Apolitikio

«ΑΣΘΕΝΗΣ ΚΑΙ ΟΔΟΙΠΟΡΟΣ ΑΜΑΡΤΙΑΝ ΟΥΚ ΕΧΕΙ»

Τά πράγματα ὅμως δέν εἶναι ἀκριβῶς ἔτσι, γιατί ὑπάρχει καί μιά ἄλλη ἑρμηνεία πιό αὐστηρή, ἀπό πιό συντηρητικούς καί αὐστηρούς Χριστιανούς. Αὐτοί δέν ἀποδέχονται τήν προηγούμενη ἑρμηνεία καί θεωροῦν ὅτι ἀλλοιώνει τό πραγματικό καί θρησκευτικό νόημα τῆς παροιμίας.

Αὐτή ἡ μερίδα τῶν Χριστιανῶν ξεκινώντας πρῶτα ἀπό τήν ὀρθογραφία τῆς λέξεως «ὁδοιπόρος», ἰσχυρίζονται τά ἑξῆς :

Ὑπάρχει μιά λέξη «ὁδοιπόρος» πού γράφεται μέ – ο καί – οι, καί σημαίνει «ταξιδιώτης».

Ὑπάρχει ὅμως καί μιά ἄλλη ὁμόηχη λέξη «ὠδιπόρος», πού γράφεται μέ – ω καί – ι.

Πρόκειται γιά μιά λέξη σύνθετη ἀπό τό «ὠδί-» καί «-πόρος». Γιά τήν λέξη «πόρος» λίγο - πολύ ξέρουμε ὅτι ἔχει διάφορες σημασίες, ὅπως στίς λέξεις: «εὔπορος, ἄπορος, οἱ πόροι τοῦ σώματος». Ἀκόμα ὑπάρχει τό μοναδικό νησί ἀρσενικοῦ γένους: ὁ Πόρος. Πολλά χωριά μέ τό ὄνομα Πόρος, διάφοροι οἰκισμοί, κάποιο βουνό στήν Λευκάδα καί μία νησίδα στόν Πατραϊκό κόλπο, κοντά στό Αἰτωλικό.

Τό «ὠδί-» προέρχεται ἀπό τό ρῆμα «ὠδίνων», πού ἔχει ἀρετές σημασίες (κυριολεκτικά): ἔχω ὠδίνες, κοιλοπονῶ, τίκτω, γεννῶ, ἀλλά καί (μεταφορικά): ἐπιθυμῶ πάρα πολύ νά φάω κάτι, ὅπως ἡ ἐγκυμονοῦσα, κάνω κάτι νά τρέμει, σάν την ἑτοιμόγεννη γυναίκα.

Στήν συνέχεια ἀναφέρονται στήν ἐτυμολογία τῆς λέξεως: τό θέμα τοῦ ρήματος «ὠδίνω» εἶναι «ὠδίν-» καί συνεπῶς: ὠδίν + πόρος = ὠδινπόρος.

Ἀλλά τό γράμμα «ν» πρίν ἀπό τό «π» ἐξαφανίζεται, γιατί δέν ἔχουμε λέξεις μέ συνεχόμενα τά γράμματα «ν» καί «π».

Ἔπειτα ἀπό ὅλα αὐτά, λένε, θά πρέπει οἱ Ἱερεῖς Θεολόγοι, οἱ Ἱεροκήρυκες, οἱ Ἐξομολόγοι καί κάθε χριστιανός καλῆς θελήσεως νά διαφωτίζει καί τούς ὑπόλοιπους ὅτι ἡ σωστή παροιμία εἶναι: «ἀσθενής καί ὠδιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει». Μέ ἁπλούστερα λόγια· «ὁ ἄρρωστος καί ἡ ἔγκυος γυναίκα ἐάν δέν νηστέψει δέν ἁμαρτάνει».

