιλεύσπλαχνη ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πού δέν λαβαίνει ὑπόψη του τό κακό, ὅταν ὑπάρχει διάθεση γιά μετάνοια, αὐτό μᾶς δίνει τήν δυνατότητα νά προσπαθοῦμε συνεχῶς νά ξαναρχίζουμε μέ ἐμπιστοσύνη τήν πορεία μας.
Ἡ πιό ὑψηλή ἔκφραση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται τήν στιγμή ἀκριβῶς πού ὁ ἄνθρωπος, ἁμαρτωλός καί ἀχάριστος, γίνεται καί πάλι ἀποδεκτός στήν πλήρη κοινωνία μαζί του, πράξη ἡ ὁποία ἀποδεικνύει τό μεγαλεῖο  τῆς θεϊκῆς φιλευσπλαχνίας.  
Ὁ μοναδικός δρόμος γιά τήν εἰρήνη εἶναι ἡ συγγνώμη. Τό νά δεχθοῦμε καί νά προσφέρουμε τήν συγγνώμη, αὐτό καθιστᾶ δυνατή μιά νέα ποιότητα σχέσεων μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, σπάζει τόν κύκλο τοῦ μίσους καί τῆς ἐκδίκησης καθώς καί τίς ἁλυσίδες τοῦ κακοῦ πού δένουν σφιχτά τίς καρδιές ὅσων φιλονικοῦν. Γιά τά ἔθνη πού βρίσκονται στήν ἀναζήτηση τῆς συμφιλίωσης καί γιά ὅσους εὔχονται μιά εἰρηνική συνύπαρξη μεταξύ τῶν ἀτόμων καί τῶν λαῶν,  δέν ὑπάρχει ἄλλος δρόμος παρά μόνο αὐτός: ἡ συγγνώμη πού προσφέρεται καί πού λαμβάνεται.
Πόσο πλούσια σέ σωτήρια διδασκαλία ἀκούγονται τά λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἀγαπᾶτε τούς ἐχθρούς σας καί προσεύχεστε γιά ἐκείνους πού σᾶς καταδιώκουν, ὥστε νά γίνετε παιδιά τοῦ Πατέρα σας πού βρίσκεται στούς οὐρανούς, διότι ἀνατέλλει τόν ἥλιο του πάνω ἀπό κακούς καί καλούς καί βρέχει πάνω σέ δίκαιους καί ἄδικους». Τό νά ἀγαπήσουμε αὐτόν πού μᾶς πρόσβαλε, ἀφοπλίζει τόν ἀντίπαλο καί μπορεῖ νά μετατρέψει  τήν διαμάχη καί τήν ἀντιπαλότητα σέ κατάσταση ἀγαθῆς συνεργασίας καί   ἀμοιβαίας ἀποδοχῆς τῆς  εὐθύνης.
Αὐτή εἶναι μιά πρόκληση πού ἀφορᾶ τά μεμονωμένα ἄτομα, ἀλλά καί τίς κοινότητες, τούς λαούς καί ὅλη τήν ἀνθρωπότητα. Ἐνδιαφέρει κατά τρόπο ἰδιαίτερο καί τίς οἰκογένειες. Δέν εἶναι εὔκολη ἡ μεταστροφή στήν συγγνώμη καί στήν συμφιλίωση. Ἡ προσπάθεια συμφιλίωσης, ὅταν τό φταίξιμο εἶναι προσωπικό, δικό μου, φαίνεται ὅτι προσκρούει στόν ἐγωϊσμό μου. Ἄν τό φταίξιμο εἶναι τοῦ ἄλλου, ἡ συμφιλίωση μπορεῖ νά φανεῖ σάν μιά παράλογη ταπείνωση τοῦ ἄλλου. Γιά νά κάνουμε ἕνα τέτοιο βῆμα εἶναι ἀπαραίτητη μιά πορεία ἐσωτερικῆς μεταστροφῆς. Χρειάζεται τό θάρρος τῆς ταπεινῆς ὑπακοῆς στήν ἐντολή τοῦ Ἰησοῦ. Ὁ λόγος του δέν ἀφήνει ἀμφιβολίες: ὄχι μόνο ὅποιος προκαλεῖ τήν ἐχθρότητα, ἀλλά καί ἐκεῖνος πού τήν ὑπομένει πρέπει νά ἀναζητήσει τήν συμφιλίωση: «Ἐὰν οὖν προσφέρῃς τὸ δῶρόν σου ἐπὶ τὸ θυσιαστήριον κἀκεῖ μνησθῇς ὅτι ὁ ἀδελφός σου ἔχει τι κατὰ σοῦ, ἄφες ἐκεῖ τὸ δῶρόν σου ἔμπροσθεν τοῦ θυσιαστηρίου, καὶ ὕπαγε πρῶτον διαλλάγηθι τῷ ἀδελφῷ σου, καὶ τότε ἐλθὼν πρόσφερε τὸ δῶρόν σου». ( Μτ 5, 23-24) Ὁ χριστιανός πρέπει νά συμφιλιώνεται ἀκόμα καί ὅταν αἰσθάνεται θύμα ἐκείνου πού ἄδικα τόν πρόσβαλε καί τόν κτύπησε. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐνήργησε μέ αὐτό τόν τρόπο. Περιμένει ἀπό τόν μαθητή του νά τόν ἀκολουθήσει, συνεργαζόμενος μέ αὐτό τόν τρόπο στήν λύτρωσή τοῦ ἀδελφοῦ του.
