ΔΕΥΤΕΡΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ
ό μεγάλο γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς, Ἀγαπητοί μου, κατά τό ὁποῖο ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία ἑορτάζει τήν κάθοδο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, ἐπισφραγίσθηκε ἀπό τήν ἐμφάνιση πρωτοφανῶν σημείων. Ἀπό τήν φανερή ἐκδήλωση μιᾶς νέας δυνάμεως, ἡ ὁποία περιέβαλε τούς μαθητές καί μετέβαλλε ἐν ριπή ὀφθαλμοῦ τούς ἄπειρους, ἄτολμους καί ἁπλοϊκούς ἐκείνους Γαλιλαίους σέ ἀτρόμητους ἀγγελιοφόρους καί ἐμπνευσμένους κήρυκες τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Τό γεγονός αὐτό εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νά βαπτισθούν, τήν ἡμέρα ἐκείνη, περίπου τρεῖς χιλιάδες ἄνθρωποι!
Ἦταν ἀνάγκη νά ἐπισημανθεῖ ἡ ἐπιφοίτηση τοῦ Ἁγίου Πνεύματος μέ τρόπο παραστατικό, μεγαλειώδη, συναρπαστικό, ὥστε καί τά συγκεντρωμένα στήν Ἱερουσαλήμ, ἀπό κάθε ἄκρη τῆς γῆς, πλήθη τῶν Ἰουδαίων, νά πεισθοῦν ὅτι ἐπρόκειτο γιά τήν ἐμφάνιση μιᾶς ὑπερκόσμιας δύναμης, πού μετέδιδε ἕνα ἄγγελμα ἀπό τόν Θεό: νά δεχθοῦν, δηλαδή, ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, τήν ἀπολύτρωση ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά γίνουν κήρυκες στήν ἀνθρωπότητα, τῆς καλῆς ἀγγελίας, τῆς σωτηρίας διά Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἡ διδασκαλία περί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, δέν ἦταν ξένη στόν Ἰουδαϊσμό.
Στήν Παλαιά Διαθήκη, ὁ Θεός ἀποκάλυψε μέ τούς προφῆτες τό θέλημά του στόν περιούσιο λαό του, ἄλλοτε σάν προειδοποίηση καί ἀπειλή, ἄλλοτε σάν ρητή διαταγή ἤ ὁδηγία. Ἀλλά ἡ κύρια ἀποστολή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος κατά τήν Παλαιά Διαθήκη ἦταν νά προετοιμάσει τόν Ἰουδαϊκό λαό γιά τήν ὑποδοχή τοῦ Μεσσία, ὄχι σάν κοσμικό ἐλευθερωτή ἀπό τήν Ρωμαϊκή κυριαρχία, ἀλλά σάν Σωτήρα ἀπό τήν ἐξουσία τῆς ἁμαρτίας. Δυστυχῶς ὅμως γιά τόν Ἰουδαϊκό λαό, γιατί εὑρισκόμενος μέσα σ᾽ ἕνα παχυλό διανοητικό σκοτάδι, πεισματικά καί ἀδιάλλακτα, ἀπέρριψαν καί θανάτωσαν τόν Μεσσία καί ἔτσι ἐπέσυραν πάνω τους καί πάνω στούς ἀπογόνους τους τήν δίκαιη τιμωρία τῆς ἀνομίας τους.
Στήν Καινή Διαθήκη ὅμως, τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἔγινε ἀτομικό, καί ἐνεργεῖται μέσα στήν ψυχή τῶν ἀνθρώπων, μέ σκοπό νά ἀποκαλύψει στόν ἄνθρωπο, τόν Ἰησοῦ Χριστό. Τήν ἀποκάλυψη αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος δέχεται καί κατανοεῖ μόνο ἡ πίστη, ὄχι τό λογικό τοῦ ἀνθρώπου, γιατί οἱ θεῖες ἀποκαλύψεις δέν ἀπευθύνονται στό λογικό, ἀλλά μόνο στήν πίστη, τήν εἰδική ἐκείνη δύναμη τῆς ψυχῆς, τό εἰδικό ἐκεῖνο αἰσθητήριο, μέ τό ὁποῖο ὁ πεπερασμένος ἄνθρωπος βιώνει τά ὅσα συμβαίνουν μετά θάνατον.
Ὁ Κύριός μας, ἀνάλογα μέ τίς ἐνέργειες τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τό ὀνόμασε:
Παράκλητο, ἐπειδή θά ἀποστέλλονταν γιά νά παρηγορεῖ καί νά ἐνισχύει τούς μαθητές καί νά ἀναπληρώνει τήν παρουσία τοῦ ἑαυτοῦ του κοντά τους.
Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, τό ὁποῖο ὁ κόσμος δέν βλέπει οὔτε γνωρίζει, καί προσθέτει: «Σεῖς ὅμως γνωρίζετε αὐτό, γιατί μένει μαζί σας καί θά εἶναι μέσα σας».
Τό χαρακτηρίζει ὡς, Διδάσκαλο τῶν θείων ἀληθειῶν, ὡς Ὑπομνηστή καί Ἑρμηνευτή τῶν λόγων του. «Αὐτά σᾶς δίδαξα ὅλον αὐτό τόν καιρό πού βρίσκομαι κοντά σᾶς. Ἀλλά τό Πνεῦμα τό Ἅγιο, ὁ Παράκλητος, πού θά στείλει ὁ Πατέρας στό ὄνομά μου, ἐκεῖνος θά σᾶς διδάξει τά πάντα καί θά φέρει στή μνήμη σας ὅλα ὅσα σᾶς ἔχω πεῖ ἐγώ». (Ἰωάν.14,25-26)
Τό ὀνομάζει μάρτυρα, συμμαρτυροῦντα μέ τούς μαθητές γιά τόν Χριστό : «Ὅταν ἔρθει ὁ Παράκλητος, πού θά σᾶς τόν στείλω ἐγώ ἀπό τόν Πατέρα, τό Πνεῦμα τῆς Ἀληθείας, πού ἐκπορεύεται ἀπό τόν Πατέρα, αὐτός θά δώσει ἐξηγήσεις γιά μένα. Ἀλλά κι ἐσεῖς θά μιλήσετε γιά μένα, γιατί ἐξαρχῆς εἶστε μαζί μοῦ». (Ἰωαν.16,26-27)
Ἀπό τά παραπάνω, συνάγεται ὅτι τό ἔργο τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι κυρίως ἀτομικό καί ἐνεργεῖται πρῶτα στήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Ἀπό τήν ἄλλη ὅμως εἶναι καί γενικό, καί ἐνεργεῖται στό σύνολο τῶν πιστῶν, ἤ τῶν ψυχῶν, πού εἶναι ἤδη προετοιμασμένες, γιά νά δεχτοῦν μέ χαρά τήν ἐπίδρασή του.
Τό ἀποτέλεσμα τῆς ἔκχυσης τοῦ Ἁγίου Πνεύματος τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, ὑπῆρξε ἡ γέννηση, ἡ Γενέθλιος ἡμέρα τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ.
Μπορεῖ τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς νά γιορτάζουμε τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά ἡ ἐποχή μας δέν μπορεῖ εὔκολα νά γιορτάσει τό γεγονός τῆς Ἐκκλησίας, γιατί εἶναι μιά ἔντονα ἀντιεκκλησιαστική ἐποχή.
Ἡ ἐποχή μας εἶναι ἀτομιστική καί ἀνταγωνιστική, εἶναι μιά ἐποχή πού ἐνθαρρύνει τόν ἀνθρώπινο αὐτοθαυμασμό καί τήν ὑπέρμετρη αὐταρέσκεια μέ συνέπεια νά καλλιεργεῖ τίς προϋποθέσεις γιά τήν ἀποκοπή τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τούς ἄλλους καί τήν ἀπομόνωσή του.
Στόν ἄνθρωπο ὁ Θεός, πού τόν ἔπλασε κατ᾽ εἰκόνα καί ὁμοίωση δική του, ἔδωσε τήν ἐκκλησιαστικότητα πού εἶναι γιά τόνἄνθρωπο ὅ,τι γιά τόν Θεό ἡ τριαδικότητα. Ἀλλά μέ τήν ἀπομάκρυνσή του ἀπό τόν Θεό ὁ ἄνθρωπος ἀλλοιώνει τήν θεία εἰκόνα καί ὑποκαθιστᾶ τήν ἐκκλησιαστικότητά του μέ τόν ἀτομικισμό καί τόν ἐγωϊσμό πού ὁδηγοῦν στόν θάνατο. Ὁ Χριστός μέ τήν ἐνανθρώπησή του ἀποκαθιστᾶ τήν ἀνθρώπινη φύση στήν παλιά της κατάσταση καί ἔτσι ξαναζωντανεύει τήν ἐκκλησιαστικότητα τοῦ ἀνθρώπου καί τήν πραγματώνει μέ τήν ἵδρυση τῆς Ἐκκλησίας.
