ΜΕΡΟΣ 11ο - Ἡ Μεγάλη Ἐκτενής

ΟΔΟΙΠΟΡΙΚΟ ΣΤΗΝ ΘΕΙΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΤΟΥ ΙΕΡΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ

ΜΕΡΟΣ 11ο - Ἡ Μεγάλη Ἐκτενής

Στήν συνέχεια, ἀπό τόν Διάκονο πού στέκεται στόν συνηθισμένο τόπο, ἔξω ἀπό τό ἱερό Βῆμα, ἐκφωνεῖται·

Η ΜΕΓΑΛΗ ΕΚΤΕΝΗΣ

15 Agrypniaἅγιος Ἰουστῖνος μᾶς δίνει πάλι τό διάγραμμα τῆς ἀρχαίας Λειτουργίας πού εἶναι τό ἴδιο μέχρι καί σήμερα. «Ἔπειτα ἀνιστάμεθα κοινῇ πάντες καὶ εὐχὰς πέμπομεν», δηλαδή, «Ἔπειτα σηκωνόμαστε μέ μιᾶς ὅλοι ἐπάνω καί προσευχόμαστε.
Ὕστερα ἀπό τό κήρυγμα τοῦ Θείου Λόγου, πού οἱ πιστοί τό ἀκοῦνε καθιστοί στά στασίδια τους, γίνεται ἡ Ἐκτενής Ἱκεσία.
Ὀνομάζεται Ἐκτενής γιατὶ λέγεται σ' ἕνα κάπως διαφορετικὸ τόνο πνευματικό· «ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας». Εἶναι μιά θερμή, ἐπίμονη καί ἀγωνιστική δέηση πρός τόν Θεό γιά ὅλους τούς πιστούς «ζῶντες» καί «κεκοιμημένους», παρόντες καὶ ἀπόντες. Στηρίζεται στή  διδασκαλία τῆς Καινῆς Διαθήκης καί μάλιστα στήν ἀγωνιώδη προσευχή τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ λίγο πρὶν συλληφθεῖ ὅταν «ἐκτενέστερον προσηύχετο». Ἄλλωστε καί τό τριπλό «Κύριε ἐλέησον» μετά ἀπό κάθε αἴτηση εἶναι δηλωτικό αὐτῆς τῆς «ἐκτενέστερης», τῆς θερμότερης δέησης.

Μετά τήν ἀκρόαση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί καθώς προχωροῦμε στό μεγάλο μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας, εἶναι ἴσως ἡ πιό κατάλληλη στιγμή γιά μιά τέτοια δέηση μέ πανανθρώπινο χαρακτῆρα καί μέ πνεῦμα ἐντονότερης ἀναζήτησης τοῦ θείου ἐλέους. Ἀλλά εἶναι κρῖμα καί μεγάλη ἁμαρτία τό γεγονός ὅτι ἡ Ἐκτενής ἱκεσία κοντεύει πιά νά μήν ἀκούγεται στή θεία Λειτουργία. Γιά συντομία τάχα διαβάζεται μυστικά, ὅταν ψάλλεται τό «Δύναμις» ἤ καί παραλείπεται ἐντελῶς. Ξαφνικά, μετά τό κήρυγμα ἤ ἀμέσως μετά τό Εὐαγγέλιο, ἀκοῦμε ἀσύνδετα καί ξεκρέμαστα τήν ἐκφώνηση· «Ὅπως ὑπὸ τοῦ κράτους σου...». Ἀλλά ἡ Ἐκτενής ἱκεσία δέν εἶναι ἀπό τά μέρη ἐκεῖνα τῆς θείας Λειτουργίας, πού μποροῦν νά μεταθέτονται σέ ἄλλη θέση τῆς Ἀκολουθίας, νά λέγονται μυστικά ἤ ἀκόμα χειρότερα καί νά παραλείπονται. Ἐκτός πού εἶναι ἀρχαιότατο στοιχεῖο τής θείας Λειτουργίας, ἀλλά εἶναι καί ἀπό τίς πιό ἀντιπροσωπευτικές δεήσεις τῆς Ἐκκλησίας, πού ἀγκαλιάζουν ὅλο τόν βίο καί τή ζωή τῶν πιστῶν. Ἄς ἀκούγεται, λοιπόν, πάντα ἡ Ἐκτενής  ἱκεσία, ὅπως γινόταν καί στήν ἀρχαία Ἐκκλησία, σύμφωνα καί μέ τή μαρτυρία τοῦ αγίου Ἰουστίνου, ὅτι μετά τό θεῖο κήρυγμα «ἀνιστάμεθα κοινὴ πάντες καὶ εὐχάς πέμπομεν».
Ἡ «Ἐκτενής» οὐδέποτε παραλείπεται καί γιά  ἕναν ἀκόμη λόγο. Δίνει τή δυνατότητα προσαρμογῆς σέ εἰδικότερα αἰτήματα καί μνημόνευση ὀνομάτων ζώντων καί κεκοιμημένων, διαφόρων περιπτώσεων καί ἀσθενῶν.
Στά δύο πρῶτα καί στό τελευταῖο αἴτημα τῆς Ἐκτενοῦς ὁ Λαός ἀπαντᾶ μέ ἕνα «Κύριε, ἐλέησον». Στά ἐνδιάμεσα μέ τρία (Ἰ. Φουντούλη, Λειτουργική Α΄, σ. 227228. Συλλειτουργικόν, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σίμωνος Πέτρας, σ. 147, 148). «Τό νά ζητᾶς τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ», γράφει ὁ ἱερός Καβάσιλας, εἶναι τό νά ζητᾶς τή βασιλεία του... Γι᾽ αὐτό οἱ πιστοί ἀρκοῦνται στή δέηση αὐτή, γιατί αὐτή τά λέει ὅλα».