Στην ἐποχή μας, ἡ συγγνώμη ἐμφανίζεται ὅλο καί πιό πολύ ὡς ἀναγκαία διάσταση γιά μιά αὐθεντική ἀνανέωση τῆς κοινωνίας καί γιά νά ἑδραιωθεῖ ἡ εἰρήνη στόν κόσμο. Ἡ Ἐκκλησία, ἀναγγέλλοντας τήν συγγνώμη καί τήν ἀγάπη πρός τόν ἐχθρό, ἔχει συνείδηση ὅτι προσφέρει στήν πνευματική κληρονομιά τῆς ἀνθρωπότητας ἕνα νέο τρόπο σχέσεων μέ τούς ἄλλους. Ἕνα τρόπο σίγουρα δύσκολο, ἀλλά γεμάτο ἀπό ἐλπίδα. Σ' αὐτό εἶναι σίγουρη πώς στηρίζεται στήν βοήθεια τοῦ Κυρίου, πού στίς δυσκολίες ποτέ δέν ἐγκαταλείπει ὅποιον καταφεύγει σ' Ἐκείνον.  
Ἡ ἀγάπη δέν ὑπολογίζει τό κακό πού τῆς ἔχουν κάνει: «῾Η ἀγάπη οὐκ ἀσχημονεῖ, οὐ ζητεῖ τὰ ἑαυτῆς, οὐ παροξύνεται, οὐ λογίζεται τὸ κακόν». ( Α΄ Κορ 13,5) Σ' αὐτή τήν ἔκφραση τῆς πρώτης Ἐπιστολῆς πρός τούς Κορινθίους, ὁ ἀπόστολος Παῦλος ὑπενθυμίζει πώς ἡ συγγνώμη εἶναι μιά ἀπό τίς πιό ὑψηλές μορφές τῆς ἀγάπης.
 Ἡ περίοδος τῆς Σαρακοστῆς ἀντιπροσωπεύει τόν κατάλληλο καιρό γιά νά ἐμβαθύνουμε στό μέγεθος αὐτῆς τῆς ἀλήθειας. Μέσω τοῦ Μυστηρίου τῆς Συμφιλίωσης ὁ Πατέρας μας δίνει ἐν Χριστῶ τήν συγγνώμη του καί αὐτό μᾶς ὠθεῖ νά ζήσουμε μέσα στήν ἀγάπη, θεωρώντας τόν ἄλλο ὄχι ὡς ἐχθρό, ἀλλά ὡς ἀδελφό.
Μακάρι αὐτός ὁ καιρός τῆς μετάνοιας καί τῆς συμφιλίωσης νά ἐνθαρρύνει τούς πιστούς νά σκεφτοῦν καί νά ἐργαστοῦν κάτω ἀπό τό σημεῖο μιᾶς αὐθεντικῆς ἀγάπης, ἀνοικτῆς σέ ὅλες τίς διαστάσεις τοῦ ἀνθρώ-που. Αὐτή ἡ ἐσωτερική στάση θά τούς ὁδηγήσει νά καρποφορήσουν τούς καρπούς τοῦ Πνεύματος: «Ὁ δέ καρπός τοῦ πνεύματός ἐστίν ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθωσύνη, πίστις, πραότης, ἐγκράτεια» (Γαλ. 5, 22) καί νά προσφέρουν μέ ἀναγεννημένη καρδιά ὄχι μόνο τήν πνευματική, ἀλλά καί τήν ὑλική βοήθεια σέ ὅποιον τήν ἔχει ἀνάγκη. Μιά καρδιά συμφιλιωμένη μέ τόν Θεό καί μέ τόν πλησίον εἶναι μιά καρδιά γενναιόδωρη.
