A΄ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΝΗΣΤΕΙΩΝ

orthodoxia

«Αὕτη ἐστίν ἡ νίκη ἡ νικήσασατόν κόσμον, ἡ πίστις ἡμῶν».

18ήμερα ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τόν θρίαμβο τῆς Ὀρθοδόξου πίστεώς μας. Ἡ δέ τελετή τῆς λιτανείας τῶν ἱερῶν εἰκόνων θεσπίσθηκε μέ σκοπό νά διακηρύξει σέ ὅλες τίς ἐποχές, σέ ὅλο τόν κόσμο, τήν νίκη τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ἡ Ἐκκλησία, μέσα στήν πορεία της, ταλαιπωρήθηκε πάρα πολύ ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις καί τίς πλανεμένες διδασκαλίες. Σέ πολλές μάλιστα περιπτώσεις ὁ ἀγώνας τῆς Ἐκκλησίας δέν διεξαγόταν μόνο σέ πνευματικό ἐπίπεδο, ἀλλά ἦταν συγχρόνως καί ἀγώνας αἱματηρός, ὅπως γιά παράδειγμα, στήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, κατά τήν διάρκεια τῆς ὁποίας οἱ ὁμολογητές χριστιανοί ἀναδείχθηκαν μάρτυρες, ὄχι μόνο γιατί διαφύλαξαν ἀνόθευτη τήν Ὀρθοδοξία, ἀλλά καί διότι τήν προασπίσθηκαν «μέχρις αἵματος».

