ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ 318 ΠΑΤΕΡΩΝ ΤΗΣ Α΄ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ

"Τὰ ῥήματα ἅ δέδωκάς μοι δέδωκα αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ ἔλαβον..."

 

 agion pateron19ήν σημερινή Κυριακή, πού εἶναι ἀμέσως μετά τήν ἑορτή τῆς Ἀναλήψεως τοῦ Κυρίου, Ἀγαπητοί μου, ἡ Ἐκκλησία μας τήν ἀφιερώ­νει στήν μνήμη τῶν ἁγίων καί θεοφόρων Πατέρων πού ἔλαβαν μέρος στήν Α´ Οἰκουμενική Σύνοδο στήν Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Σχετικό εἶναι καί τό Εὐαγγελικό ἀνάγνω­σμα, πού ἀκούσαμε στήν θεία Λειτουργία καί πού ἀποτελεῖ ἕνα τμῆμα τῆς λεγόμενης Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς τοῦ Κυρίου μας. Δηλαδή, τῆς προσευχῆς πού ὁ Χριστός ἀπηύθυνε πρός τόν Θεό Πατέρα του, λίγο πρίν ἀπό τό Πάθος Του, γιά τόν ἑαυτό του, γιά τούς μαθητές του καί γιά ὅλους ὅσοι ἐπρόκειτο νά πιστέψουν σ᾽ αὐτόν.

 Δύο εἶναι τά πιό βασικά πού ζήτησε μέ τήν προσευχή αὐτή ὁ Κύριος ἀπό τόν Θεό Πατέρα του.

Τό πρῶτο. Νά ὑπάρχει ἀκλόνητη ἑνότητα μεταξύ τῶν μαθητῶν του καί ὅλων ἐκείνων πού θά πί­στευαν μελλοντικά στό ὄνομά του. Ἡ ἑνότητα αὐτή θά ἀπεδείκνυε τήν δύναμη τοῦ Χριστοῦ καί τήν θεϊκή προέ­λευση τῆς ἀποστολῆς του.

Τό δεύτερο. Ἡ ἀνάγκη νά διαφυλαχθεῖ καθαρή καί ἀνόθευτη ἡ πίστη, ὁ ζωντανός λόγος τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ μόνο μέ αὐτόν ἐξασφαλίζεται ἡ δυνατότητα τῆς σωτηρίας ὅλων τῶν πιστῶν.

Τά δυό αὐτά αἰτήματα, πού ἀποτελοῦν καί τά ἰδιαί­τερα χαρακτηριστικά τῆς Ἀρχιερατικῆς προσευχῆς, συν­δέονται ἄμεσα καί μέ τό ἔργο τῶν Ἁγίων Πατέρων τῆς Α´ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δηλαδή, μέ τόν ἀγώνα πού ἔκαναν προκειμένου νά διαφυλάξουν τήν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας καί τήν καθαρότητα τῆς διδασκαλίας της, πού κινδύνευαν ἀπό τίς διάφορες αἱρέσεις καί κυρίως ἀπό τόν Ἀρειανισμό.

Λέει, λοιπόν, ὁ Κύριος πρός τόν Θεό Πατέρα του: «Τὰ ῥήματα ἅ δέδωκάς μοι, δέδωκα αὐτοῖς καὶ αὐτοὶ ἔλαβον, καὶ ἔγνωσαν ἀληθῶς ὅτι παρὰ σοῦ ἐξῆλθον, καὶ ἐπίστευσαν ὅτι σύ με ἀπέστειλας». Δη- λαδή: Τά λόγια, τίς διδαχές πού μοῦ έδωσες, τούς τά ἔδωσα. Καί αὐτοί τά δέχθηκαν καί ἀναγνώρισαν πώς προέρχομαι πραγματικά ἀπό σένα. Καί πίστεψαν ὅτι σύ μέ ἔστειλες στόν κόσμο.

Ὁ Χριστός ἐρχόμενος στόν κόσμο μᾶς ἔφερε «τά ρήματα» τοῦ Θεοῦ Πατέρα. Μᾶς ἀποκάλυψε τόν αἰώνιο λόγο του. Μᾶς κήρυξε τό Εὐαγγέλιο τῆς σωτηρίας. Ὅ,τι μᾶς φανέρωσε, ὅ,τι μᾶς δίδαξε, δέν εἶναι προϊόν ἀνθρώπινης σοφίας. Δέν μᾶς τό φανέρωσε καί δέν μᾶς τό δίδαξε ὡς ἄνθρωπος ἀλλά ὡς Θεάνθρωπος, ὡς ὁ Μονο­γενής Υἱός τοῦ Θεοῦ Πατέρα. «Πάντα ἅ ἤκουσα παρὰ τοῦ Πατρός μου ἐγνώ- ρισα ὑμῖν» δηλαδή, ὅλα, ὅσα ἄκουσα ἀπό τόν Πατέρα μου, σᾶς τά ἐγνώρισα. (Ἰω. 15,15)