Ἑπομένως ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι διοίκηση, ὀργάνωση ἤ ἐξουσία, οὔτε μία ἁπλή συνεύρεση καί συγκέντρωση ἀτόμων στόν Ναό, ἀλλά εἶναι κοινωνία, συνομιλία, συνύπαρξη, συμμετοχή, σύνοδος. Στήν Ἐκκλησία οἱ ἄνθρωποι μοιράζονται μέ τούς ἄλλους τόν ἑαυτό τους, τόν βίο τους, τόν χρόνο τους, τίς ἀνησυχίες τους, τήν χαρά τους, τήν λύπη τους, τήν πίκρα τους, τήν ἀπόγνωσή τους, τήν ἐλπίδα καί τήν πίστη τους.
Δέν ὑπάρχει Ἐκκλησία ἐκεῖ πού οἱ ἄνθρωποι φροντίζουν ὁ καθένας τόν ἑαυτό του, ἐκεῖ πού ὁ καθένας κρατάει τά ἀγαθά, τήν χαρά, τήν δύναμη, τήν ἐλπίδα, τήν πίστη, τήν ἀρετή γιά τόν ἑαυτό του καί δέν τήν μοιράζεται μέ τούς ἄλλους.
Ἄν στήν ἐποχή μας πολλοί ἄνθρωποι πολεμοῦν τήν Ἐκκλησία σάν ὀργάνωση, εἶναι κυρίως ἐπειδή ὁ σημερινός ἄνθρωπος, κυριαρχημένος ἀπό τόν δαιμονικό ἐγωϊσμό, τρέμει τήν ἐκκλησιαστικότητα καί ἐνῶ μπορεῖ νά μιλάει συχνά γιά δίκαιη κατανομή τῶν ὑλικῶν ἀγαθῶν, δέν κάνει λόγο γιά ἀγάπη. Μέ τήν μάσκα τῆς ὑλιστικῆς ἰσότητας, κρύβει τόν τρόμο πού αἰσθάνεται στό ἐνδεχόμενο νά μοιραστεῖ τόν ἑαυτό του μέ κάποιον ἄλλο. Γι᾽ αὐτό προσπαθεῖ νά μεταβάλει σέ ἐμπορική συναλλαγή καί τίς πιό προσωπικές σχέσεις.
Τήν ὑλιστική ἰσότητα τήν θέλει ὑποχρεωτική, κυρίαρχη, ἐπιβεβλημένη ἀπό κάποια ἀπρόσωπη ἐξουσία γιά νά ἀποκλείεται τό στοιχεῖο τῆς προσωπικῆς προσφορᾶς, γιά τήν ὁποία αἰσθάνεται ἔντονα ὁ σημερινός ἄνθρωπος τήν τραγική του ἀναπηρία.
Ἀλλά δέν μποροῦν οἱ ἄνθρωποι νά ἔχουν μεταξύ τους κοινότητα, κοινωνία, ἑνότητα, χωρίς νά εἶναι ἑνωμένοι μέ Ἐκεῖνον πού εἶναι ἡ Κοινότητα, ἡ Κοινωνία, ἡ Ἑνότητα.
Δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει πραγματική κοινότητα χωρίς νά εἶναι Ἐκκλησία καί χωρίς νά ἔχει αὐτή ἡ κοινότητα κι αὐτή ἡ κοινωνία, σάν ψυχή της, τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ. Χωρίς τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, δέν μπορεῖ νά ὑπάρξει Ἐκκλησία. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ “ὅλον συγκροτεῖ τὸν θεσμὸν τῆς Ἐκκλησίας..” (Στιχηρό Ἑσπερινοῦ Κυριακῆς Πεντηκοστῆς).
Τό γεγονός τῆς Πεντηκοστῆς μεταξύ ἄλλων φανερώνει ὅτι ἕνα ἀπό τά πρῶτα χαρίσματα τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἶναι ἡ δυνατότητα τῆς ἐπικοινωνίας. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, μπορεῖ νά μιλάει καί νά καταλαβαίνει τήν γλώσσα τοῦ συνανθρώπου του, ξεπερνώντας ὁποιοδήποτε σχετικό ἐμπόδιο καί μικροεγωϊσμό. Τό περιστατικό τοῦ Πύργου τῆς Βαβέλ εἶναι ὡς πρός αὐτό τό σημεῖο τό ἀντίθετο μέ τήν Πεντηκοστή. Στό περιστατικό αὐτό φαίνεται, πῶς ἀκριβῶς ὁ ἄνθρωπος πού εἰδωλοποίησε τόν ἑαυτό του καί ἔτσι ἔχασε τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ, ἔχασε ταυτόχρονα καί τήν δυνατότητα νά μιλάει καί νά καταλαβαίνει τήν γλώσσα τοῦ συνανθρώπου του. Ἡ σύγχυση, πού ἐπικρατεῖ συχνά στήν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία, εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἀνθρώπινης ἁμαρτίας. Ἡ ἀδυναμία στήν ἀνθρώπινη ἐπικοινωνία εἶναι ἀποτέλεσμα τοῦ ἀνθρώπινου ἐγωκεντρισμοῦ.
