Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΓΙΑΣΜΟΣ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ

theophany1

7Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία μας, γιά νά ἁγιάζει τούς πιστούς καί νά τούς προστατεύει ἀπό τίς ἐπιθέσεις τῶν πονηρῶν πνευμάτων, ἐκτός τῶν ἄλλων ἁγιαστικῶν μέσων, χρησιμοποιεῖ καί τούς δύο ἁγιασμούς: Τόν Μεγάλο καί τόν Μικρό.
Ἁγιασμός ὀνομάζεται ἡ τελετή, κατά τήν ὁποία μέ εὐχές, μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καί μέ τή βάπτιση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ ἁγιάζεται τό νερό, τό ὁποῖο γίνεται «ἰαματικόν ψυχῶν καί σωμάτων καί πάσης ἀντικειμένης δυνάμεως ἀποτρεπτικόν».
Ἡ χρησιμοποίηση ἁγιασμένου νεροῦ ἀναφέρεται στούς πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Ὑπῆρξε ἀρχαιότατη συνήθεια, νά ἁγιάζεται μέ εὐχές τό νερό μέσα στό ὁποῖο θά γινόταν ἡ βάπτιση τῶν Κατηχουμένων. Ἀπό τό νερό αὐτό, πρό τῆς βαπτίσεως, ἔπαιρναν οἱ πιστοί γιά νά πιοῦν καί νά ἁγιάσουν τά σπίτια τους. Ἀπό τή συνήθεια αὐτή προέκυψε ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ, ἡ ὁποία παρουσιάζει μεγάλες ὁμοιότητες μέ τήν ἀκολουθία τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος.

Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός συνδέεται στενότατα μέ τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων καί ὑπενθυμίζει ἔντονα τό Βάπτισμα τοῦ Κυρίου.
Ψάλλεται ἀμέσως μετά τήν ὀπισθάμβωνο εὐχή τῆς θείας Λειτουργίας καί σχεδόν ἀποτελεῖ μία ἑνιαία ἀκολουθία μέ τή θεία Λειτουργία, ἐφόσον ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ δέν ἀρχίζει μέ τό «Εὐλογητός», ἀλλά συνάπτεται μέ τή θ. Λειτουργία καί τελειώνουν μαζί μόνο μέ κοινή ἀπόλυση.
Ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων τελεῖται σύμφωνα μέ τήν ὑπάρχουσα τυπική διάταξη δύο φορές:
α) Τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς, μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μ. Βασιλείου.
β) Τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου.
Σύμφωνα μέ τήν ἀρχαία τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας τό ἀπόγευμα τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων ψάλλονταν μία ἀκολουθία, σάν εἶδος ἀγρυπνίας, πού λεγόταν «Παννυχίδα». Ἀμέσως μετά ψαλλόταν ἡ ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου καί κατόπιν ἐτελεῖτο ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, σέ ἀνάμνηση τοῦ Βαπτίσματος τοῦ Κυρίου. Στή συνέχεια βαπτίζονταν οἱ Κατηχούμενοι. Ἀκολουθοῦσε ἡ θεία Λειτουργία, στήν ὁποία παρευρίσκονταν καί οἱ νεοφώτιστοι, γιʼ αὐτό καί μέχρι σήμερα ψάλλεται ἀντί τοῦ «῞Αγιος ὁ Θεός...» τό «῞Οσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε...».
Ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, λοιπόν, μέχρι τόν Ε΄ αἰώνα γινόταν σέ ἀνάμνηση τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου, μόνο μία φορά στήν «Παννυχίδα» τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων σάν εἶδος ἀγρυπνίας, ἀμέσως μετά τήν ἀκολουθία τοῦ ῎Ορθρου. Ἀντλοῦσαν οἱ πιστοί ὕδωρ, ἔπιναν καί ραντίζονταν. Στή συνέχεια βαπτίζονταν καί οἱ Κατηχούμενοι.
Γιά δεύτερη φορά, ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός, γινόταν μόνο στά Ἱεροσόλυμα τό πρωί τῆς κυριώνυμης ἡμέρας, τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων, στόν Ἰορδάνη ποταμό μέ τήν παρουσία τοῦ Πατριάρχη καί σέ ἀνάμνηση τοῦ γεγονότος τῆς Βαπτίσεως τοῦ Χριστοῦ.
Ὁ πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος ὁ Γναφεύς (465-475) πρῶτος σκέφθηκε καί καθιέρωσε, γιά νά διευκολύνει τούς χριστιανούς, νά τελεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός ἐκτός ἀπό τήν «Παννυχίδα» τῆς ἑορτῆς καί τό ἑσπέρας τῆς παραμονῆς.
Ἡ διπλή τέλεση τῆς ἀκολουθίας προέκυψε ἀπό λόγους καθαρά πρακτικούς, δηλαδή, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν. Τό πόσο ἦταν ἀναγκαία καί ἐπιβεβλημένη αὐτή ἡ προσθήκη, φάνηκε ἀπό τό γεγονός ὅτι ἐπικράτησε πολύ γρήγορα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία.
Στήν ἀρχή ὑπῆρχαν μερικές διαφορές ὡς πρός τή μορφή τῶν δύο αὐτῶν ἀκολουθιῶν, στή συνέχεια ὅμως ἡ μία ἐπηρέασε τήν ἄλλη καί τελικά ταυτίσθηκαν. Συνέβηκε μέ τόν Μεγάλο Ἁγιασμό ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται στήν ἐποχή μας μέ τίς δύο Λειτουργίες, πού τελοῦνται στούς Ναούς τῶν μεγάλων Ἐνοριῶν τήν δͅια μέρα, γιά τήν ἐξυπηρέτηση τῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.
Εἶναι ἀλήθεια, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας πάντοτε περιέβαλε τόν Μεγάλο Ἁγιασμό μέ ἰδιαίτερη εὐλάβεια, λόγω τῆς ἰδιαίτερης ἱερότητας πού παρουσιάζει ἡ τέλεσή του, ἀλλά καί γιατί τελεῖται σέ ἀνάμνηση τῆς Βαπτίσεως τοῦ Κυρίου μας.
Γεγονός εἶναι ὅτι δέν τόν κατατάσσει μεταξύ τῶν ἑπτά μυστηρίων, ἀλλά ἡ σχέση του μέ τήν εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος τόν καθιστᾶ ἰσότιμο πρός αὐτό, γιʼ αὐτό καί ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός θεωρεῖται «δεύτερον τῆς ἁγίας Κοινωνίας». (Κώδικας Σινᾶ 978) Ὁ χαρακτηρισμός αὐτός προέκυψε ἀπό τή συνήθεια νά παίρνουν Μεγάλο Ἁγιασμό ὅσοι ἀπό τούς πιστούς ἔχουν κάποιο κώλυμα γιά τή θεία Κοινωνία, ὥστε νά μήν στεροῦνται τήν εὐλογία τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ ὅμως φαίνεται καί ἡ διαφορά πού ὑπάρχει μεταξύ θείας Κοινωνίας καί Μεγάλου Ἁγιασμοῦ. Χρειάζεται προσοχή, γιατί ὑπάρχει ἡ περίπτωση ἀπό λανθασμένες ἀντιλήψεις οἱ χριστιανοί νά προτιμοῦν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό καί νά μή φροντίζουν νά γίνουν ἄξιοι τῆς θείας Κοινωνίας.
Δυστυχῶς ὅμως ὁ ὑπερβολικός αὐτός τονισμός τῆς ἱερότητας τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ὁδήγησε, ἀπό εὐλάβεια βέβαια, σέ ὁρισμένες ὑπερβολές, μερικές ἀπό τίς ὁποῖες ἀναφέρονται καί στίς ἐρωτήσεις πού ἀκολουθοῦν: 

1.Ὑπάρχει διαφορά μεταξύ τῶν δύο Ἁγιασμῶν,δηλ. τῆς παραμονῆς καί τῆς ἡμέρας τῶν Φώτων;

