ΧΩΡΙΣΜΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ – ΚΡΑΤΟΥΣ

15ι συζητήσεις τον τελευταίο καιρό, περί χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους συνεχώς εντείνονται. Αρχίζουν να πέφτουν οι μάσκες ορισμένων, που θεωρούν ότι όλα τα προβλήματα της Ελλάδος υπάρχουν σήμερα λόγω μη χωρισμού.

Η αγωνιώδης αναζήτηση διαφόρων εκκλησιαστικών σκανδάλων, πραγματικών ή φαντα-στικών, η διόγκωσή τους, η συντήρηση και διατήρησή τους, έχει κάποια κρυφή σκοπιμότητα: Να δημιουργηθεί σιγά – σιγά, αλλά σταθερά, ένα αντιεκκλησιαστικό κλίμα, ώστε ο ίδιος ο κόσμος να ζητήσει αυτόν τον χωρισμό. Δεν νομίζω ότι τα παραπάνω είναι αποτέλεσμα καχυποψίας ή φαντασίας. Η εκδικητική «λύσσα» που τους κυρίεψε εναντίον της Εκκλησίας έχει, δυστυχώς γι’ αυτούς, και ψυχολογική ερμηνεία. Ασφαλώς θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως ποτέ δεν θα μπορούσαμε να δικαιολογήσουμε και να υπερασπιστούμε ένα πραγματικό σκάνδαλο. Τα λάθη όμως κάποιων δεν επιτρέπεται να γενικεύονται και να συμψηφίζονται. Αντίθετα δεν είδαμε ποτέ να παρουσιάζεται το τεράστιο φιλανθρωπικό έργο της Εκκλησίας. Η πλούσια προσφορά της στον κόσμο και τον τόπο. Υπάρχει, δυστυχώς, μία τάση ισοπέδωσης των πάντων και μία αντιεκκλησιαστική και αντικληρική πολεμική.

Κάνουν φοβερό λάθος εκείνοι που ισχυρίζονται ότι για το σοβαρό θέμα χωρισμού Εκκλησίας - Κράτους πρέπει να γίνει δημοψήφισμα. Κι αυτό γιατί ένα μέρος του λαού είναι απληροφόρητο και η σχέση του με την Εκκλησία γίνεται μόνο δια των μέσων ΜΜΕ, τα οποία μόνο σκάνδαλα ψάχνουν και βρίσκουν. Το πραγματικό πρόσωπο της Εκκλησίας, η έννοια, η ουσία της, ο σκοπός της και το νόημα που δίνει στην ζωή παραμένουν άγνωστα. Θεωρούν ότι η Εκκλησία μόνο δεσμεύει, περιθωριοποιεί, αφορίζει, τιμωρεί και εκδικείται. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Ο κόσμος κατά βάθος αγαπάει την Εκκλησία. Δεκάδες χιλιάδες κόσμος προσέρχονται να προσκυνήσουν τον τίμιο Σταυρό και τα ιερά Λείψανα των Αγίων. Στο Άγιο Όρος οι προσκυνητές αυξάνονται, παρά μειώνονται. Χιλιάδες κόσμου στις υποδοχές του Πατριάρχη, στις πανηγύρεις Ναών και Μονών σε όλη την Ελλάδα. Είναι η στιγμή που πρέπει να αποκαλυφθεί το πραγματικό πρόσωπο της Εκκλησίας.

     Ο χωρισμός Εκκλησίας – Κράτους, κάποιων εμπαθών ιδεολόγων, αποσκοπεί στο να δημιουργηθεί ένα άθρησκο κράτος:

    -Δίχως εικόνες στα δικαστήρια, τα νοσοκομεία, τον στρατό, τα σχολεία.

    -Δίχως το μάθημα των θρησκευτικών και την προσευχή στα σχολεία.
    -Δίχως σταυρό στην σημαία, δίχως παρελάσεις, δίχως εορτασμό των εκκλησιαστικών εορτών και των εθνικών επετείων.
    -Να γίνουμε ένα κράτος δίχως παράδοση και μνήμη.
    -Να πολτοποιηθούμε στην μηχανή της παγκοσμιοποίησης, δίχως ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

    Κράτος δίχως γλώσσα και θρησκεία κουτσουρεύεται και είναι έτοιμο να μείνει ανάπηρο και να πεθάνει.

Η έκφραση «χωρισμός Εκκλησίας-Κράτους», από μόνη της, είναι λανθασμένη. Κι αυτό διότι οι αρμοδιότητες του κράτους είναι συνταγματικώς διαχωρισμένες από τις αρμοδιότητες της Εκκλησίας. Ως εκ τούτου, πρέπει να μιλάμε για «επαναπροσδιορισμό των σχέσεων Κράτους - Εκκλησίας» και όχι περί χωρισμού. Επαναπροσδιορισμός που ως βάση του πρέπει να έχει την υποχρεωτική εφαρμογή των θρησκευτικών ελευθεριών, οι οποίες άλλωστε προστατεύονται ποικιλοτρόπως. Ο καθένας, δηλαδή, να είναι ελεύθερος να τελέσει πολιτικό γάμο, πολιτική κηδεία ή να μην βαφτίσει το παιδί του.