διδασκαλία τοῦ Εὐαγγελίου δέν εἶναι ἀνθρώπινη ἀνακάλυψη, ἀλλά θεία ἀποκάλυψη. Δέν εἶναι ἐφεύρημα φιλο­σοφικῆς σκέψης καί ἀναζήτησης, ἀλλά φανέρωση τῆς ἀλήθειας καί τῆς δόξας τοῦ Θεοῦ διά τοῦ προσώπου τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Καί καταγράφτηκαν ἀπό τούς Εὐαγγελιστές καί τούς Ἀποστόλους μέ τήν φώτιση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος Ἐπίσκοπος Νύσσης γράφει:«Ὅσα ἡ θεία Γραφὴ λέγει, τοῦ Πνεύματός εἰσι φωναί».

Τά «ρήματα», τά λόγια αὐτά τοῦ Θεοῦ Πατέρα ἀποτελοῦν τό Εὐαγγέλιο Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό Εὐαγγέλιο στό ὁποῖο πιστεύουμε. Τό Εὐαγγέλιο μέσῳ τοῦ ὁποίου σωζόμαστε. Τό Εὐαγγέλιο πού ἐξακολουθεῖ νά κηρύττει ἡ 'Εκκλη­σία ἐδῶ καί δυό χιλιάδες χρόνια. Καί τό κάνει ὑπακούοντας στόν ἱδρυτή καί Κύριό της, ὁ ὁποῖος παρήγ­γειλε καί συνεχίζει νά μᾶς ζητᾶ: «Πορευθέντες εἰς τὸν κόσμον ἅπαντα, κηρύξατε τὸ εὐαγγέλιον πάσῃ τῇ κτίσει» δηλαδή, πηγαίνετε σέ ὅλο τόν κόσμο, καί κηρύξτε τό Εὐαγγέλιο σέ ὅλη τήν κτίση. (Μάρκ. 16,15)

Ὁ Κύριός μας προσθέτει: «καὶ αὐτοὶ ἔλαβον...».Ποιοί; Οἱ μαθητές του. Δηλαδή ἀποδέχτηκαν τά «ρήματα» πού τοῦ ἔδωσε ὁ Θεός Πατέρας, καί πού ὁ ἴδιος, ἐρχόμενος στόν κόσμο, πα­ρέδωσε στούς μαθητές του. Ὁ Χριστός μᾶς ἀποκάλυψε τόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ γιά νά τόν ἀποδεχθοῦμε καί νά τόν ἐφαρμόσουμε. Νά τόν δεχθοῦμε, ὅπως δέχεται τό ἔδαφος στά σπλάχνα του τόν σπόρο πού σπέρνει ὁ γεωρ­γός. Ὅπως δέχεται ἡ γῆ τήν βροχή πού πέφτει ἀπό τόν οὐρανό.

Τό ἐρώτημα πού προκύπτει εἶναι:

Μέ ποιόν τρόπο δείχνουμε ὅτι άποδεχόμαστε τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χρι­στοῦ;

Πρῶτον, πιστεύοντας ἀκλόνητα στήν ἀλήθεια καί τήν δύναμη τοῦ Εὐαγγελίου.

Τό Εὐαγγέλιο εἶναι ὁ αἰώνιος λόγος τοῦ Θεοῦ, τόν ὁποῖο μᾶς ἀποκάλυψε ὁ Κύριος. Γι᾽ αὐτό, λοιπόν, πιστεύουμε ἀκλόνητα στό Εὐαγγέλιο καί τό ἀποδεχόμαστε μέ ὅλη τήν δύναμη τῆς ὑπάρξεώς μας.

Δεύτερον, ἀγωνιζόμενοι νά γνωρίσουμε ὅσο τό δυνατόν καλύτερα τό θεόπνευστο περιεχόμενό του.

Τό Εὐαγγέλιο μᾶς δό­θηκε γιά νά τό γνωρίσουμε. Καί τό γνωρίζουμε ὄχι ἄν τό ἔχουμε καταχωνιασμένο κάπου, γιά παράδειγμα στό εἰκονοστάσι ἤ σέ κάποιο συρτάρι ἤ σέ μιά γωνιά τῆς βιβλιοθήκης μας, ἀλλά ὅταν τό μελετοῦμε καθημερινά, μέ εὐλάβεια καί προσοχή. Μέ ἀληθινή πνευματική δίψα. Ὅταν τό μελε­τοῦμε, ὅπως τό μελετοῦσαν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ. Ὅπως ὁ προφήτης Δαβίδ, ὁ ὅποιος ἀποκαλύπτοντας τήν ἀγάπη του γιά τόν νόμο τοῦ Θεοῦ γράφει στούς Ψαλμούς του: «Ὁ νόμος σου μελέτη μου ἐστί».(118,174)

Καί τρίτον, ἐφαρμόζοντας τά ὅσα μᾶς παραγγέλνει.

