ζησε στόν τόπο μας, τό σπίτι του ἦταν ἕνα ἀπ᾽ αὐτά τ᾽ ἀνοιχτόκαρδα τῆς μικρῆς μας πολιτείας μέ τίς λουλουδιασμένες αὐλές. Περπάτησε στούς ἴδιους δρόμους μέ μᾶς, ἔπαιξε κι ἔτρεξε μέ τ᾽ ἄλλα παιδιά, ράντισε μέ τίς στάλες τοῦ ἱδρώτα του τά χωράφια τριγύρω ἀπ᾽ τά σπίτια μας.
Κι ἔφτασε στά δεκαοχτώ του χρόνια. Δέν χρειάστηκε βέβαια νά πάει στόν στρατό, τάχθηκε ἐθελοντικά σ᾽ ἕνα ἄλλο στράτευμα, ζήλεψε γιά τόν ἑαυτό του τόν τίτλο στρατιώτης Χριστοῦ.
Κι ἄλλοι νέοι πολλοί ζοῦσαν τότε, ζοῦν καί σήμερα στόν τόπο μας, περνοδιαβαίνουν τά χρόνια ἄγνωστοι κι ἀνώνυμοι. Μά αὐτός εἶναι γνωστός, οἰκεῖος σ᾽ ὅλους μας, γιατί σφράγισε τήν ζωή του μέ τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Ἔνιωσε καλύτερα ἀπ᾽ ὅλους πώς ἡ καρδιά πού ἀγαπᾶ δέν ἀρκεῖται σέ κούφια λόγια, ξέρει νά ζεῖ μ᾽ ἀγάπη, ξέρει καί νά πεθαίνει ἀπ᾽ ἀγάπη. Μέ τήν φλόγα τῆς καρδιᾶς του ἔλιωσε κάθε δεσμό πού τόν χώριζε ἀπ᾽ τόν Θεό. Ἔκανε τό μαρτύριό του γέφυρα πού τόν ὁδήγησε ἀπό τήν πρόσκαιρη καί δύσκολη ζωή, στήν ΖΩΗ τήν αἰώνια κι εὐφρόσυνη.
Ἔγινε γιά μᾶς πολύτιμος - ἀργυρός - θησαυρός, στολίδι καί καύχημα γιά τόν τόπο μας, ἄστρο λαμπερό στόν οὐρανό μας πού φωτίζει τόν δρόμο τοῦ Θεοῦ γιά νά διαβοῦμε.
Ἔγινε πρεσβευτής μας στόν οὐρανό. Γι᾽ αὐτό, μέσα στόν Ναό του ἤ κι ὅπου ἀλλοῦ, δέν θ᾽ ἀποκάμουμε νά ψάλλουμε:
«Τῇ πατρίδι δίδου τῇ σῇ, σαῖς προσευχαῖς,
Ἀργύριε μάρτυς, τῆς προστασίας σου τὰς χάριτας».