Αρκετοί ζητούν πλήρη αναθεώρηση του άρθρου 3 του Συντάγματος, το οποίο αναφέρεται στις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας. Το γεγονός, όμως, ότι ως επικρατούσα θρησκεία της χώρας αναφέρεται η Θρησκεία της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας δεν περιορίζει την ελευθερία έκφρασης άλλων θρησκευτικών πεποιθήσεων ή αθεϊσμού. Άλλωστε, η συνταγματική έννοια της «επικρατούσας» θρησκείας σημαίνει όχι επίσημη ή κρατική θρησκεία, αλλά θρησκεία της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού. Προς τί λοιπόν οι φωνές περί αναθεώρησης ή και κατάργησης; Όταν το άρθρο αυτό ερμηνευθεί με νηφαλιότητα, τότε θα διαπιστωθεί ότι περιγράφει την διακριτότητα των ρόλων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης. Ενδεχομένως σε μερικά σημεία μπορεί να γίνει μία επιπλέον ερμηνευτική διασάφιση μέσα από ήρεμο διάλογο, χωρίς αντιπαλότητες για το καλό της Εκκλησίας της Πολιτείας και γενικά του λαού.

Η αναθεώρηση των σχέσεων μεταξύ εκκλησιαστικής και πολιτικής διοίκησης, και μάλιστα στα σημεία τα οποία τονίζονται από πολλές ομάδες ανθρώπων, πρέπει να είναι καρπός πολυεπίπεδης αναζήτησης. Για παράδειγμα, επειδή στην ελληνική επικράτεια υπάρχουν εκκλησιαστικές περιφέρειες που υπάγονται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, με διαφορετικές μορφές διοίκησης (Άγιον Όρος, Κρήτη, Δωδεκάνησα, «Νέες Χώρες») η συζήτηση πρέπει να γίνει και με το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Και επειδή υπάρχουν συνθήκες (όπως της Λοζάνης και του Λονδίνου) που καθορίζουν την νομική υπόσταση των Μουσουλμανικών Κοινοτήτων της Θράκης και των Ισραηλιτικών Κοινοτήτων, ο διάλογος πρέπει να επεκταθεί και προς τον τομέα αυτόν, ώστε η τυχόν τροποποίηση να μην εκληφθεί ως παραθεώρηση των σχετικών συνθηκών!!

Σχετικά τώρα με την μισθοδοσία των Κληρικών. Επικρατεί η άποψη ότι η μισθολογική εξάρτηση των Κληρικών από το κράτος δημιουργεί ένα «δημοσιοϋπαλληλικό κατεστημένο». Καμία αντίρρηση. Στο άρθρο 13, του Συντάγματος, όμως, αναφέρεται χαρακτηριστικά πως οι λειτουργοί όλων των γνωστών θρησκειών υπόκεινται στην ίδια εποπτεία της Πολιτείας και στις ίδιες υποχρεώσεις απέναντί της, όπως και οι λειτουργοί της επικρατούσας θρησκείας, δηλαδή, ίση αντιμετώπιση των λειτουργών κάθε γνωστής θρησκείας. Σημειώνεται πως ο Μουφτής της Κομοτηνής είναι δημόσιος υπάλληλος και πληρώνεται από την τσέπη των φορολογουμένων. Ίση αντιμετώπιση, λοιπόν, δεν σημαίνει αναγκαστικά διακοπή της μισθοδοσίας του Κλήρου, αλλά μπορεί να ερμηνευτεί και ως επέκταση, σε βάθος χρόνου, της μισθοδοσίας και σε λειτουργούς άλλων γνωστών θρησκειών. Ακόμη όμως κι αν αποφασιστεί η πλήρης διακοπή της μισθοδοσίας του Ορθόδοξου Κλήρου, ποιός εγγυάται ότι η ηγεσία της Εκκλησίας δεν θα ζητήσει απ’ το κράτος να της επιστραφεί μέρος της κτιριακής περιουσίας που του είχε δωρίσει; H μισθοδοσία του Ορθοδόξου Κλήρου είναι ελάχιστη κρατική ανταπόδοση απέναντι στον όγκο της περιουσίας που παραχώρησε η Εκκλησία στο κράτος ή αυτό άρπαξε με διάφορους τρόπους. Επομένως όταν μιλούν ορισμένοι, καλό είναι να λαμβάνουν υπόψιν όλα τα δεδομένα.

Η εξαγγελία για τη φορολόγηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, αν και είναι ένα πολιτικό τέχνασμα για τη δημιουργία εντυπώσεων, βρίσκει σύμφωνη και την Εκκλησία. Άλλωστε μέχρι πρόσφατα ίσχυε και η φορολόγηση των εσόδων των Ιερών Ναών, καθώς επίσης ισχύει και η ανάλογη φορολόγηση των Κληρικών ως δημοσίων υπαλλήλων.