Τό Εύαγ­γέλιο εἶναι ὑπόθεση καί μήνυμα ζωῆς. Ὁ Κύριος μᾶς τά δίδαξε ὄχι γιά νά ἱκανοποιήσει τήν περιέργειά μας, οὔτε γιά νά αὐξήσει τίς θρησκευτικές μας γνώσεις ἀλλά, γιά νά ἐμπνέουν τήν ζωή μας. Γιά νά ἐφαρμόζουμε τά ὅσα παραγ­γέλλει σέ καθημερινή βάση, καί νά τά κάνουμε τρόπο ζωῆς. Ἡ πίστη καί ἡ ἀγάπη μας πρός τόν Χριστό εἶναι γνήσια ὅταν τηροῦμε τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου του: «Ὁ ἔχων τὰς ἐντολάς μου καὶ τηρῶν αὐτὰς ἐκεῖνος ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με».(Ἰω. 14,21)

Ἔχουμε τό τιμημένο ὄνομα τοῦ Χριστιανοῦ. Ἡ προσωνυμία ὅμως αὐτή δέν μᾶς ὠφελεῖ σέ τίποτα, ἄν δέν εἶναι χριστιανικά καί τά ἔργα μας, ἄν δέν ἀνταποκρινόμαστε στίς ἐντολές Ἐκείνου τοῦ ὁποίου φέρουμε τό ὄνομα.

Ἡ ὑπακοή στό Εὐαγγέλιο ἀποτελεῖ χρέος ὅλων τῶν πιστῶν, Κληρικῶν καί λαϊκῶν. Αὐτό μᾶς ὑπογραμμίζει ὁ Μέγας Βασίλειος, πολεμώντας προφανῶς τήν ἐσφαλμένη ἀντίληψη, πού κυκλοφοροῦσε καί στήν ἐποχή του, ὅτι δηλαδή, ἡ πλήρης ὑπακοή στό Εύαγ­γέλιο εἶναι ὑποχρέωση κυρίως τῶν Μοναχῶν. «Πάντες ἄνθρωποι ἀπαιτησόμεθα τὴν πρὸς τὸ Εὐαγγέλιον ὑπακοήν, μοναχοὶ καὶ οἱ ἐν συζυγίαις» δηλαδή, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, Κληρικοί καί λαϊκοί, ἔχουμε ὑποχρέωση νά ὑπακούομε στό Εὐαγγέλιο καί νά τό ἐφαρμόζουμε.

Ἀγαπητοί μου, ὡς Ὀρθόδοξοι χριστιανοί καί Ἕλληνες ἔχουμε ἕνα διπλό ζηλευτό προνόμιο:

πρῶτον, εἴμαστε μέλη ἐκείνης τῆς 'Εκ­κλησίας πού διαφύλαξε ἀνόθευτο τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ καί

δεύτερον, ἀνήκουμε στό ἔθνος πού εἶ­χε τήν ὕψιστη τιμή νά γραφτεῖ τό Εὐαγ­γέλιο, ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη, στήν γλώσσα του.

Τό διπλό ὅμως αὐτό προνόμιο προσδιορίζει καί τό μέγεθος τῆς εὐθύνης μας.

Τί ὠφελεῖ νά εἴμαστε Ὀρθόδο­ξοι μόνο στήν ταυτότητα καί γιά κά-ποιες τελετές, στίς ὁποῖες κατά καιρούς μετέχουμε;

Καί ἀκόμη: τί κερδίζουμε μέ τό νά ἔχουμε γραμμένο στήν γλώσσα μας τόν αἰώνιο λόγο τοῦ Θεοῦ καί νά τόν ἀγνοοῦμε; Νά μήν τόν μελετοῦμε; Νά τόν παραβαίνουμε καθημερινά;

Ἄς ἀναλάβουμε, λοιπόν, τίς εὐθύνες μας ὡς χριστια­νοί ἀπέναντι στό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ:

*  Νά πιστεύουμε ἀκλόνητα στήν δύναμή του.

*  Νά τό μελετοῦμε μέ εὐλάβεια καί προσοχή. Καί τέλος,

*  Νά ἐφαρμόζουμε μέ αὐταπάρνηση τίς ζωηφόρες ἐντο­λές του.

Εκτύπωση