῞Οπως ἀναφέραμε καί παραπάνω ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων, σύμφωνα μέ τή σημερινή τυπική διάταξη, τελεῖται δύο φορές, τήν παραμονή τῆς ἑορτῆς μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καί τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων μετά τό τέλος τῆς θείας Λειτουργίας τοῦ Ἱεροῦ Χρυσοστόμου.
Καί στίς δύο περιπτώσεις τελεῖται ἡ δͅια ἀκριβῶς ἀκολουθία, μέ μοναδική διαφορά ὅτι ὁ «Πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδή ἀπό τό «Τριάς ὑπερούσιε...» μέχρι τό «συνεχόμενος φόβÿω ἐν κατανύξει βοῶ σοι», ἀναγινώσκεται κατά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἐνῶ κατά τήν παραμονή ἡ εὐχή ἀρχίζει ἀπό τό «Μέγας εἶ, Κύριε...».
Ὁ «Πρόλογος» αὐτός δέν εἶναι κἄν εὐχή, ἀλλά πανηγυρικό ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς, πού πῆρε τή σημερινή μορφή μετά ἀπό πολλές τροποποιήσεις καί προσθαφαιρέσεις καί ὁ ὁποῖος ἀρχικά λεγόταν μόνο κατά τήν παραμονή, τελικά δέ, πολύ σωστά, ἐπικράτησε νά λέγεται μόνο κατά τήν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς. Ἡ προσθήκη τοῦ ἐγκωμίου αὐτοῦ κάνει μέν πανηγυρικότερη τήν ἀκολουθία, ἀλλά δέν ἀλλοιώνει τήν οὐσία της.
Ἱστορικά καί λειτουργικά οἱ δύο αὐτές ἀκολουθίες εἶναι μία καί ἡ αὐτή, καί ἐπινοήθηκε ἤδη ἀπό τόν Ε΄ αἰῶνα γιά νά ἐπαναλαμβάνεται καί κατά τήν παραμονή, προκειμένου νά ἐξυπηρετοῦνται οἱ πιστοί.
Ἡ διάκριση πού κάνουν μερικοί ἀνάμεσα στούς δύο ἁγιασμούς εἶναι ἀποτυχημένη καί ἀδικαιολόγητη.

2. Ἐπιτρέπεται οἱ χριστιανοί νά πίνουν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό κατά τήν παραμονή τῶν Θεοφανείων ἤ μόνο νά ἁγιάζουν τά σπίτια καί  τά κτήματά τους;