Ἡ Ἐκτενής Δέηση ἀρχίζει μέ ἕνα πολύ μεγαλόπρεπο λειτουργικό τρόπο:

Eἴπωμεν πάντες ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας ἡμῶν εἴπωμεν.
                                                Ὁ α΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον. (ἅπαξ)
                       Ἂς ποῦμε  ὅλοι μέ  ὅλη τήν ψυχή καί μέ  ὅλο τό λογισμό μας, ἂς ποῦμε.

Κύριε παντοκράτορ, ὁ Θεὸς τῶν πατέρων ἡμῶν, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.
                                                Ὁ α΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον. (ἅπαξ)
       Κύριε παντοκράτορ, ὁ Θεός τῶν πατέρων μας, σέ παρακαλοῦμε, ἄκουσε καί έλέησέ μας.

λέησον ἡμᾶς, ὁ Θεός, κατὰ τὸ μέγα ἔλεός σου, δεόμεθά σου, ἐπάκουσον καὶ ἐλέησον.
                                               Ὁ α΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον. (γ΄)
         Ἐλέησέ μας, Θεέ, μέ τήν μεγάλη σου αγάπη· σέ παρακαλοῦμε, ἄκουσε καί ἐλέησέ μας.

τι δεόμεθα ὑπὲρ τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν (δεῖνος).
Ὁ α΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον. (γ΄)
Σέ παρακαλοῦμε γιά τόν Ἐπίσκοπό μας.

τι δεόμεθα ὑπὲρ τῶν ἀδελφῶν ἡμῶν, τῶν Ἱερέων, Ἱερομονάχων, Διακόνων καὶ Μοναχῶν καὶ πάσης τῆς ἐν Χριστῷ ἡμῶν ἀδελφότητος.
                                                   Ὁ α΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον. (γ΄)
Σέ παρακαλοῦμε γιά γιά τούς Ἱερεῖς, τούς Διακόνους καί τούς Μοναχούς καί γιὰ  ὅλη τή χριστιανική μας ἀδελφότητα.

τι δεόμεθα ὑπὲρ ἐλέους, ζωῆς, εἰρήνης, ὑγιείας, σωτηρίας, ἐπισκέψεως, συγχωρήσεως καὶ ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ, πάντων τῶν εὐσεβῶν καὶ ὀρθοδόξων χριστιανῶν, τῶν κατοικούντων καὶ παρεπιδημούντων ἐν τῇ πόλει ταύτῃ, τῶν ἐνοριτῶν, ἐπιτρόπων, συνδρομητῶν καὶ ἀφιερωτῶν τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τούτου.
                                                Ὁ α΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον. (γ΄)
Σέ παρακαλοῦμε ἀκόμα νά κάμεις ἔλεος, νά δώσεις ζωή, εἰρήνη, ὑγεία καί σωτηρία, νά προστατέψεις, νά συγχωρέσεις καί νά ἀφήσεις τίς ἁμαρτίες τῶν δούλων σου, ὅλων τῶν εὐσεβῶν καί ὀρθόδοξων χριστιανῶν πού κατοικοῦν καί μένουν σέ τούτην ἐδῶ τήν πόλη καί τήν Ἐνορία, τῶν ἐπιτρόπων καί τῶν συνδρομητῶν αὐτοῦ ἐδῶ τοῦ Ναοῦ, μαζί μέ τίς γυναῖκες καί τά παιδιά τους.

