ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ. ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ.
Ο ΜΕΓΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ (21 Μαΐου)
τίς 21 Μαΐου, Ἀγαπητοί μου, γιορτάζει ἕνας κατηγορούμενος μαζί μέ τήν μητέρα του. Κατηγορούμενος, θά πεῖτε, ὁ Μέγας Κωνσταντίνος; Πολλοί ἄνθρωποι γίνονται κατηγορούμενοι μετά τόν θάνατό τους. Ὅσο ζοῦν καί βρίσκονται στήν ἐξουσία, κανείς δέν τολμᾶ νά τούς κατηγορήσει.
Γιά τήν πολιτική του γράφτηκαν καί λέχτηκαν πολλά. Ἐμᾶς ὅμως δέν μᾶς ἐνδιαφέρει τόσο ἡ κριτική τῆς πολιτικῆς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Μᾶς ἐνδιαφέρει μιά ἄλλη κριτική, μιά ἄγρια κριτική, πού γίνεται σέ βάρος του. Καί ἡ κριτική αὐτή σάν στόχο της ἔχει,τήν ἁγιοποίησή του.
Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος κυρίως εἶναι κατηγορούμενος, ὡς Ἅγιος.
Νομίζουν ὅτι ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἔκανε χάρη. Καί γιά νά τόν κολακέψει, λόγω τοῦ βασιλικοῦ του ἀξιώματος, τόν τίμησε τόσο πολύ, ὥστε μαζί μέ τό βασιλικό στέμμα τοῦ φόρεσε στό κεφάλι, καί τό φωτοστέφανο τῆς ἁγιότητας...
Κάνουν ὅμως μεγάλο λάθος!
Ὅλοι σχεδόν οἱ βασιλεῖς, πρίν ἀπό τόν Μέγα Κωνσταντίνο, εἶχαν ἀνάψει μεγάλη φωτιά, πυρακτωμένο καμίνι, γιά νά ἐξαφανίσουν τήν Ἐκκλησία καί τούς χριστιανούς. Καί ἡ φωτιά αὐτή ἦταν οἱ διωγμοί. Ποιός τήν ἔσβησε; Ὁ Μέγας Κωνσταντίνος. Μόλις ἀνέβηκε στόν θρόνο, σταμάτησε τούς διωγμούς τῶν χριστιανῶν. Ἀναδείχθηκε ὁ πυροσβέστης αὐτοκράτορας.
Η ΕΟΡΤΗ ΤΗΣ ΜΕΣΟΠΕΝΤΗΚΟΣΤΗΣ
«Μεσούσης τῆς ἑορτῆς διψῶσάν μου τὴν ψυχὴν εὐσεβείας πότισον νάματα· ὅτι πᾶσι, Σωτὴρ ἐβόησας· Ὁ διψῶν ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. Ἡ πηγὴ τῆς ζωῆς, Χριστὲ ὁ Θεός, δόξα σοι».
σημερινή ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς, Ἀγαπητοί μου, εἶναι μία μεγάλη ἑορτή, ἀλλά κάπως ξεχασμένη. Ἐκτός ἀπό τούς Ἱερεῖς καί μερικούς ἄλλους χριστιανούς, πού ἔχουν ἕνα στενότερο σύνδεσμο μέ τήν Ἐκκλησία, οἱ περισσότεροι δέν γνωρίζουν κἄν τήν ὕπαρξή της. Λίγοι εἶναι ἐκεῖνοι πού ἐκκλησιάζονται, ἐνῶ οἱ περισσότεροι δέν ὑποπτεύονται κἄν, ὅτι τήν Τετάρτη μετά τήν Κυριακή τοῦ Παραλύτου πανηγυρίζει ἡ Ἐκκλησία μία μεγάλη Δεσποτική ἑορτή, τήν ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς. Καί ὅμως κάποτε ἡ ἑορτή τῆς Μεσοπεντηκοστῆς ἦταν ἡ μεγάλη ἑορτή τῆς Μεγάλης τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίας τῆς Κωνσταντινουπόλεως καί συνέτρεχαν τήν ἡμέρα αὐτή στόν Ναό πλήθη λαοῦ.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔΟΣ
«Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχομαι ἐνθάδε ἀντλεῖν».
Ἰησοῦς Χριστός, Ἀγαπητοί μου, βρίσκεται στήν Ἰουδαία καί θέλει νά πάει στήν Γαλιλαία. Ὁ συντομότερος δρόμος περνάει ἀναγκαστικά ἀπό τήν Σαμάρεια. Τό πρόβλημα ὅμως εἶναι ὅτι ἡ Σαμάρεια ἦταν ἕνας κόσμος ξένος καί ἐχθρικός γιά τούς Ἰουδαίους. Οἱ Ἰουδαῖοι τόσο πολύ ἀντιπαθοῦσαν τούς Σαμαρεῖτες, ὥστε, γιά νά ἀποφύγουν συνάντηση μαζί τους, ἔκαναν ὁλόκληρο κύκλο. Ὁ Χριστός ὅμως προτιμάει νά περάσει ἀπό τήν Σαμάρεια ἔστω κι ἄν αὐτή ἦταν χώρα ἐχθρική.