Κατά τόν 9ο μ. Χ. αἰώνα  Αὐτοκράτορας στήν Κωνσταντινούπολη ἦταν ὁ εἰκονομάχος Θεόφιλος καί σύζυγός του ἡ βασίλισσα Θεοδώρα, ὄχι κακόδοξη καθώς ἐκεῖνος ἀλλά ὀρθόδοξη καί εὐσεβής. Ἦταν δέ ἡ μακαρία ἐκείνη εὐφυέστατη καί εὐσεβέστατη ἀπό τήν παιδική της ἡλικία, γι' αὐτό καί ὅλοι τήν σέβονταν καί τήν θαύμαζαν γιά τήν ἀρετή καί τήν ἁγιότητά της. Παντρεύτηκε τόν Θεόφιλο ἄν καί αὐτός ἦταν, ὅπως καί ὁ πατέρας του, κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων, αὐτή ὅμως μέ τήν μητέρα της Θεοκτίστη καί τά παιδιά της, τόν Μιχαήλ καί τίς πέντε θυγατέρες της, ἔμενε πιστότατη στήν ἁγία Ὀρθοδοξία, καί εἶχε κρυμμένα σέ κιβώτιο, μέσα στό δωμάτιό της τόν τίμιο Σταυρό καί τίς εἰκόνες τοῦ Χριστοῦ καί τῆς Θεοτόκου τίς ὁποῖες ἀσπαζόταν καί προσκυνοῦσε, μόνη της κρυφά τήν νύκτα, προσευχόταν μπροστά σ' αὐτές καί παρακαλοῦσε τόν Θεό νά κάνει ἔλεος στούς Ὀρθοδόξους.
Γιά τήν εὐσέβειά της αὐτή πολλές φορές κινδύνευσε ἡ Θεοδώρα ἀπό τόν κακόφρονα σύζυγό της, ἀλλά πάντοτε τήν σκέπαζε ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος γνωρίζοντας τήν ἀγαθή της προαίρεση καί τό γενναῖο ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας φρόνημά της, προόρισε αὐτήν, ἐν καιρῶ, νά ἀναστηλώσει τήν Ὀρθοδοξία· καθώς δέ ἦταν, ὅπως προαναφέρθηκε εὐφυέστατη, κατόρθωνε μέ εὔστοχες ἀπαντήσεις νά διαφεύγει τούς κινδύνους, ὅταν τῆς συνέβαινε πειρασμός.
Μέ δύσκολες, λοιπόν, συνθῆκες ἔζησε ἡ Θεοδώρα ἐπί 12 ἔτη μέ τόν σύζυγό της Θεόφιλο. Κάποτε ὅμως ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ ἔφθασε στόν ἄφρονα αὐτοκράτορα καί ἀσθένησε βαριά, καθώς λέγεται ἀπό δυσεντερία, τόσο πού κινδύνευσε νά πεθάνει. Μέ όρθάνοιχτο τό στόμα ἦταν θέαμα ἐλεεινό, πού ἔκανε τήν βασίλισσα Θεοδώρα βαθιά νά θλίβεται, καί κάποτε πού τήν πῆρε λίγος ὕπνος, εἶδε σέ ὅραμα τήν ἄχραντη Θεοτόκο μέ τό θεῖο βρέφος στήν ἀγκαλιά της, περικυκλωμένη ἀπό λαμπρούς Ἀγγέλους. Συγχρόνως εἶδε καί τόν ἄνδρα της Θεόφιλο νά ὀνειδίζεται ἀπό αὐτούς. Ξύπνησε ἡ βασίλισσα καί ἄκουσε τόν Θεόφιλο, παίρνοντας μικρή ἀναπνοή νά φωνάζει· «ἀλοίμονο σέ μένα τόν ἄθλιο, διότι γιά τίς ἅγιες εἰκόνες μέ δέρνουν». Τότε, ἀφοῦ ἀνέσυρε ἡ Θεοδώρα τήν εἰκόνα τῆς Θεοτόκου, τήν ὁποία τήν εἶχε κρυμμένη, τήν ἔβαλε πάνω στόν Θεόφιλο καί παρακαλοῦσε μέ δάκρυα τήν ὑπερένδοξη Δέσποινα νά συγχωρήσει καί νά φωτίσει τόν βασιλέα. Ἐκεῖνος, καθώς βρισκόταν σέ τέτοια κατάσταση εἶδε κάποιον ἀπό τούς παρευρισκόμενους νά ἔχει μιά ἐγκόλπια εἰκόνα, ἅπλωσε τό χέρι του καί ἀφοῦ τήν ἅρπαξε τήν καταφιλοῦσε. Ἀμέσως τότε, τό στόμα ἐκεῖνο, τό ὁποῖο τόσο πρίν κατά τῶν ἁγίων εἰκόνων μαινόταν, ἐπανῆλθε στήν φυσική του κατάσταση καί ἄρρωστος ἀνακουφίστηκε ἀπό τήν μεγάλη ἐκείνη τιμωρία πού τόν κατατυραννοῦσε. Ἔβγαλε τότε ἡ βασίλισσα τίς ἅγιες εἰκόνες τίς ὁποῖες εἶχε κλεισμένες μέσα στά δικά της κιβώτια καί προέτρεψε τόν Θεόφιλο νά τίς ἀσπάζεται καί νά τίς τιμᾶ μέ ὅλη του τήν ψυχή. Ἔτσι καί μετά ἀπό λίγο τελείωσε ὁ Θεόφιλος τήν ζωή του μέ εὐσέβεια, ὀμολογώντας ὅτι πρέπει νά τιμοῦμε καί νά ἀσπαζόμαστε τίς σεπτές εἰκόνες.