Ἐφόσον ἀφʼ ἑνός μέν ἱστορικά καί λειτουργικά ἐπικράτησε ἀπό τόν Ε΄ αἰώνα νά ἐπαναλαμβάνεται ἡ ἀκολουθία τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ καί κατά τήν παραμονή πρός ἐξυπηρέτηση τῶν πιστῶν, ἀφʼ ἑτέρου δέ, ἀφοῦ δέν ὑπάρχει καμμία διαφορά μεταξύ τῶν δύο Ἁγιασμῶν - εἶναι ἀκριβῶς οἱ ἴδιοι - ὁπωσδήποτε μποροῦν οἱ πιστοί νά πίνουν καί ἀπό τόν Ἁγιασμό τῆς παραμονῆς.
Αὐτό ἀποδεικνύεται καί ἀπό τίς δύο χαρακτηριστικές αἰτήσεις πού ὑπάρχουν στά εἰδικά «Εἰρηνικά» τῆς ἀκολουθίας τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ.
α) «Ὑπέρ τοῦ γενέσθαι αὐτό (τό ὕδωρ) καθάρσιον ψυχῶν καί σωμάτων πᾶσι τοῖς χριομένοις ἐξ αὐτοῦ καί μεταλαμβάνουσιν...».
β) «Ὑπέρ τοῦ καταξιωθῆναι ἡμᾶς ἐμπλησθῆναι ἁγιασμοῦ διά τῆς τῶν ὑδάτων τούτων μεταλήψεως τῇ ἀοράτῳ ἐπιφανείᾳ τοῦ ἁγίου Πνεύματος...».
Ἐπίσης στήν καθαγιαστική εὐχή «Μέγας εἶ, Κύριε...» διαβάζουμε: «῞Ινα πάντες οἱ ἀρυόμενοι καί μεταλαμβάνοντες ἔχοιεν αὐτό πρός καθαρισμόν ψυχῶν καί σωμάτων...». καί παρακάτω· «Δός πᾶσι τοῖς τε ἁπτομένοις, τοῖς τε χριομένοις, τοῖς τε μεταλαμβάνουσι τόν ἁγιασμόν, τήν εὐλογίαν, τήν κάθαρσιν, τήν ὑγείαν...».
Στήν εὐχή τῆς κεφαλοκλισίας «Κλῖνον, Κύριε, τό οὖς σου...» ὑπάρχει μία παρόμοια φράση: «... καί καταξίωσον ἡμᾶς ἐμπλησθῆναι τοῦ ἁγιασμοῦ σου διά τῆς τοῦ ὕδατος τούτου μεταλήψεώς τε καί ῥαντισμοῦ...».
    Ισως ὅμως κάποιος θά μποροῦσε νά προβάλλει τήν ἀντίρρηση, ὅτι οἱ εὐχές δέν μιλοῦν γιά τή μετάληψη τοῦ Ἁγιασμοῦ τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, ἀλλά γιά τόν Ἁγιασμό τῆς ἡμέρας τῶν Θεοφανείων, ἐφόσον ἄλλωστε προηγεῖται καί ἡ νηστεία.

Τό ἐρώτημα, λοιπόν, εἶναι: Πρέπει νά νηστεύουμε πρό τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ;

Ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων δέν ἔχει καμμία σχέση μέ τόν Μεγάλο Ἁγιασμό, δηλαδή δέν νηστεύουμε γιά νά πιοῦμε Μεγάλο Ἁγιασμό, ἀλλά ἡ νηστεία μᾶς προετοιμάζει γιά τή μεγάλη ἑορτή πού περιμένουμε, τά Θεοφάνεια.
Τά Χριστούγεννα καί τά Θεοφάνεια μέχρι τόν Δ΄ αἰῶνα στήν Ἀνατολή, συνεορτάζονταν ὡς μία ἑορτή μέ τό ὄνομα «Ἐπιφάνεια» στίς 6 Ἰανουαρίου. Γιά πρώτη φορά γύρω στό 330 γιορτάστηκε στή Ρώμη ἡ ἑορτή τῶν Χριστουγέννων χωριστά ἀπό τήν ἑορτή τῶν Ἐπιφανείων. Μέσα σέ λίγα χρόνια καθιερώθηκε πλέον τά μέν Χριστούγεννα νά γιορτάζονται στίς 25 Δεκεμβρίου τά δέ Θεοφάνεια στίς 6 Ἰανουαρίου.
Ἐνῶ δηλαδή χώρισε ὁ κοινός τους ἑορτασμός, παρέμεινε κοινή μόνο ἡ νηστεία. Ἐπειδή ὅμως γιά δώδεκα ἡμέρες μετά τά Χριστούγεννα ἔχουμε κατάλυση σέ ὅλα, ὡς ἡμέρα νηστείας παρέμεινε μόνο ἡ παραμονή τῶν Θεοφανείων.
Ἀκόμα δέ, τό ὅτι νηστεύουμε γιά τήν ἑορτή τῶν Θεοφανείων καί ὄχι γιά νά πιοῦμε τό Μεγάλο Ἁγιασμό, φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός, ὅτι ἄν ἡ παραμονή τῶν Θεοφανείων συμπέσει ἡμέρα Σάββατο ἤ Κυριακή, καταλύουμε λάδι.

Σάν συμπέρασμα μποροῦμε νά ποῦμε, ὅτι ἐπιτρέπεται νά πιοῦμε Μεγάλο Ἁγιασμό καί τήν παραμονή καί τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, μέ τήν προϋπόθεση ὅτι προηγεῖται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός καί ἀκολουθεῖ τό Ἀντίδωρο.

