Η ΥΠΑΠΑΝΤΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ

ypapanti1

 

18ήμερα, Ἀγαπητοί μου, σαράντα ἡμέρες ἀπό τήν γέννηση τοῦ Θεανθρώπου, ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία  ἑορτάζει  τήν  μεγάλη Δεσποτική καί Θεομητορική ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου μας.  
Ἡ Ἐκκλησία καθόρισε, ἡ μεγάλη αὐτή ΔεσποτικοΘεομητορική ἑορτή νά ἑορτάζεται τήν 2α Φεβρουαρίου, γιατί αὐτή ἡ ἡμέρα εἶναι ἡ τεσσαρακοστή ἀπό τήν 25η Δεκεμβρίου,πού ἑορτάζεται ἡ κατά σάρκα Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ Ὑπαπαντή τοῦ Ἰησοῦ ἔγινε γιά νά ἐφαρμοστεῖ ὁ νόμος τοῦ Μωυσῆ, ὁ ὁποῖος ἀπαγόρευε γιά 40 ἡμέρες μετά τήν γέννηση ἑνός βρέφους, νά πλησιάσουν στόν Ναό καί νά προσευχηθοῦν ἐκεῖ οἱ γονεῖς του. Οἱ 40 αὐτές ἡμέρες συμβόλιζαν τίς 40 ἡμέρες τοῦ κατακλυσμοῦ πού χρειάστηκαν γιά νά καθαριστεῖ ἡ γῆ ἀπό τούς ἁμαρτωλούς καί ἀνήθικους ἀνθρώπους.
Εἶναι συγκινητική ἡ σκηνή, κατά  τήν ὁποία,  ὁ Χριστός, ὁ προαιώνιος Θεός, εὑρισκόμενος στήν ἀγκαλιά τῆς μητέρας του, προσφέρεται στόν Ναό ὡς νήπιο, ὡς βρέφος.  

Ἐκτός βέβαια, ἀπό τόν Χριστό καί τήν Παναγία, ἐκεῖ βρίσκεται καί ὁ πρεσβύτης, Ἅγιος  Συμεών ὁ Θεοδοχος, «ὁ δίκαιος καί εὐλαβής», πού ἀξιώθηκε νά προϋπαντήσει τόν Χριστό. (Ὑπαπαντή θά πεῖ προϋπάντηση).  Νά τόν πάρει στά χέρια του καί νά ἀναγνωρίσει μέ τήν δύναμη καί τήν ἐνέργεια τοῦ Παναγίου Πνεύματος τόν σαρκωθέντα Υἱό καί Λόγο  τοῦ Θεοῦ. Πραγματικά, πρόκειται γιά μιά μεγάλη θρησκευτική προσωπικότητα, τόσο γιά τό ὅτι εἶδε καί κράτησε τόν Χριστό στήν ἀγκαλιά του, ὅσο καί γιά τά ὅσα προεφήτευσε τήν στιγμή ἐκείνη.