Μετά τόν θάνατο τοῦ Θεοφίλου, πού ἔγινε στίς 20 Ἰανουαρίου τοῦ 842, ἀνακηρύχθηκε βασιλέας ὁ γιός τοῦ Μιχαήλ, μόλις 3 ἤ 5 ἐτῶν, τόν ἐπιτρόπευε δέ ἡ μητέρα του Θεοδώρα, μέ συνεπιτρόπους τόν ἀδελφό της Βάρδα, τόν ἀπό τόν πατέρα τῆς θεῖο, πού εἶχε τό ἀξίωμα τοῦ Μαγίστρου καί τόν Λογοθέτη Θεόκτιστο. Σύμφωνοι οἱ νέοι ἄρχοντες στήν ἀναστήλωση τῶν εἰκόνων, κατά πρῶτον ἀπομάκρυναν τόν Πατριάρχη Ἰωάννη, τόν ὁποῖο μόνο ἡ θέληση τοῦ Θεοφίλου στήριζε στόν θρόνο καί συνεκάλεσαν Σύνοδο γιά τήν ἐπαναφορά τῆς Ὀρθοδοξίας. Στήν Σύνοδο αὐτή ἔλαβαν μέρος καί ὀνομαστοί ἀσκητές γιά τά ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας παθήματά τους καί μοναχοί, μεταξύ τῶν ὁποίων διέπρεπαν τοῦ περιφήμου Θεοδώρου Στουδίτου συμμοναστές καί μαθητές, παραβρέθηκαν δέ καί οἱ αὐτάδελφοι Θεόδωρος καί Θεοφάνης οἱ Γραπτοί. Τότε καί κατ' αὐτόν τόν τρόπο, ἔγινε ἡ δίκαιη ἐκείνη ἀντιστροφή τῶν ἀνθρωπίνων πραγμάτων, κατά τήν ὁποία ὁ Θεός βραβεύει τούς ἀγωνιστές του καί φέρει τόν θρίαμβο τῆς ἀλήθειας, μετά ἀπό σφοδρούς κλυδωνισμούς της καί θυελλώδεις δοκιμασίες. Ἡ Σύνοδος καθαίρεσε τόν Πατριάρχη Ἰωάννη, ἀντί τοῦ ὁποίου χειροτονήθηκε ὁ Μεθόδιος. Οἱ ἀποφάσεις τῆς Συνόδου ἐπικυρώθηκαν ἀπό τήν Θεοδώρα, πρός τιμήν δέ τῆς ἀναστηλώσεως τῶν εἰκόνων ἔγινε μεγαλοπρεπής πανήγυρις κατά τήν 1η Κυριακή τῶν Νηστειῶν, ἡ ὁποία κατά τό ἔτος ἐκεῖνο, δηλαδή τό 842, συνέπεσε νά εἶναι τήν 19η Φεβρουαρίου.
Μέ ἀπόφαση τοῦ Πατριάρχου, ἔγινε πανηγυρική λιτάνευση τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί τοποθετήθηκαν καί πάλι στίς θέσεις τους, ἀπ' ὅπου τίς εἶχαν κατεβάσει οἱ Εἰκονομάχοι. Ἀπό τότε καθιερώθηκε ἡ ἑορτή τῆς Ὀρθοδοξίας νά τελεῖται τήν πρώτη Κυριακή τῆς Τεσσαρακοστῆς, σέ ἀνάμνηση τῆς ἀ-ναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Ἀξίζει νά προσέξουμε μέ περισσότερη προσοχή τό βαθύτερο νόημα πού ἔχει τό γεγονός τῆς ἀναστηλώσεως τῶν ἁγίων εἰκόνων.
Κατ᾽ ἀρχήν ἡ λέξη «ἀναστήλωση» σημαίνει τήν ἐπανατοποθέτηση τῶν εἰκόνων στήν ἀρχική τους θέση, ἀπό τήν ὁποία καί τίς κατέβασαν.
Ἀλλά ἀπό γενικότερη καί πνευματικότερη ἄποψη, εἶναι πάντοτε ἀνάγκη νά ἀναστηλώνεται τό ὀρθόδοξο φρό-νημα καί οἱ ὀρθόδοξες χριστιανικές παραδόσεις, στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων.
Ὅλες οἱ χριστιανικές ἀλήθειες, τίς ὁποῖες μᾶς κληροδότησαν οἱ Πατέρες μας, μετά ἀπό τόσους σκληρούς ἀγῶνες, εἶναι ἀνάγκη νά διατηροῦνται καί νά προβάλλονται μέ κάθε δυνατό τρόπο, γιατί στίς μέρες μας ὑπάρχει μία τάση μεταρρυθμιστική καί ἕνα ρεῦμα «μοντερνιστικό», τό ὁποῖο θέλει νά τίς καταργήσει. Προσπαθοῦν μέ κάθε τρόπο τά ὅσια καί τά ἱερά τῆς Ἑλληνορθόδοξης Παρά-δοσής μας νά τά ἐξουδετερώσουν καί νά μᾶς πείσουν, ὅτι γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο δέν ἔχουν ἀξία, καί ὅτι θά πρέπει νά ἀσχοληθεῖ μέ ἄλλα σπουδαιότερα.