Ὅταν ἔφτασε στήν πόλη Συχάρ, καθώς ἦταν μεσημέρι, κουρασμένος ἀπό τήν ὁδοιπορία, κάθισε σέ ἕνα πηγάδι πού βρισκόταν ἔξω ἀπό τήν πόλη. Τό πηγάδι αὐτό ἦταν τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ. Ἀπ᾽ αὐτό, λοιπόν, τό πηγάδι ἦλθε γιά νά πάρει νερό μία Σαμαρείτιδα.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΗΣ ΣΑΜΑΡΕΙΤΙΔOΣ
ήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, Ἀγαπητοί μου, ἀκοῦμε γιά πρώτη φορά τό «Χριστός ἀνέστη». Στά παλιά τά χρόνια, τά εὐλογημένα, οἱ Χριστιανοί τό «Χριστός ἀνέστη» τό ἔλεγαν πρωί, μεσημέρι, βράδυ ἐπί σαράντα ἡμέρες. Τώρα ἀκούγεται μόνο τήν νύχτα τῆς Ἀναστάσεως, καί μετά σβήνει πλέον καί στίς καρδιές μας καί στά χείλη μας. Τό «Χριστός ἀνέστη», ἡ Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἡ πιό τρανή ἀπόδειξη ὅτι ὁ Χριστός ζεῖ καί βασιλεύει, ὅτι εἶναι Θεός, ὅτι ἡ θρησκεία μας εἶναι ἀληθινή, καί ὅτι κανένας σατανάς δέν μπορεῖ νά ξεριζώσει τό δέντρο πού λέγεται Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Χριστός εἶναι Θεός. Αὐτό μᾶς ἀναγγέλει ἡ σημερινή Εὐαγγελική περικοπή.
Μᾶς μίλησε γιά μιά γυναίκα ἡ ὁποία κατοικοῦσε σέ ἕνα μικρό χωριό τῆς Σαμάρειας πού λεγόταν Συχάρ. Αὐτή ἡ γυναίκα ἡ Σαμαρείτισσα παντρεύτηκε, ἀλλά δέν ἔζησε μαζί του πολύ. Σέ λίγο τόν ἄφησε καί πῆρε δεύτερο ἄντρα. Σύντομα ὅμως πῆρε καί τρίτο. Ἀλλά καί αὐτόν τόν χώρισε καί πῆρε τέταρτο. Δέν ἄργησε νά παρατήσει καί αὐτόν καί νά πάρει πέμπτο ἄντρα. Μά οὔτε ἐκεῖ σταμάτησε, ἔδωσε καί σ᾽ αὐτόν μιά κλωτσιά καί πῆρε ἕκτο ἄντρα. Ἄλλαξε ἕξι ἄντρες! Ἔ, λοιπόν, αὐτή ἡ γυναίκα, αὐτό τό κουρέλι τοῦ διαβόλου, σώθηκε καί ἔγινε, ξέρετε τί; Ἔγινε Ἁγία! Μέ ποιόν τρόπο; Πῆγε ὁ Χριστός καί τήν βρῆκε. Ξεκίνησε ἀπό μακριά. Τότε δέν ὑπῆρχαν αὐτοκίνητα. Βάδισε χιλιόμετρα, καί ἔφτασε στό χωριό της. Πῆγε γι᾽ αὐτήν, νά τήν συναντήσει. Καί καθώς ἦταν κουρασμένος, σταμάτησε ἐκεῖ δίπλα στό πηγάδι γιά νά ξαποστάσει. Καί ὅπως ὁ κυνηγός περιμένει τόν λαγό νά περάσει, ὅπως ὁ ψαράς ρίχνει τό ἀγκίστρι νά πιάσει τό ψάρι, ἔτσι καί ἐκεῖνος περίμενε. Καί, νά τήν, ἔρχεται κουνιστή καί λυγιστή. Τόν Χριστό δέν τόν ἤξερε. Κατάλαβε ὅμως ἀπό τά ροῦχα του, καί στήν συνέχεια ἀπό τά λόγια καί τήν προφορά του, ὅτι εἶναι Ἰουδαῖος.Οἱ Ἰουδαῖοι δέν ἤθελαν νά βλέπουν τούς Σαμαρεῖτες καί οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἤθελαν νά βλέπουν τούς Ἰουδαίους.