Ἡ προϋπάντηση αὐτή,  ἔχει σχέση μέ δυό περιστατικά, πού βρίσκουν τήν ἐκπλήρωσή τους τήν ἡμέρα αὐτή:
Τό πρῶτο περιστατικό εἶναι ἡ νομική ὑποχρέωση,δηλαδή αὐτό πού καθόριζε ὁ Μωσαϊκός  νόμος. Σύμφωνα, λοιπόν, μέ τόν Μωσαϊκό νόμο, οἱ Ἑβραῖοι γονεῖς εἶχαν τήν ὑποχρέωση νά προβοῦν στόν ἐξαγιασμό καί νά ἀφιερώσουν τό πρωτότοκο ἀρσενικό τους παιδί, στόν Θεό.
 Ὅ ἴδιος ὁ Θεός ἔδωσε τήν ἐντολή τοῦ καθαρισμοῦ στόν Μωυσῆ καί εἶχε καθιερωθεῖ γιά ὅλους τούς Ἰσραηλίτες. Καί μάλιστα ἡ ἐντολή αὐτή δόθηκε στόν Μωυσῆ πρίν ἀκόμη γίνει ἡ ἔξοδος τῶν Ἰσραηλιτῶν ἀπό τήν Αἴγυπτο, δηλαδή πρίν τήν διάβαση τῆς Ἐρυθρᾶς θάλασσας.
Ὁ Νόμος αὐτός ὅριζε, ὅτι ἡ γυναίκα πού γεννοῦσε ἀρσενικό παιδί ἦταν γιά ἑπτά ἡμέρες, μέχρι τήν περιτομή, αὐστηρά ἀκάθαρτη, καί παρέμενε ἀκόμη ἀκάθαρτη, (ὄχι αὐστηρά) γιά ἄλλες τριάντα τρεῖς ἡμέρες. Στό διάστημα αὐτό δέν ἔπρεπε νά πλησιάσει κάτι πού ἦταν ἱερό, ἀλλά οὔτε καί τῆς ἦταν ἐπιτρεπτό νά μπεῖ στόν χῶρο τοῦ Ναοῦ. Μετά τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ἔπρεπε νά προσέλθει στόν Ναό καί νά προσφέρει ἕνα ἀρνί ἑνός ἔτους, χωρίς κανένα σωματικό ἐλάττωμα. Ἐάν ὅμως δέν ἔχει αὐτή τήν οἰκονομική εὐχέρεια εἶχε τήν δυνατότητα ἀντί τοῦ ἀμνοῦ, νά προσφέρει δύο τρυγόνια ἡ δύο νεοσσούς περιστερῶν.
Τά εἴδη τῶν πουλιῶν αὐτῶν  ἐπιλέχτηκαν γιά τήν συγκεκριμένη τελετή, διότι θεωροῦνταν, ἀπό ὅλο τό γένος τῶν πουλιῶν, τά πιό καθαρά. Τό τρυγόνι, συμβολίζει τόν τίμιο καί εὐλογημένο γάμο, γιατί ὅταν χάνει τό ταίρι του ἐγκαταλείπει τά πάντα καί φεύγει στήν ἔρημο ὅπου καί ζεῖ μόνο του. Τό περιστέρι, θεωρεῖται ἄκακο καί ἤρεμο, προτυπώνει τό ἀειπάρθενο τῆς Παναγίας καί τοῦ Χριστοῦ.
Σύμφωνα μέ τό ἔθιμο, τήν ὥρα τῆς ὑποδοχῆς, τό ἕνα πουλί τοῦ ζευγαριοῦ θυσιάζονταν, ἐνῶ τό ἄλλο τό ἄφηναν ἐλεύθερο. Ἡ ἐνέργεια αὐτή συμβόλιζε τήν διπλή φύση τοῦ Κυρίου: τό μέν θανατωμένο πουλί, τήν ἀνθρώπινη καί φθαρτή φύση πού σταυρώθηκε καί πέθανε, τό δέ ἐλεύθερο πουλί τήν θεϊκή καί ἀθάνατη φύση, πού ἀναστήθηκε.
Ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀνάγκη καθαρισμοῦ, ἀλλά τό ἔκανε χάριν ὑπακοῆς στόν Νόμο πού ὁ ἴδιος ἔδωσε. Ἡ Παναγία καί ὁ Χριστός δέν εἶχαν ἀνάγκη καθαρισμοῦ, γιατί ὁ Χριστός «συνελήφθη» ἀσπόρως καί  γεννήθηκε ἀφθόρως. Ἡ ἄσπορη «σύλληψη» καί ἡ ἄφθορη γέννηση δέν θεωροῦνται ἀκαθαρσία.
Τό δεύτερο  περιστατικό εἶναι σχετικό μέ τόν δίκαιο Συμεών, πού κατά τήν στιγμή τῆς εἰσόδου στόν περίβολο τοῦ Ναοῦ «προϋπάντησε» τήν Παναγία καί τό θεῖο Βρέφος.
Στόν Συμεών εἶχε ἀποκαλυφθεῖ ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα, ὅτι δέν θά πέθαινε μέχρι νά δοῦν τά μάτια του τόν σαρκωθέντα Θεό.