Στίς ἱερές μέρες τῆς Σαρακοστῆς, ἡ φιλανθρωπία  γιά ἔργα ἀγάπης ἀποκτᾶ μιά ἰδιαίτερη σημασία, ἐπειδή δέν πρόκειται νά δώσουμε κάτι τό ἐπιφανειακό προκειμένου νά ἡσυχάσουμε τήν συνείδησή μας, ἀλλά γιά νά ἐπωμισθοῦμε ἐξίσου τήν εὐθύνη πού ἔχουμε γιά τήν καταπολέμηση καί τόν περιορισμό τῆς δυστυχίας πού ὑπάρχει στόν κόσμο. Νά λάβουμε ὑπόψη μας τό πονεμένο πρόσωπο καί τίς συνθῆκες πόνου τόσων ἀδελφῶν μας, αὐτό θά μᾶς ὠθήσει στό νά μοιραστοῦμε, τουλάχιστο ἕνα μέρος ἀπό τά ἀγαθά μας μέ ὅποιον βρίσκεται σέ δυσκολία καί κυρίως σέ ἐμπόλεμη κατάσταση, χωρίς φυλετική, ἐθνική, θρησκευτική καί ὁποιαδήποτε ἄλλη διάκριση: «Οὐκ ἔνι ᾽Ιουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ ᾽Ιησοῦ». (Γαλ. 3, 28) Καί ἡ φιλανθρωπία τώρα κατά τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς ἀποκτᾶ μεγαλύτερη ἀξία, διότι ὅποιος τήν πραγματοποιήσει, ἀπελευθερώνεται ἀπό τά αἰσθήματα ἐκδίκησης καί ἀδιαφορίας, ἐμπόδια πού κρατοῦν μακριά ἀπό τήν κοινωνία μέ τόν Θεό καί μέ τά ἀδέλφια.
Ὁ κόσμος περιμένει ἀπό τούς χριστιανούς μιά συνεπή μαρτυρία κοινωνίας καί ἀλληλεγγύης. Σχετικά μᾶς διαφωτίζουν τά λόγια τοῦ ἀποστόλου Ἰωάννου: «Ὅς δ᾿ ἂν ἔχῃ τὸν βίον τοῦ κόσμου καὶ θεωρῇ τὸν ἀδελφὸν αὐτοῦ χρείαν ἔχοντα καὶ κλείσῃ τὰ σπλάγχνα αὐτοῦ ἀπ᾿ αὐτοῦ, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μένει ἐν αὐτῷ;». Δηλαδή, ἄν κάποιος κατέχει τά πλούτη τοῦ κόσμου καί βλέπει τόν ἀδελφό του νά ἔχει ἀνάγκη καί κλείσει τά σπλάχνα τοῦ μπροστά του, πῶς ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ θά παραμένει σ' αὐτόν;
Καί αὐτή τήν Σαρακοστή ἡ Ἐκκλησία μας, προσκαλεῖ ὅλους τούς πιστούς καί τόν καθένα μας ξεχωριστά σέ μιά φλογερή καί γεμάτη ἐμπιστοσύνη προσευχή πρός τόν Κύριο, ὥστε:
-Νά χορηγήσει βιωματικά στόν καθένα μας τήν ἐμπειρία τῆς Θεϊκῆς του εὐσπλαχνίας, ἐφαρμόζοντας τόν  Χρυσό κανόνα πού ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας  δίδαξε: «Καθὼς θέλετε ἵνα ποιῶσιν ὑμῖν οἱ ἄνθρωποι, ποιεῖτε αὐτοῖς ὁμοίως». (Λκ, 6, 31)
-Νά μᾶς βοηθήσει νά συνειδητοποιήσουμε καί νά ζήσουμε στήν πράξη  τήν θυσιαστική ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ, πού ὅπως εἴπαμε καί πιό πάνω, «δέν ἀσχημονεῖ, δέν ζητᾶ τό δικό της, δέν ὀργίζεται, δέν σκέφτεται τό κακό, δέν χαίρεται γιά τήν ἀδικία, ἀλλά χαίρεται μαζί μέ τήν ἀλήθεια». (Α´ Koρ. 13, 5-6)
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, σχολιάζοντας τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου γιά τήν πορεία πρός τήν Ἱερουσαλήμ, ὑπενθυμίζει πώς ὁ Χριστός δέν ἀφήνει τούς μαθητές του στό σκοτάδι, ἀναφορικά μέ τούς ἀγῶνες καί τίς θυσίες πού τούς περιμένουν. Ὑπογραμμίζει πώς ἡ ἀπάρνηση τοῦ «ἐγώ» εἶναι δύσκολη, ἀλλά ὄχι ἀδύνατη ὅταν βασιζόμαστε στήν βοήθεια τοῦ Θεοῦ πού μᾶς χορηγεῖται «μέσω τῆς κοινωνίας μας μέ τόν Χριστό». (PG 58, 619 s)
Ἐμπρός, λοιπόν: «Δεῦτε οὖν καὶ ἡμεῖς, κεκαθαρμέναις διανοίαις, συμπορευθῶμεν αὐτῷ καὶ συσταυρωθῶμεν καὶ νεκρωθῶμεν δι' αὐτὸν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς, ἵνα καὶ συζήσωμεν αὐτῷ, καὶ ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ, οὐκέτι εἰς τὴν ἐπίγειον Ἱερουσαλὴμ διὰ τὸ παθεῖν, ἀλλὰ ἀναβαίνω πρὸς τὸν Πατέρα μου καὶ Πατέρα ὑμῶν καὶ Θεὸν μου καὶ Θεὸν ὑμῶν, καὶ συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τὴν ἄνω Ἱερουσαλήμ, ἐν τῇ Βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν. (Ὄρθρος Μεγάλης Δευτέρας, στιχηρό τῶν Αἴνων, ἦχος α´.)


 
 

Εκτύπωση