Αὐτή ἡ τραγική πραγματικότητα εἶναι ἡ αἰτία τῆς πιό βασανιστικῆς μοναξιᾶς, πού τελικά εἶναι τό πιό ἀφόρητο μαρτύριο τοῦ σύγχρονου ἀνθρώπου. Τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ ἀποκαθιστᾶ τήν ἐμπιστοσύνη καί τήν ἐπικοινωνία ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, γιατί δέν εἶναι πνεῦμα ἀνταγωνισμοῦ ἀλλά πνεῦμα προσφορᾶς. Ὁ ἄνθρωπος πού ἔχει τό Πνεῦμα τοῦ Θεοῦ δέν σκέπτεται τί θά πάρει ἀπό τόν ἄλλο, ἀλλά τί θά δώσει στόν ἄλλο. Δέν βλέπει τόν συνάνθρωπό του ἀνταγωνιστή ἀλλά συναγωνιστή.
Αὐτό ἦταν τό κλίμα τῆς Πεντηκοστῆς καί γι᾽ αὐτό ἔδωσε τήν δυνατότητα σέ ὅλους νά μιλοῦν καί νά καταλαβαίνουν τίς γλῶσσες ὅλων. Εἴκοσι αἰῶνες τώρα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀκοῦνε, καθένας στήν γλώσσα του καί στήν διάλεκτό του τό κήρυγμα τῆς Πεντηκοστῆς.
Ἡ γλωσσολαλιά αὐτή τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἀπευθύνεται σέ ὅλους μας καί κυρίως στήν σύγχρονη ἐποχή μας, στήν ὁποία κυριαρχεῖ ὁ ὑλισμός καί ἡ σαρκολατρεία. Ἀπό τήν ὁποία ὅμως ἀπουσιάζει τό Ἅγιο Πνεῦμα, ἡ παρουσία του καί ἡ ἐπενέργειά του.
Κι ὅμως ἡ ζωή πού κάνουμε μᾶς ὁδηγεῖ σέ ἀδιέξοδα. Σ᾽ αὐτά, μόνη σωτήρια διέξοδος, εἶναι ἡ ἀπαραίτητη παρουσία τοῦ Ἁγίου Πνεύματος στήν ζωή μας. Ὅταν ὁ Ἀδάμ καί ἡ Εὔα ζοῦσαν στόν Παράδεισο, ἦταν ἑνωμένοι μέ τό Ἅγιο Πνεῦμα καί ζοῦσαν πανευτυχεῖς. Ὅταν ὅμως παρέβηκαν τήν ἐντολή τοῦ Θεοῦ, ὑποπίπτοντας στό πρῶτο παράπτωμα, στήν πρώτη ἁμαρτία, κατάντησαν δυστυχεῖς καί τρισάθλιοι καί ἡ συνέπεια τῆς φθορᾶς καί τοῦ θανάτου μπῆκε στήν ζωή τους.
Ἴσως κάποιος νά προβληματιστεῖ γιά τό πῶς μπορεῖ ὁ σημερινός ἄνθρωπος νά ξαναβρεῖ καί πάλι τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ὑπάρχουν δύο τρόποι γι᾽ αὐτό:
Πρῶτος τρόπος.
Ἡ βίωση τῆς ὀρθόδοξης πίστεώς μας καί ἡ συμμετοχή μας στά ἱερά Μυστήρια. Ὅσο περισσότερο βιώνουμε τήν πίστη μας, τόσο μεγαλύτερη εἶναι καί ἡ χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Δεύτερος τρόπος.
Ἡ μετάνοια. Εἶναι τό λουτρό τῆς ψυχῆς μας, ἀπό τό ὁποῖο καί ἐπανακτοῦμε τόν ἁγιασμό καί τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Ἔτσι, λοιπόν, μέ τήν κάθαρση τῆς ψυχῆς μας ἀπό τά πάθη, μέ τήν τήρηση τῶν θείων ἐντολῶν καί μέ τήν θεία Κοινωνία, ἀναζωογονεῖται ἡ ψυχή μας καί πλημμυρίζει μέ τήν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος.
Αὐτή εἶναι ἡ Πεντηκοστή πού ἑορτάζοῦμε. Καί τό Ἅγιο Πνεῦμα, τό “φύσημα” τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο πού τόν κάνει ἴσον “κατ᾽ εἰκόνα καὶ καθ᾽ ὁμοίωσίν του”.
Ὁμοούσιε καὶ ὁμόθρονε, τῷ Πατρὶ καὶ τῷ Υἱῷ, Παράκλητε δόξα σοι.