Πόσες φορές, λοιπόν, ἔχουμε ἀκούσει ὅτι ἡ ἔγκυος γυναίκα ζητᾶ νά φάει κάτι, γιά νά μήν «ἀποβάλει»τό παιδί, νά μήν ἀποβάλει. Δικαιολογεῖται, ἔτσι, ἡ ἔγκυος νά μήν νηστέψει, ἄν τό ζητᾶ ὁ ὀργανισμός της, γιατί κινδυνεύει νά ἀποβάλει τό παιδί της. Ἄλλωστε τό «ὠδιπόρος» μέ – ω καί – ι, ἔχει τήν ἴδια σημασία μέ τό «ἀσθενής», καθώς καί τά δύο ἀναφέρονται σέ καταστάσεις σωματικῆς ἀνάγκης καί ἀδυναμίας, πού δικαιολογεῖ τήν κατάλυση τῆς νηστείας. Γι᾽ αὐτό καί τίθεται μεταξύ τῶν δύο λέξεων τό συνδετικό «καί», πού συνδέει παρόμοιες ἔννοιες. Διαφορετικά, στήν περίπτωση τοῦ «ὁδοιπόρου» θά ὑπῆρχε τό διαζευκτικό «ἤ», πού συνδέει ἔννοιες μέ διαφορετική σημασία.

Μέ τό σκεπτικό αυτό, ὁ ταξιδιώτης δέν δικαιολογεῖται νά μήν νηστεύει. Ἀκόμη καί ἄν ὁ σοφός πού εἶπε τήν παροιμία ἐννοοῦσε τόν πολύ κατάκοπο, τότε θά τήν ἔλεγε διαφορετικά. Θά χρησιμοποιοῦσε ἴσως ἄλλες λέξεις, ὅπως: «καταβεβλημένος, ἐξαντλημένος, καταπονημένος καταπληγωμένος κ. ἄ.».

Πρόκειται, λοιπόν, γιά μιά παροιμία πολύ χρήσιμη στήν ἐποχή μας. Εἶναι πολλοί ἐκεῖνοι πού νηστεύουν, ἄλλα δέν λείπουν καί ἐκεῖνοι πού θέλουν νά βρίσκουν δικαιολογίες, «προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις» προκειμένου νά ἀποφύγουν τήν νηστεία.

Μετά ἀπό ὅσα ἀναφέραμε θά πρέπει νά τοποθετήσουμε τά πράγματα στήν σωστή τους θέση καί νά ποῦμε, ὅτι:

Ὀρθογραφικά.

Δέν ὑπάρχει λέξη «ὠδιπόρος», μέ – ω καί – ι.

Δέν ὑπάρχει λέξη «ὠδειπόρος» μέ – ω καί – ει.

Δέν ὑπάρχει λέξη «ὁδυπόρος» μέ – ο καί – υ.

Δέν ὑπάρχει λέξη «διπόρος».

Ὅταν λέμε δέν ὑπάρχει, ἐννοοῦμε ὅτι δέν τήν βρίσκουμε στά λεξικά τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας.

Ἡ σωστή λέξη εἶναι ἡ λέξη «ὁδοιπόρος» μέ – ο καί – οι.

Ἡ ἐξαίρεση τοῦ «ὁδοιπόρου» ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς νηστείας μπορεῖ νά μήν δικαιολογεῖται ἀπό τήν Ἐκκλησία, βρῆκε ὅμως ἰσχυρότατη ἀπήχηση στήν καθημερινή ζωή τῶν ἀνθρώπων.

Ἴσως ἐμεῖς νά βλέπουμε καί νά σκεφτόμαστε στήν περίπτωση αὐτή μέ βάση τήν σημερινή πραγματικότητα. Σήμερα σέ μιά-δυό ὧρες φτάνουμε στήν ἄκρη της Ἑλλάδας. Σέ μιά-δυό μέρες βρισκόμαστε στήν ἄκρη τοῦ κόσμου. Τόν παλιό ὅμως καιρό, γιατί τότε βγῆκε βέβαια ἡ παροιμία αὐτή, τό ταξίδι ἦταν ὑπόθεση δύσκολη, χρονοβόρα κι ἐπικίνδυνη, βαστοῦσε μῆνες. Ὁ ταξιδιώτης δέν ἤξερε οὔτε πώς θά ἔβρισκε φαγητό οὔτε ἄν θά ἔβρισκε φαγητό στόν δρόμο του, ὁπότε ἦταν ἐντελῶς λογικό νά ἐξαιρεθεῖ ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς νηστείας ἤ καλύτερα νά τό ποῦμε ἔτρωγε ὅ,τι ἔβρισκε. Ἄλλωστε αὐτό παθαίνουμε καί ἐμεῖς σήμερα ὅταν βρεθοῦμε μακριά ἀπό τήν Ἑλλάδα. Δέν γνωρίζουμε τί ἡμέρα καί τί γιορτή εἶναι, ἀφοῦ βρισκόμαστε ἔξω ἀπό τά Ὀρθόδοξα νερά μας.