τι δεόμεθα ὑπὲρ τῶν μακαρίων καὶ ἀοιδίμων κτιτόρων τοῦ ἱεροῦ Ναοῦ τούτου (ἢ τῆς ἱερᾶς Μονῆς ταύτης) καὶ ὑπὲρ πάντων τῶν προαναπαυσαμένων πατέρων καὶ ἀδελφῶν ἡμῶν, τῶν ἐνθάδε κειμένων καὶ ἁπανταχοῦ ὀρθοδόξων.
                                               Ὁ α΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον. (γ΄)
Σέ παρακαλοῦμε ἀκόμα γιά τούς μακαρίτες καί ἀείμνηστους, πού ἔχτισαν αὐτόν ἐδῶ τὸ Ναό, καί γιὰ  ὅλους τούς πατέρες καί ἀδελφούς μας, πού ἀναπαύθηκαν καί εἶναι θαμμένοι ἐδῶ μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀναστάσεως, καὶ γιὰ  ὅλους τοὺς ὀρθόδοξους  ὅλου τοῦ κόσμου.

τι δεόμεθα καὶ ὑπὲρ τῶν καρποφορούντων καὶ καλλιεργούντων ἐν τῷ ἁγίῳ καὶ πανσέπτῳ Ναῷ τούτῳ, κοπιώντων, ψαλλόντων καὶ ὑπὲρ τοῦ περιεστῶτος λαοῦ, τοῦ ἀπεκδεχομένου τὸ παρὰ σοῦ μέγα καὶ πλούσιον ἔλεος.
                                              Ὁ α΄χορός· Κύριε, ἐλέησον. (ἅπαξ)
Σέ παρακαλοῦμε ἀκόμα γιά  ὅλους πού συνεισφέρουν καί βοηθᾶνε στόν ἱερό καί ἅγιο τοῦτον ἐδῶ Ναό, γιά κείνους πού ἐργάζονται καί γιά κείνους πού ψέλνουν, καὶ γιὰ  ὅλο τόν Λαό, πού εἶναι τώρα ἐδῶ καί περιμένει ἀπό σένα τό μέγα καί πλούσιο  ἔλεος.

Ὁ α΄ Ἱερέας λέγει τὴν·

ΕΥΧΗ ΤΗΣ ΕΚΤΕΝΟΥΣ ΙΚΕΣΙΑΣ

Ἡ εὐχή αὐτή δέν ἀναφέρεται σέ ὁρισμένη τάξη, ἀλλά στό πλήρωμα ὁλόκληρο, συμπεριλαμβανομένων καί τῶν κατηχουμένων. 

Kύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, τὴν ἐκτενῆ ταύτην ἱκεσίαν πρόσδεξαι παρὰ τῶν σῶν δούλων καὶ ἐλέησον ἡμᾶς κατὰ τὸ πλῆθος τοῦ ἐλέους σου· καὶ τοὺς οἰκτιρμούς σου κατάπεμψον ἐφ’ ἡμᾶς καὶ ἐπὶ πάντα τὸν λαόν σου, τὸν ἀπεκδεχόμενον τὸ παρὰ σοῦ πλούσιον ἔλεος.
                                                                  «Ἐκφώνως»·
τι ἐλεήμων καὶ φιλάνθρωπος Θεὸς ὑπάρχεις καὶ σοὶ τὴν δόξαν ἀναπέμπομεν, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ καὶ τῷ ἁγίῳ Πνεύματι, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
                                                               Ὁ β΄ χορός· Ἀμήν.

Μέ τήν εὐχή αὐτή ὁ Ἱερέας, ἐκ μέρους τοῦ Λαοῦ, παρακαλεῖ τόν Θεό, νά δεχθεῖ τήν Ἐκτενῆ αὐτή ἱκεσία καί νά ἐλεήσει  ὅλους σύμφωνα μὲ τό πλῆθος τοῦ ἐλέους του. Παρακαλεῖ νά καταπὲμψει σέ τούς οἰκτιρμούς του, δηλαδή τά ἀγαθά καί τίς δωρεές του, τά ὁποῖα πάντοτε πηγάζουν ἀπό τὴν Πατρική του ἀγάπη καί εὐσπλαγχνία. Τέτοια ἀγαθά εἶναι κατ' ἐξοχήν τά πνευματικά   ἀγαθά, δηλαδή ἡ συγχώρηση τῶν ἁμαρτιῶν, ἡ πνευματικὴ προκοπή, ἡ ἀπαλλαγή ἀπό κάθε κακία, ἡ διαφύλαξη ἀπό τήν ἁμαρτία, ἡ πρόοδος στήν ἀρετή καί τέλος ἡ κληρονομιά τῆς Βασιλείας τῶν οὐρανῶν. Τέτοια  κυρίως ἀγαθά  ζητάει ὁ Ἱερέας ἀπό τόν Θεό, νά χορηγήσει καί στόν  ἴδιο καὶ σέ   ὅλους τούς πιστούς. Ὀνομάζει δέ τούς πιστούς «λαὸν τοῦ Θεοῦ», διότι ὁ Θεός τους ἐξαγόρασε ἀπὸ τήν ἁμαρτία μέ τή  θυσία καί τό τίμιο Αἷμα τοῦ Υἱοῦ του καί τούς ὁδήγησε στήν ἀληθινή πίστη καί στόν δρόμο τῆς σωτηρίας.
Γιατὶ ἐσύ εἶσαι  Θεός, ποὺ ἐλεεῖς κι ἀγαπᾶς τούς ἀνθρώπους καί σένα ἐμεῖς δοξολογοῦμε, τόν Πατέρα, τόν Υἱό καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντα καί στούς ἀτελεύτητους αἰῶνες. Ἀμήν.