Γιά τήν προτεραιότητα τοῦ Μεγάλου Ἁγιασμοῦ ἔναντι τοῦ ἀντιδώρου ἔχουμε, ἐκτός τῶν ἄλλων, καί ἀπόκριση τοῦ Πατριάρχου Γενναδίου τοῦ Σχολαρίου πρός τόν δεσπότη Σερβίας Γεώργιο ὅτι «τό Ἁγίασμα τῶν ἁγίων Θεοφανείων λαμβάνεται πρό τοῦ Ἀντιδώρου».
Θά ἀναφέρουμε καί ἕνα ἀκόμα στοιχεῖο ἀπό τή σύγχρονη πράξη τῶν μονῶν τοῦ Ἁγίου ῎Ορους. Οἱ μοναχοί στό ῞Αγιο ῎Ορος πίνουν Μεγάλο Ἁγιασμό ὄχι μόνο τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἀλλά καί ὅλο τό ὀκταήμερο μέχρι τῆς ἀποδόσεως τῆς ἑορτῆς.

3. Κατά τήν ἡμέρα τῶν Φώτων οἱ χριστιανοί μποροῦν νά πίνουν, νηστικοί βέβαια, τόν Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς παραμονῆς καί κατόπιν νά πηγαίνουν στήν Ἐκκλησία;

Σύμφωνα μέ τή λειτουργική τάξη τῆς Ἐκκλησίας μας θά πρέπει οἱ χριστιανοί κατά τήν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων νά ἑτοιμάζονται γιά νά κοινωνήσουν κατά τή θεία Λειτουργία καί μετά νά πίνουν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό, πού ψάλλεται τήν ἡμέρα ἐκείνη.
Ὅσοι δέν ἔχουν λόγους ὑγείας, καλόν εἶναι νά περιμένουν νά τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία καί στό τέλος νά πιοῦν νηστικοί, πρό τοῦ Ἀντιδώρου, τόν Μεγάλο Ἁγιασμό.
Ἐκεῖνοι πού ἔχουν λόγους ὑγείας καί δέν ἔχουν τήν δυνατότητα νά περιμένουν μέχρι νά τελειώσει ἡ θεία Λειτουργία, θά μποροῦσαν νά πιοῦν Μεγάλο Ἁγιασμό, νηστικοί, πρό τῆς θείας Λειτουργίας, ἀπό τόν Μεγάλο Ἁγιασμό τῆς παραμονῆς.

4. Πολλοί χριστιανοί φυλάγουν τόν Μεγάλο Ἁγιασμό στά σπίτια τους ἤ μετά ἀπό ἀρκετό καιρό τόν ἐπιστρέφουν στήν Ἐκκλησία. Εἶναι σωστό αὐτό;

Δέν εἶναι ἁμαρτία νά φυλάγεται ὁ Μεγάλος Ἁγιασμός στά σπίτια τῶν χριστιανῶν. Εἶναι μία συνήθεια ἀρχαιότατη. Ἐφόσον ὅμως ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀναλάβει τήν ὑποχρέωση νά διατηρεῖ καθʼ ὅλο τό ἔτος Μεγάλο Ἁγιασμό, εὔκολα κάθε χριστιανός μπορεῖ νά τόν προμηθευτεῖ, ἀποφεύγοντας νά τόν διατηρεῖ στό σπίτι του.
Προκειμένου νά κρατήσουμε τή σημερινή εὐλαβή συνήθεια καλόν θά εἶναι οἱ χριστιανοί κατά τήν ἡμέραν τῶν Θεοφανείων νά πίνουν ἤ νά ραντίζουν τό σπίτι τους ἤ τά κτήματά τους χωρίς νά κρατοῦν τό ὑπόλοιπο. ῎Αλλωστε αὐτό τονίζει καί ὁ Σιναϊτικός κώδικας 978, ὅτι τίς ὑπόλοιπες ἡμέρες «οὐ ῥίπτεται τό σύνολον».


Εκτύπωση   Email