Ἡ παράδοση ἀναφέρει σχετικά μέ τό γεγονός αὐτό, ὅτι ὁ δίκαιος Συμεών ἀρκετά χρόνια πρίν ἀπό τήν γέννηση τοῦ Χριστοῦ, ἐπιστρέφοντας στά Ἱεροσόλυμα μαζί μέ ἄλ-λους νομοδιδασκάλους, ἔκαναν συζήτηση πά-νω σέ κάποια προφητικά κείμενα. Μεταξύ αὐτῶν συζητήθηκε καί αὐτό, πού ἀναφέρεται στόν προφήτη Ἠσαΐα: «Ἰδοὺ ἡ Παρθένος ἐν γαστρὶ ἕξει καὶ τέξεται Υἱόν, καὶ καλέσεις τὸ ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ». Ὁ Συμεών, ἄν καί ἄνθρωπος μέ πολλή εὐλάβεια δέν πίστεψε, καί πρόβαλλε ἀντιρρήσεις ὑποστηρίζοντας ὅτι εἶναι ἀδύνατο νά  γεννηθεῖ ἄνθρωπος μέ παρθενογένεση. Λέγεται ὅτι ἐνῶ γίνονταν αὐτή ἡ κουβέντα, δέχθηκε ἀπό κάποιο ἀόρατο χέρι ἕνα ἠχηρό χαστούκισμα, ἐνῶ συγχρόνως ἀκούστηκε μιά φωνή, πού τοῦ ἔλεγε: «Καί θά δοῦν τά μάτια σου καί θά ἀγγίξουν τά χέρια σου τόν Χριστόν Κυρίου». Παρ᾽ ὅλα αὐτά ἡ δυσπιστία δέν τόν ἀποχωρίστηκε καί ἐξακολουθοῦσε νά ἔχει τίς ἀμφιβολίες του. Καί ἐνῶ περνοῦσαν μέσα ἀπό ἕνα ποτάμι, λέγεται, ὅτι ἔβγαλε ἀπό τό χέρι του τό δαχτυλίδι του καί τό πέταξε στό νερό τοῦ ποταμοῦ καί εἶπε: «ἄν αὐτό τό δαχτυλίδι ξαναβρεθεῖ στά χέρια μου, τότε πράγματι θά μπορέσουν ὅλα αὐτά νά γίνουν πραγματικότητα".
Ἡ πορεία τῆς ἐπιστροφῆς στά Ἱεροσόλυ-μα συνεχιζόταν, ὁπότε καί ἔφθασαν σέ κάποιο πανδοχεῖο ζητώντας φαγητό καί διαμονή. Ὁ πανδοχέας τούς πρόσφερε φαγητό ἀπό ψάρια. Καί ἐνῶ ἔτρωγαν τό φαγητό τους, στό ψάρι τοῦ Συμεών βρέθηκε μέ τρόπο θαυ-μαστό τό δαχτυλίδι, πού πρίν εἶχε πετάξει στά νερά τοῦ ποταμοῦ. Ὁ Συμεών γεμάτος θαυμασμό, δοξολόγησε τόν Θεό γιά τό θαυμαστό σημάδι πού τοῦ φανέρωσε, καί σίγουρος πιά γιά τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ἐπιστρέφει στά Ἱεροσόλυμα μέ τήν ἀπόφαση νά παραμείνει, γιά τό ὑπόλοιπο τῆς ζωῆς του, στόν ἱερό χῶρο τοῦ Ναοῦ, ἀναμένοντας νά δοῦν τά μάτια του τήν ἐκπλήρωση τῆς προφητείας.
Στήν ἡλικία τῶν ἑκατό δέκα χρόνων ἀξι-ώθηκε νά κρατήσει στήν γηραλέα του ἀγκαλιά τό θεῖο Βρέφος, τόν Ἰησοῦ, καί ἀφοῦ εὐ-χαρίστησε καταρχήν τόν Θεό γιά τήν τιμή πού τοῦ ἔγινε, ζήτησε στήν συνέχεια τήν «ἀπόλυσή» του ἀπό τήν ζωή, θεωρώντας πλέον πώς εἶναι ἕτοιμος νά ἐγκαταλείψει τόν ἐπίγειο κόσμο καί νά πεθάνει, λέγοντας: «νῦν ἀπολύεις τὸν δοῦλον σου, Δέσποτα, κατὰ τὸ ῥῆμα σου ἐν εἰρήνῃ, ὅτι εἶδον οἱ ὀφθαλμοὶ μου τὸ σωτήριόν σου».
Ὅ δίκαιος Συμεών ἀφοῦ εὐλόγησε τήν Θεοτόκο καί τόν Ἰωσήφ, πού παρακολουθοῦσαν τά γεγονότα αὐτά μέ θαυμασμό καί ἔκπληξη, στήν συνεχεία στράφηκε στήν Θεοτόκο γιά νά τῆς πεῖ δύο θαυμαστές προφητεῖες.
πρώτη προφητεία ἀναφερόταν στό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. «Ἰδοὺ οὗτος κεῖται εἰς πτῶσιν καὶ ἀνάστασιν πολλῶν ἐν τῷ Ἰσραὴλ καὶ εἰς σημεῖον ἀντιλεγόμενον». Αὐτή ἡ προφητεία πραγματοποιήθηκε κατά τήν διάρκεια τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά ἐξακολουθεῖ νά πραγματοποιεῖται στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας καί στήν προσωπική ζωή κάθε ἀνθρώπου.