Καὶ συνεχίζει ὁ Διάκονος νὰ ἐκφωνεῖ τίς·

ΔΕΗΣΕΙΣ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΩΝ

Μετά τήν Ἐκτενή Ἱκεσία μπαίνουμε στά λεγόμενα Κατηχούμενα.Τά Κατηχούμενα εἶναι ἕνα μικρό μέρος τῆς θείας Λειτουργίας πού σήμερα συνήθως διαβάζονται μυστικά ἐνῷ μερικοί ἱερεῖς τά παραλείπουν.

Πρῶτα ὅμως ἄς ποῦμε λίγα πράγματα γενικά περί Κατηχουμένων.

Α) Ποῖοι καλοῦνται κατηχούμενοι;

Κατηχούμενοι ὀνομάζονται ὅλοι ἐκεῖνοι πού ἄκουσαν γιά τόν Χριστό καί ἀποφάσισαν νά βαπτισθοῦν στό ὄνομα τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ. Μέχρι νά βαπτισθοῦν, ἠ Ἐκκλησία τούς προετοίμαζε μέ διδασκαλία γιά νά γίνουν μέλη της. Ἡ διδασκαλία αὐτή ὀνομάζεται Κατήχηση καί αὐτός πού τήν κάνει Κατηχητής.
Στά χρόνια τῶν Ἀποστόλων ἡ Κατήχηση κρατοῦσε πολύ λίγο. Μετά τούς ἀποστολικούς χρόνους, ἡ Κατήχηση διαρκοῦσε ἀρκετό χρόνο. Οἱ Ἀποστολικές Διδαχές μιλοῦν γιά τριετῆ χρόνο κατηχήσεως. Ὁ χρόνος αὐτός θά μποροῦσε νά συντομευθεῖ ἄν ὁ κατηχούμενος ἔδειχνε ἰδιαίτερο ζῆλο. Μετά τήν κατήχηση ἀκολουθοῦσε τό βάπτισμα.

Β) Ὑπάρχουν σήμερα κατηχούμενοι;

Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε εἶχε καί ἔχει κατηχουμένους. Εἶναι τά ἀβάπτιστα νήπια καί ὅλοι ὅσοι στά πέρατα τῆς Οἰκουμένης ἀκούουν τό λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἑτοιμάζονται νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Κατά κάποια διαφορετική ἔννοια «κατηχούμενοι» μποροῦν νά ὀνομασθοῦν καί τά παιδιά πού διδάσκονται μετά τό βάπτισμα τήν χριστιανική κατήχηση.
Μέ τήν δέηση ὑπέρ τῶν Κατηχουμένων ἀφ᾽ ἑνός ὑπενθυμίζουμε τό ἱερό καθῆκον νά διαδοθεῖ ἡ πίστη μας καί στούς λαούς πού βρίσκονται ἔξω ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀφ᾽ ἑτέρου δέ προσευχόμεθα γιά τούς νέους χριστιανούς πού κατηχοῦνται καί προπαρασκευάζονται γιά τό βάπτισμα στά βάθη τῆς Ἀφρικῆς ἤ σέ ὅποιο ἄλλο σημεῖο τῆς Οἰκουμένης.