Γι᾽ αὐτό καί ἐπιβάλλεται σήμερα νά βροντοφωνάξουμε πρός κάθε κατεύθυνση, καί κυρίως νά ἀκούσουν οἱ νέοι, τό βαθυστόχαστο παράγγελμα τοῦ ἀποστόλου Παύλου: «στήκετε καί κρατεῖτε τάς παραδόσεις ἅς ἐδιδάχθητε». (Β´ Θεσ. 2, 15)
Δέν πρέπει μέ εὐκολία καί προθυμία νά καταργοῦμε τά ἱερά ἔθιμα, τίς Ἐκκλησιαστικές Παραδόσεις καί κυρί-ως τίς θρησκευτικές διατάξεις. Τό παράγγελμα τοῦ Κυρίου εἶναι σαφέστατο: «Ὅς ἐάν οὖν λύσῃ μίαν τῶν ἐντολῶν τούτων τῶν ἐλαχίστων ἐλάχιστος κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν· ἅς δ᾽ ἄν ποιήσῃ καί διδάξει, οὗτος μέγας κληθήσεται ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν».
Τό γκρέμισμα εἶναι πάντοτε εὔκολο, ἐνῶ τό κτίσιμο θέλει πολλή προσπάθεια. Ἡ κατάργηση καί τό σβήσιμο μιᾶς Ἐκκλησιαστικῆς Παράδοσης εἶναι τό εὐκολότερο καί προχειρότερο πράγμα, ἐνῶ ἀντίθετα τό νά παραμείνουμε σταθεροί καί ἀκλόνητοι στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτό θέλει προσπάθεια μεγάλη καί ἀγώνα σκληρό.
Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας ὅμως ἐκτός ἀπό τό μήνυμα πού μᾶς ἔδωσε, νά κρατᾶμε μόνο τίς Ἐκκλησιαστικές καί Ὀρθόδοξες Παραδόσεις, φέρνει στήν καρδιά μας καί συναισθήματα πνευματικῆς ἀγαλλίασης. Πρέπει νά εἴμαστε εὐτυχεῖς καί νά δοξάζουμε τόν Θεό γιατί εἴμαστε Ὀρθόδοξοι.Χωρίς στενότητα ἀντιλήψεων καί χωρίς μισαλλοδοξία, ἀλλά μέ πλήρη συναίσθηση καί πεποίθηση, διακηρύτ-τουμε ὅτι κατέχουμε τήν Ἀποστολική, τήν Μία, τήν Ἁγία καί τήν ἀνόθευτη Ὀρθόδοξη πίστη.Καμμία ἄλλη πίστη, ἄλλου δόγματος, δέν ἔχει τό μεγαλεῖο καί τό κῦρος τῆς Ἀποστολικῆς Παράδοσης, τήν ὁποία κράτησε καί διαφύλαξε ἡ Ὀρθοδοξία, διά μέσου τῶν αἰώνων.
Ὁ ἰσχυρισμός μερικῶν, ὅτι ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι προσκολλημένη τυπολατρικά στήν Παράδοση, δέν εὐσταθεῖ. Διότι τά Ὀρθόδοξα δόγματα εἶναι ἀπαραίτητα γιά τήν σωτηρία μας.Ἡ Ὀρθοδοξία, θά πρέπει νά γνωρίζουμε, εἶναι τρόπος ζωῆς, εἶναι βίωμα. Ἔχει βάθος πνευματικό καί συμβαδίζει μέ τήν Ὀρθοπραξία. Ἡ ζωή ἡμῶν τῶν χριστιανῶν πρέπει νά εἶναι ζωή ἀνθρώπων πού ὄχι μόνο πιστεύουν ὀρθά, ἀλλά καί πράττουν ὀρθά.
Δέν μπορεῖ νά θεωρηθεῖ Ὀρθόδοξος χριστιανός αὐτός πού ζεῖ μόνο γιά τό προσωπικό του ὑλικό συμφέρον. Ἐκεῖνος πού μισεῖ καί ἐκδικεῖται τούς ἄλλους. Ἐκεῖνος πού δέν ἔχει πνεῦμα διακονίας καί θυσίας πρός τούς ἄλλους. Πῶς, λοιπόν, μποροῦμε νά θριαμβολογοῦμε ὑπέρ τῆς Ὀρθοδοξίας, όταν ἐμεῖς οί σημερινοί χριστιανοί παρουσιάζουμε μιά τόσο βαθιά πνευματική πτώση;

Ἡ Κυριακή τῆς Ὀρθοδοξίας γιά μᾶς τούς Ὀρθοδόξους ἀποτελεῖ σταθμό.

Σταθμό ἀνανέωσης καί ἀφοσίωσης στήν Ὀρθόδοξη πίστη.
Σταθμό ἀναβαπτισμοῦ στήν ἀληθινή πίστη.
Σταθμό ἀποφάσεων, νά μείνουμε πιστοί μέχρι τέλους στήν Ἁγία Ὀρθοδοξία.
Μέ τέτοιες διαθέσεις νά ἑορτάζουμε κάθε χρόνο τήν Ἁγία καί μεγάλη ἡμέρα τῆς Ὀρθοδοξίας, ὑμνοῦντες καί δοξάζοντες τόν Θεόν καί προσκυνοῦντες τήν ἄχραντόν του εἰκόνα, μετά τῆς Θεοτόκου καί πάντων τῶν Ἁγίων.


Εκτύπωση   Email