Τελευταία ορισμένοι συγχέουν, είτε από άγνοια είτε προσποιητά, τα πρσφατα δήθεν οικονομικά σκάνδαλα Μονών του Αγίου Όρους με την Εκκλησία της Ελλάδος. Άλλο πράγμα το Άγιο Όρος, άλλο η Εκκλησία της Ελλάδος (Ιωάν. Κονιδάρης, 22.9.2008, Alter). Όπως είναι γνωστόν το Άγιο Όρος δεν υπάγεται, ποιμαντορικά, στην Αρχιεπισκοπή Αθηνών, αλλά στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Ως εκ τούτου, η αναπροσαρμογή των σχέσεων Εκκλησίας - Κράτους δεν θα επηρέαζε στο ελάχιστο τις όποιες δραστηριότητες Μονών του Αγίου Όρους οι οποίες και δική τους διοίκηση διαθέτουν και πλήρη αυτονομία δράσης.

Συμπέρασμα: Ο χωρισμός Εκκλησίας - Κράτους ουσιαστικά υπάρχει. Αυτό που είναι αναγκαίο, τόσο για το κράτος όσο και για την Εκκλησία, είναι ο επαναπροσδιορισμός των διακριτών ρόλων τους σε μία ευνομούμενη κοινωνία πλήρους θρησκευτικής ελευθερίας. Ούτε η Εκκλησία να αναμειγνύεται στα διοικητικά του κράτους, αλλά ούτε και το κράτος στα διοικητικά και πνευματικά θέματα της Εκκλησίας.

Ποιοί είναι αυτοί που μιλούν διακαώς για τον περίφημο χωρισμό του Κράτους από την Εκκλησία;

Στην πρώτη κατηγορία, ανήκουν πιθανόν όσοι αγνοούν τις διατάξεις του Ελληνικού Συντάγματος και των νομοθετικών ρυθμίσεων, που από μόνες τους προσδιορίζουν τους διακριτούς ρόλους της κοσμικής και θρησκευτικής ηγεσίας.

Στην δεύτερη κατηγορία, ανήκουν όλα τα αριστερά κόμματα, όπως και αν ονομάζονται αυτά.

Ο Μακαριώτατος Αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. Ιερώνυμος δήλωσε σε όσους ζητούν τον χωρισμό Εκκλησίας - Κράτους πως «ήδη υπάρχουν διακριτοί ρόλοι» και ότι «ο χωρισμός αυτός θα είναι σε βάρος του Έθνους. Η Εκκλησία δεν έχει να φοβηθεί τίποτα». Επίσης διευκρίνισε πως «η Ιεραρχία ποτέ δεν θα ζητήσει τον ονομαζόμενο χωρισμό Εκκλησίας - Κράτους».

Θα περίμενε κανείς, από τα τριακόσια παλικάρια του Λεωνίδα που βολεύτηκαν στην Βουλή, από υπεύθυνα και αξιόλογα πρόσωπα, να στρέψουν την προσοχή και τον αγώνα τους, στο να διορθώσουν τα κακώς κείμενα της Ελληνικής κοινωνίας, αρχίζοντας από την ορατή υπονόμευση των θεσμών, από την σταθερή και ομόφωνη αντιμετώπιση των σοβαρών εθνικών μας προβλημάτων, και την επίλυση των προβλημάτων της καθημερινής και διαχρονικής ζωής μας, ανταποκρινόμενοι με συνέπεια στις ζωτικές ανάγκες του Λαού και της Πατρίδος.

Αντί αυτών, και λόγω της φανερής χρεωκοπίας πολλών ιδεολογιών, επέλεξαν την οδό της αποδυναμώσεως της χριστιανικής πίστεως με την εγκαθίδρυση του καθεστώτος μιας άθεης Πολιτείας και τον διχασμό ενός ολόκληρου Λαού. Διχασμό, που όπως φαίνεται, αρκετοί εκτός Ελλάδος, διακαώς τον επιθυμούν.

Η Εκκλησία λυπάται γιατί σε μια εποχή τραγικών διεργασιών που συντελούνται εντός και, κυρίως, εκτός της χώρας και απειλούν την ουσιαστική επιβίωση του Λαού μας, κάποιοι εξορμούν ανεύθυνα για να κατεδαφίσουν την πίστη του Λαού, αντί να την ενισχύσουν ως πολύτιμο παράγοντα εσωτερικής ψυχικής πληρότητας, εθνικής ομοψυχίας και κοινωνικής συνοχής.

Η Εκκλησία δεν επηρεάζεται από τα σχέδια και τις ποικίλες επιδιώξεις των όποιων κύκλων. Συνεχίζει τον δρόμο Της με σεβασμό στην ιστορία και την παράδοσή της, με πλήρη επίγνωση του πνευματικού και κοινωνικού ρόλου της, τον οποίο είναι βεβαία ότι εκτιμά και αποδέχεται ο Ελληνικός Λαός και ο απανταχού Ελληνισμός.

Άλλωστε οι μεγάλες αποφάσεις ανήκουν στον Ελληνικό Λαό και όχι σε πρόσωπα. Τα οποιαδήποτε πρόσωπα.

Η Εκκλησία, είναι μία μητρική αγκαλιά, που γνωρίζει μόνο να αγαπά και να συγχωρεί.

Εκτύπωση