Πρέπει νά λέγονται στήν θεία Λειτουργία οἱ δεήσεις καί οἱ εὐχές ὑπέρ τῶν κατηχουμένων;

Στό σημεῖο αὐτό εὔχονται οἱ πιστοί γιά τούς κατηχουμένους, ὥστε νά τούς ἀξιώσει ὁ Κύριος μέ τό ἅγιο Βάπτισμα νά γίνουν πιστά μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Οἱ κατηχούμενοι ἦταν αὐτοί τούς ὁποίους ἡ Ἐκκλησία κατηχοῦσε καί προετοίμαζε, γιά νά βαπτιστοῦν, ἀφοῦ τούς πρώτους χρόνους οἱ ἄνθρωποι βαπτίζονταν σέ μεγάλη ἡλικία. Ἡ τάξη αὐτή, δηλ. τῶν κατηχουμένων, παρευρισκόταν στή θεία Λειτουργία μέχρι τό σημεῖο αὐτό καί κατόπιν ἀποχωροῦσε (Θεία Λατρεία καί Παιδεία 1, Ἡ θεία Λειτουργία τοῦ ἁγ. Ἰωάννου Χρυσοστόμου, ἔκδ. Ο.Χ.Α. «Λυδία», σ. 153).
Οἱ αἰτήσεις ὑπέρ τῶν κατηχουμένων ἀποτελοῦν ἀναπόσπαστο μέρος τῆς θείας Λειτουργίας καί πρέπει νά λέγονται πάντοτε καί μάλιστα ἐκφώνως. Μπορεί νά φαίνονται ἀναχρονιστικές, ἐπειδή κατά τή γνώμη μερικῶν ἡ τάξη τῶν κατηχουμένων σήμερα δέν ὑπάρχει, αὐτός ὅμως ὁ ἀναχρονισμός εἶναι ἐξωτερικός καί ἀφορᾶ μόνο στή μορφή καί τόν τρόπο πού λέγονται. Ἡ Ἐκκλησία πάντοτε εἶχε καί ἔχει κατηχουμένους. Εἶναι τά ἀβάπτιστα παιδιά καί ὅσοι στά πέρατα τῆς οἰκουμένης ἀκοῦν τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί ἑτοιμάζονται νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ «Ἐκτενής» καί οἱ δεήσεις ὑπέρ τῶν κατηχουμένων ἀνήκουν στόν Διάκονο. «Εὔξασθε κελεύει τό πλῆθος ὁ Διάκονος» λέγει ὁ Καβάσιλας (Εἰς τήν θείαν Λειτουργίαν καί περί τῆς ἐν Χριστῷ ζωῆς, ΕΠΕ, Φιλοκαλία 22, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 44). Σήμερα βεβαίως τό παλαιό αὐτό τμῆμα τῆς θείας Λειτουργίας ἔχει μετατεθεῖ. Εἰδικότερα τά κατηχούμενα, ἄν δέν παραλείπονται τελείως, λέγονται μυστικά μέ τήν ἐκτενῆ καί τίς δεήσεις τῶν πιστῶν κατά τήν ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστολικοῦ ἀναγνώσματος (Ἰ. Φουντούλη, Βυζαντιναί θεῖαι Λειτουργίαι Βασιλείου του Μεγάλου καί Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, σ. 9).
Εἶναι ὅμως ὡραῖα στοιχεῖα πού δίνουν τήν εὐκαιρία στούς πιστούς νά ἐκφράσουν τό «ἐκτενέστερον» (Λουκ. 22, 44) τῆς προσοχῆς τους, «ἐξ ὅλης ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας». Παλαιότερα μάλιστα ἡ ἐκτενής ἱκεσία ἐκδηλωνόταν καί μέ τήν δι’ ἐκτάσεως τῶν χειρῶν συμμετοχή τοῦ σώματος· «Ἐκτεταμένας ἔχων ἐπί μικρόν πρός δέησιν τάς χεῖρας, λέγει τρίτον τό Κύριε, ἐλέησον» (R. Taft, «Τάξις τῆς ἁγίας Λειτουργίας κατά τόν τύπον τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, σύμφωνα μέ διάταξη τοῦ ιβ΄ αἰώνα». Orientalia Christiana Periodica 45, (1979), σ. 292).
Ἡ «Ἐκτενής» εἶναι ἡ πλέον κατάλληλη εὐκαιρία γιά παρεμβολή αἰτήσεων ὑπέρ προσφιλῶν μας προσώπων, ἤ ὑπέρ τῶν κεκοιμημένων γιά τούς ὁποίους μπορεῖ νά τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία (Ἰ. Φουντούλη, Ἀπαντήσεις εἰς Λειτουργικάς Ἀπορίας, τ. Α΄, σ. 139141). Ἡ Ἐκτενής ἱκεσία ἀπευθύνεται σέ ὅλους, ζῶντες καί κεκοιμημένους, στούς ἐντός, ἀλλά καί στούς ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Γι’ αὐτό καί δέν μποροῦν νά λείπουν οἱ κατηχούμενοι, γιά τούς ὁποίους ὁ ἱερός Χρυσόστομος παρήγγειλλε νά προσεύχονται οἱ πιστοί «ἐκτενῶς» (Ἰωάννου Χρυσοστόμου, Ὁμιλία 2 εἰς τήν Β΄ πρός Κορινθίους, ΡG 61, 399). Ὁ οἰκουμενικός χαρακτήρας τῆς θείας Λειτουργίας εἶναι κάτι τό αὐτονόητο. Μ’ αὐτήν τήν ἔννοια εἶναι σωστή ἡ παρατήρηση τοῦ Σμέμαν ὅτι «Εἶναι ἀνάγκη νά θυμηθοῦμε ὅτι δέν προσερχόμαστε στήν Ἐκκλησία γιά μᾶς καί δέν ψάχνουμε νά βροῦμε σ’ αὐτήν “τό δικό μας”, ἀλλά γιά τήν διακονία τοῦ ἔργου τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο». (Εὐχαριστία, σ. 100).