Πάντως, τά ἐκκλησιαστικά κείμενα γιά τό θέμα τῆς νηστείας ἐξαι-ροῦν μόνο τούς ἀσθενεῖς «ἐκτὸς εἰ μὴ δι᾽ ἀσθένειαν σωματικὴν ἐμποδίζοιτο», λέει ὁ 69ος Ἀποστολικός Κανόνας καί δέν κάνουν λόγο γιά ἄλλες ἐξαιρέσιμες κατηγορίες. Μάλιστα, στήν πρώτη ὁμιλία «Περὶ νηστείας», ὁ Μέγας Βασίλειος οὔτε τούς ἀσθενεῖς ἐξαιρεῖ ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς νηστείας, τήν ὁποία θεωρεῖ εὐεργετική γιά τήν ὑγεία, ἀφοῦ, ὅπως λέει, τήν συνιστοῦν καί οἱ γιατροί:  «Καὶ μὴν τοῖς ἀσθενοῦσιν οὐχὶ βρωμάτων ποικιλίαν, ἀλλ᾽ ἀσιτίαν καὶ ἔνδειαν οἶδα τοὺς ἰατροὺς ἐπιτάσσοντας». Τήν ἴδια ἐποχή ὁ Ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος ἔγραφε: «κανείς λογικός ἄν-θρωπος δέν θά κατηγορήσει κάποιον πού ἐξαιτίας σωματικῆς ἀσθένειας δέν μπορεῖ νά νηστέψει».Ἐπίσης νά τονίσουμε, ὅτι δέν ὑπάρχει κανένας Κανόνας ἤ χωρίο τῆς Ἁγίας Γραφῆς πού νά ἐξαιρεῖ τίς θηλάζουσες ἀπό τήν ὑποχρέωση τῆς νηστείας καί αὐτές ὑποχρεοῦνται νά νηστεύουν, ἀρκεῖ νά θυμηθοῦμε τήν μητέρα τοῦ Ἁγίου Κηρύκου τήν Ἁγία Ἰουλίτα, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας, Τετάρτη καί Παρασκευή δέν τόν θήλαζε.

Συμπερασματικά νά ποῦμε, ὅτι:

Ἡ φράση «ἀσθενής καί ὁδοιπόρος ἁμαρτίαν οὐκ ἔχει» δέν εἶναι γνήσια ἐκκλησιαστική καί δέν ὑπάρχει σέ Πατερικό ἤ ἄλλο κείμενο. Ἡ φράση «ἀσθενής καί ὁδοιπόρος» εἶναι ἔκφραση λαϊκῆς σοφίας καί ὄχι Ἐκκλησιαστικός Κανόνας.

Πρόκειται γιά μεταγενέστερη παροιμιώδη φράση, ἀπόσταγμα λαϊκῆς σοφίας παρόμοια μέ τήν Ρωσική παροιμία: «Τόν ὁδοιπόρο ὁ Θεός συγχωρεῖ».Ἴσως νά εἶναι καί κατάλοιπο ἀπό τήν περίοδο της Τουρκοκρατίας, ἐφόσον καί ὁ Μωαμεθανισμός ἐξαιρεῖ τούς ἀσθενεῖς καί ὁδοιπόρους ἀπό τό ραμαζάνι.

Γιά ἐμᾶς τούς Χριστιανούς τό συμπέρασμα εἶναι, ὅτι τέτοια παροιμία δέν ὑπάρχει. Αὐτό σημαίνει, ὅτι δέν θά προσπαθήσουμε νά τήν ἑρμηνεύσουμε, ἀλλά θά τήν ἀπορρίψουμε ἐντελῶς.