Ὁ Χριστός θά εἶναι «εἰς πτῶσιν καὶ ἀνά-στασιν πολλῶν» καί στήν ἄλλη ζωή, ἀφοῦ ὅλοι θά δοῦν μέν τόν Χριστό, ἀλλά γιά ἄλλους θά εἶναι Παράδεισος καί γιά ἄλλους Κόλαση.
δεύτερη προφητεία τοῦ Ἁγίου Συμε-ών, πού ἀναφερόταν στήν Παναγία, εἶναι ἡ ἑξῆς: «καὶ σοῦ δὲ αὐτῆς τὴν ψυχὴν διελεύσεται ῥομφαία, ὅπως ἂν ἀποκαλυφθῶσιν ἐκ πολλῶν καρδιῶν διαλογισμοὶ».
Ἡ προφητεία αὐτή ἀναφέρεται στόν πόνο καί τήν θλίψη τῆς Θεοτόκου, ὅταν θά ἔβλεπε τόν Υἱό της, πού εἶναι ταυτόχρονα Υἱός τοῦ Θεοῦ, νά πάσχει καί νά ὑποφέρει ἐπάνω στόν Σταυρό.
Ἐκτός ἀπό τόν Ἅγιο  Συμεών τόν Θεοδό-χο, στόν Ναό παρευρέθηκε καί ἡ Ἄννα, ἡ προφήτις. Ἡ Ἄννα ἦταν μιά γερόντισσα 84 ἐτῶν, κόρη τοῦ Φανουήλ, τῆς φυλῆς Ἀσήρ καί ἀπόγονος τοῦ Ἰακώβ. Μετά τόν θάνατο τοῦ ἄνδρα της, μέ τόν ὁποῖο ἔζησε 7 χρόνια, ἀφιερώθηκε στόν Ναό ὅπου πρόσφερε τίς ὑπη-ρεσίες της καί τήν ζωή της ὁλόκληρη. Μόλις ἡ Ἄννα εἶδε τόν Ἰησοῦ, ἀποκάλυψε σέ ὅλους τήν Θεϊκή του φύση καί τά ἔργα του. Ἐπίσης προέτρεψε ὅλους τούς παρευρισκόμενους, νά τιμήσουν, νά προσκυνήσουν καί νά πιστέψουν στό Βρέφος πού ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός, τόν ὁποῖο δοξολογοῦν ὅλοι οἱ Ἄγγελοι καί τά δημιουργήματα τῆς φύσης.
Ἡ Ἐκκλησία τήν ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Χριστοῦ τήν ἔκανε καί τελετή. Τήν ἔκανε Ἀκολουθία σαραντισμοῦ κάθε ἀνθρώπου, με-τά τήν γέννησή του.
Τήν τεσσαρακοστή ἡμέρα ἀπό τήν γέννηση προσφέρεται τό βρέφος στόν Ναό, ἀπό τούς γονεῖς του. Αὐτή ἡ προσφορά ἔχει διπλή σημασία καί ἔννοια:
Πρῶτον, εὐλογεῖται ἡ μητέρα γιά τό τέλος τοῦ καθαρισμοῦ της ἀπό τά αἵματα τῆς λοχείας. Δεύτερον, εἶναι μία τελετή εὐχαριστήρια γιά τήν γέννηση ἑνός παιδιοῦ.
Ἐπειδή ἡ σύλληψη καί ἡ γέννηση ἑνός βρέφους δέν εἶναι ἁπλῶς ἔργο τῆς φύσεως, ἀλλά τῆς ἐνέργειας τοῦ Θεοῦ, γι᾽ αὐτό αἰσθανόμαστε ὅτι ἀνήκει στόν Θεό. Ἔτσι, τό προσφέρουμε στόν Θεό καί Ἐκεῖνος διά τοῦ Ἱερέως μᾶς τό παραχωρεῖ ἐκ νέου γιά νά τό μεγαλώσουμε. Ὅμως στήν πραγματικότητα ἀνή-κει στόν Θεό.

Ἀγαπητοί μου,

Ὅπως τονίζει ὁ  Μέγας Ἀθανάσιος, εἶναι καθῆκον μας, νά ὁμοιάσουμε μέ τόν δίκαιο Συμεών. Πρέπει καί ἐμεῖς νά συναντήσουμε τόν Χριστό μέ σωφροσύνη, καθαρότητα, ἀκακία, καί γενικῶς μέ φιλοθεΐα καί φιλανθρωπία. Δέν μπορεῖ κανείς μέ ἄλλο τρόπο νά συναντήσει τόν Χριστό,πού εἶναι ἡ ἀληθινή ζωή.
Αὐτό ἀκριβῶς τό τελευταῖο δείχνει, ὅτι ἡ ἑορτή τῆς Ὑπαπαντῆς δέν εἶναι ἁπλῶς μιά ἑορτή πού ἀναφέρεται στόν Δεσπότη Χριστό, ἀλλά καί μιά ἑορτή τοῦ ἀνθρώπου, πού ζεῖ μαζί μέ τόν Χριστό.

Εκτύπωση