Εὔξασθε, οἱ κατηχούμενοι, τῷ Κυρίῳ.
Ὁ β΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

Οἱ πιστοί, ὑπὲρ τῶν κατηχουμένων δεηθῶμεν.
Ὁ β΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

να ὁ Κύριος αὐτοὺς ἐλεήσῃ.
Ὁ β΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

Κατηχήσῃ αὐτοὺς τὸν λόγον τῆς ἀληθείας.
Ὁ β΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

ποκαλύψῃ αὐτοῖς τὸ Εὐαγγέλιον τῆς δικαιοσύνης.
Ὁ β΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

νώσῃ αὐτοὺς τῇ ἁγίᾳ αὐτοῦ καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ.
Ὁ β΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

Σῶσον, ἐλέησον, ἀντιλαβοῦ καὶ διαφύλαξον αὐτούς, ὁ Θεός, τῇ σῇ χάριτι.
Ὁ β΄ χορός· Κύριε, ἐλέησον.

Οἱ κατηχούμενοι, τὰς κεφαλὰς ὑμῶν τῷ Κυρίῳ κλίνατε.
Ὁ β΄ χορός· Σοί, Κύριε. (ἀργά)

Ἀμέσως μετά τό «Ἀμήν», στό ὁποῖο τελειώνει ἡ Ἐκτενής Ἱκεσία, ὁ Λειτουργός δίνει τό παράγγελμα:«προσευχηθεῖτε οἱ κατηχούμενοι στόν Κύριο». Ὕστερα ἀπευθύνεται στούς πιστούς καί τούς προτρέπει νά προσευχηθοῦν κι αὐτοί γιά τούς κατηχούμενους. Στή συνέχεια λέγει γιά ποιό σκοπό νά προσευχηθοῦν οἱ πιστοί γιά τούς κατηχουμένους: «γιά νά τούς ἐλεήσει ὁ Κύριος, γιά νά τούς κατηχήσει τό λόγο τῆς ἀληθείας, γιά νά τούς φανερώσει τό Εὐαγγέλιο τῆς δικαιοσύνης, γιά νά τούς ἐνώσει μέ τήν ἁγία καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία». Καί συνεχίζει ὁ λειτουργός: «σῶσε ἐλέησε, βοήθησε καί φύλαξέ τους, ὁ Θεὸς μέ τή χάρη σου». Κατόπιν στρέφεται πρὸς τοὺς κατηχουμένους γιά νά τούς δώσει τήν ἐντολή: Οἱ κατηχούμενοι σκύψτε τά κεφάλια σας πρός τόν Κύριο. Ἀκολουθεῖ στή συνέχεια ἡ παρακάτω εὐχή:

Ὁ α΄ Ἱερέας λέγει «καθ’ ἑαυτόν», πρὶν ἁπλωθεῖ τὸ Εἱλητὸ-Ἀντιμίνσιο, τὴν·

ΕΥΧΗ ΥΠΕΡ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΩΝ

Kύριε, ὁ Θεὸς ἡμῶν, ὁ ἐν ὑψηλοῖς κατοικῶν καὶ τὰ ταπεινὰ ἐφορῶν, ὁ τὴν σωτηρίαν τῷ γένει τῶν ἀνθρώπων ἐξαποστείλας, τὸν μονογενῆ σου Υἱὸν καὶ Θεόν, τὸν Κύριον ἡμῶν Ἰησοῦν Χριστόν, ἐπίβλεψον ἐπὶ τοὺς δούλους σου τοὺς κατηχουμένους, τοὺς ὑποκεκλικότας σοι τὸν ἑαυτῶν αὐχένα· καὶ καταξίωσον αὐτούς, ἐν καιρῷ εὐθέτῳ τοῦ λουτροῦ τῆς παλιγγενεσίας, τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καὶ τοῦ ἐνδύματος τῆς ἀφθαρσίας· ἕνωσον αὐτοὺς τῇ ἁγίᾳ σου καθολικῇ καὶ ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ καὶ συγκαταρίθμησον αὐτοὺς τῇ ἐκλεκτῇ σου ποίμνῃ.

Η εὐχή αὐτή δείχνει  ὅλη τήν ἀγάπη καί τό ποιμαντικό ἐνδιαφέρον τῆς Ἐκκλησίας γιά τά νέα μέλη , πού ἑτοιμάζει γιά νά τά ἑνώσει στήν ἀδελφότητα, πού εἶναι τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ.
Τό πρῶτο μέρος τῆς εὐχῆς«Κύριε Θεέ μας, πού κατοικεῖς ψηλά στόν οὐρανό καί βλέπεις ἐδῶ κάτω στή γῆ, πού γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρωπίνου γένους ἔστειλες τόν μονογενῆ σου Υἱό καί Θεό, τόν Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, ρίξε τή ματιά σου ἐπάνω στούς δούλους σου τούς κατηχουμένους, πού ἔχουν σκύψει τώρα τά κεφάλια τους σέ σένα».
Στό δεύτερο μέρος τῆς εὐχῆς ὁ ἱερεύς ζητάει ἀπό τόν Θεό: ἀξίωσέ τους στόν κατάλληλο καιρό νά πάρουν τό λουτρό πού θά τούς ξαναγεννήσει, νά συγχωρεθοῦν οἱ ἁμαρτίες τους καί νά φορέσουν τό ἔνδυμα τῆς ἄφθαρτης γης· ἕνωσέ τους μέ τήν ἁγία σου καθολική καί ἀποστολική Ἐκκλησία καί λογάριασέ τους μέ τά πρόβατα τοῦ διαλεχτοῦ σου ποιμνίου.

                                                      Ὁ δ΄ ἢ β΄ Ἱερέας τὴν ἐκφώνηση·

να καὶ αὐτοὶ σὺν ἡμῖν δοξάζωσι τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.
                                                              Ὁ β΄ χορός· Ἀμήν.

Τὴν στιγμὴ αὐτὴ ὁ α΄ Ἱερέας παίρνει στὰ χέρια του τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο καὶ σφραγίζει μ’ αὐτὸ σταυροειδῶς τὸ Εἰλητό-Ἀντιμίνσιο. Τὸ ἀποθέτει ὁριζόντια στὸ ἐπάνω μέρος τῆς ἁγίας Τράπεζας, ἁπλώνει τὸ Εἰλητό-Ἀντιμίνσιο, ἐνῶ ὁ Διάκονος ἐκφωνεῖ τὴν·  

ΑΠΟΛΥΣΗ ΤΩΝ ΚΑΤΗΧΟΥΜΕΝΩΝ

σοι κατηχούμενοι, προέλθετε· οἱ κατηχούμενοι, προέλθετε·

῞Οσοι κατηχούμενοι, προέλθετε· μή τὶς τῶν κατηχουμένων.

Στήν συνέχεια ὁ λειτουργός δίνει τήν ἐντολή μέ σταθερή φωνή: Ὅσοι εἴσαστε κατηχούμενοι νά πηγαίνετε. Οἱ κατηχούμενοι νά πηγαίνετε. Κανένας νά μή μένει ἐδῶ ἀπό τούς κατηχουμένους.
Τά παραγγέλματα εἶναι σύντομα καί κοφτά, σάν φωνή σάλπιγγας, καί δείχνουν τή φροντίδα τῆς Ἐκκλησίας καί τίς προσπάθειες πού ἔκανε ὅταν γινόταν Λειτουργία. Οἱ κατηχούμενοι ἀπολύονται.
Ὅσοι δέν φόρεσαν ἀκόμα τό ἔνδυμα τοῦ γάμου πού προσφέρεται στό ἅγιο βάπτισμα, ἀπομακρύνονται τώρα ἀπό τό χῶρο πού πραγματοποιεῖται ἡ εὐχαριστιακή παρουσία τοῦ Χριστοῦ.

antiminsion«ΑΝΤΙΜΗΝΣΙΟΝ» ἤ «ΑΝΤΙΜΙΝΣΙΟΝ»;

19ό «Ἀντιμίνσιον» εἶναι ἕνα κομμάτι μεταξωτό ὕφασμα σέ σχῆμα ὀρθογωνίου, πού ἔχει διάφορες παραστάσεις ἀπό τό Πάθος καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ. Στό μέσον του ἀκριβῶς παριστάνει τήν ταφή τοῦ Χριστοῦ.
Οἱ ὅροι «Ἀντιμήνσιον» καί «Ἀντιμίνσιον»  εἶναι σύνθετοι.
 Ὁ   πρῶτος ὅρος «Ἀντι-μήνσιον»   παράγεται  ἀπό τήν ἑλληνική πρόθεση «ἀντί» ἡ ποιά σημαίνει ὅτι κάτι ἀντικαθίσταται ἀπό κάτι ἄλλο, καί ἀπό τό λατινικό οὐσιαστικό «mensa» πού σημαίνει τό τραπέζι τοῦ Μυστικοῦ Δείπνου καί τήν ἁγία Τράπεζα (ἀντί+mensa).
Συμπερασματικά  ὁ ὅρος «Ἀντιμήνσιον»  σημαίνει τό τραπέζι πού χρησιμοποιεῖται κατά τήν τέλεση τῆς  θείας λειτουργίας σέ ἀντικατάσταση τῆς ἁγίας Τράπεζας.
Ὁ δεύτερος  ὅρος «Ἀντιμίνσιον»  καί αὐτός παράγεται  ἀπό τήν ἑλληνική πρόθεση «ἀντί», ἀλλά στήν περίπτωση  αὐτή σημαίνει ὅτι κάτι εἶναι ἴσο  ἤ ὅμοιο μέ κάτι ἄλλο,  καί ἀπό τήν βυζαντινή λέξη «minsos», ἡ ὁποία ἔχει διάφορες ἑρμηνεῖες:
α) Σημαίνει μία μικρή Ἐκκλησιαστική ἀκολουθία.
β) Σημαίνει τό σκεῦος πάνω στό ὁποῖο τοποθετεῖται κάτι πού πρόκειται νά τό προσφέρουμε σέ κάποιον (ἀντί+minsos).
Συμπερασματικά ὁ ὅρος «Ἀντιμίνσιον»  φανερώνει τήν ἰσότητα καί τήν ὁμοιότητα ἑνός λειτουργικοῦ σκεύους μέ κάποιο ἄλλο. Πιό συγκεκριμένα σημαίνει τό λειτουργικό ἐκεῖνο σκεῦος πάνω στό ὁποῖο τοποθετεῖται ἕνα δῶρο προκειμένου νά  προσφερθεῖ σέ κάποιον ὡς ἀντίδωρο γιά τήν προσφορά πού μᾶς ἔκανε.
Ὡς ἐκ τούτου τό «Ἀντιμίνσιον»  δέν ὑποκαθιστᾶ τήν ἁγία Τράπεζα (ἀντί τραπέζης), ἀλλά εἶναι ἴσο πρός τήν ἁγία Τράπεζα. Ἔχει  καί  αὐτό  στίς τέσσερις γωνίες του ραμμένα λείψανα Μαρτύρων. Γιά τόν λόγο αὐτό ὅταν ἡ ἁγία  Τράπεζα εἶναι ἐγκαινιασμένη, εἶναι πλεονασμός ἤ περιττό νά χρησιμοποιεῖται καί τό «Ἀντιμίνσιον». Τήν θέση του τότε κατέχει τό «Εἰλητόν». Γι' αὐτό καί στίς Δεήσεις ὑπέρ τῶν κατηχούμενων ἡ πρώτη εὐχή «Κύριε ὁ Θεός ἡμῶν ὁ ἐν ὑψιλοῖς κατοικῶν» λέγεται εὐχή ὑπέρ τῶν κατηχούμενων πρίν ἁπλωθεῖ  τό «Εἰλητόν» καί ἡ δεύτερη εὐχή « Ἐυχαριστοῦμεν σοι Κύριε, ὁ Θεός τῶν δυνάμεων» μετά τό ἅπλωμα τοῦ «Εἰλητοῦ».  
Τό «Εἰλητόν» εἶναι  ἕνα  τετράγωνο  ὕφασμα πού ἁπλωνόταν ἐπάνω στήν ἁγία Τράπεζα γιά τήν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας. Συμβολίζει τό Σεντόνι τοῦ Ἰωσήφ μέ τό ὁποῖο περιτύλιξε τό ἄχραντο Σῶμα τοῦ Κύριου κατά τήν Ἀποκαθήλωση.
Ἐπάνω στό ἀνοιγμένο «Εἰλητόν» τοποθετοῦνταν τό ἅγιο Ποτήριο  καί τό ἅγιο Δισκάριο, ὡς προστατευτικό γιά τήν περισυλλογή τῶν  «Μαργαριτῶν». Σήμερα μέ τήν γενικευμένη χρήση τῶν «Ἀντιμινσίων» (κακῶς), ἄσχετα ἀπό τό ἄν εἶναι  ἤ  ὄχι ἐγκαινιασμένη ἡ ἁγία Τράπεζα τό «Εἰλητόν» τοποθετεῖται κάτω ἀπό τό «Ἀντιμίνσιον», τό ὁποῖο καί περιτυλίγει προστατευτικά.
                      


Εκτύπωση   Email