
Παρασκευή 15 Ιανουαρίου
Παύλου Θηβαίου, Ιωάννου Καλυβίτου






Αυτήν τη στιγμή επισκέπτονται τον ιστότοπό μας 147 επισκέπτες και κανένα μέλος
ΚΥΡΙΑΚΗ IB´ ΛΟΥΚΑ
«Οὐχὶ oἱ δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;»
τήν ἐπίγεια ζωή του ὁ Χριστός πολλές φορές γεύτηκε τήν κακία τῶν ἀνθρώπων χωρίς
παράπονο. Κι αὐτόν ἀκόμα τόν δρόμο τοῦ Γολγοθᾶ τόν βάδισε σιωπηλός, «σάν ἀμνός ἄμωμος πού δέν ἀνοίγει τό στόμα του ἀπέναντι στόν σφαγέα», σύμφωνα μέ τά λόγια τοῦ Προφήτη. Ὅμως μπροστά σέ μιά ἀνθρώπινη κακία, ὅπως εἶναι ἡ ἀχαριστία, ἀκόμα καί ὁ Θεάνθρωπος ἔλυσε τήν σιωπή του. Στήν περίπτωση τῶν δέκα λεπρῶν, πού ἐνῶ τούς ἀγκαλιάζει μέ τήν ἀγάπη του, θεραπεύοντάς τους ἀπό τήν φρικτή ἀρρώστια τῆς λέπρας, δέχεται σάν ἀνταπόδοση τήν λησμονιά, καί τήν περιφρόνηση, γι’ αὐτό ἀφήνει νά ἀνεβεῖ στά χείλη του ἕνα καυτό ἐρώτημα: «Οὐχὶ oι δέκα ἐκαθαρίσθησαν; Οἱ δὲ ἐννέα ποῦ;» Τά λόγια αὐτά δέν εἶναι ἔλεγχος οὔτε διαμαρτυρία. Εἶναι ἕνα πικρό παράπονο. Εἶναι Τό παράπονο τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀχαριστία τῶν ἀνθρώπων. Τήν ὥρα τοῦ πόνου καί οἱ δέκα τόν ἱκέτευαν ἐπίμονα, σπαρακτικά: «Ἰησοῦ ἐπιστάτα, ἐλέησον ἡμᾶς». Τώρα πού δέχθηκαν τήν εὐεργεσία μόνον ὁ ἕνας ἐπιστρέφει κοντά του νά πεῖ ἕνα «εὐχαριστῶ». Oἱ ὑπόλοιποι ἐννέα τόν ξεχνοῦν, ἀφοῦ δέν ἔχουν πιά τήν ἀνάγκη του.
Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Καλυβίτης ὁ διὰ Χριστὸν πτωχὸς (15 Ιανουαρίου)
Ὅσιος Ἰωάννης γεννήθηκε στήν Κωνσταντινούπολη καί ἔζησε περί τά μέσα τοῦ 5ου αἰώνα μ.Χ. Ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Εὐτρόπιος καί ἦταν συγκλητικός. Ἡ μητέρα του ὀνομαζόταν Θεοδώρα.
Ὁ Ἰωάννης ἀπό πολύ μικρή ἡλικία ἀγάπησε τόν μοναχικό βίο καί φοβούμενος μήπως, ριπτόμενος στόν κοσμικό στρόβιλο, ἔχανε τό ἠθικό του καί τή σωτηρία τῆς ψυχῆς του, ἔφυγε ἀπό τήν πατρική οἰκία καί ἦλθε στή Μονή τῶν Ἀκοιμήτων, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Ἀλλά, μέ τόν καιρό, ἡ ἀγάπη τῶν γονέων του τόν ἔβαλε στόν πειρασμό τῆς ἐπιστροφῆς στήν πατρική οἰκία. Ὁ πειρασμός ἔγινε ἀκόμα μεγαλύτερος, ὅταν πληροφορήθηκε ὅτι ἡ μητέρα του ἦταν ἀπαρηγόρητη γιά τήν ἐξαφάνισή του, ὁ δέ πατέρας του ζοῦσε βίο κοσμικό, ξοδεύοντας τά πλούτη του σέ ματαιότητες καί φαντασίες. Ἐπιθύμησε λοιπόν νά τούς δεῖ, ὄχι μόνο γιά νά ἀναπαύσει μέ τήν παρουσία του τήν ψυχή τους, ἀλλά καί γιά νά παρηγορήσει τή μητέρα του καί νά συντελέσει στή μετάνοια τοῦ πατέρα του. Θά ἦταν ὅμως αὐτό δυνατό, ἐάν παρουσιαζόταν ὡς υἱός τους καί τούς ἀπηύθυνε τίς συμβουλές καί τίς παρακλήσεις του;
Σχετικά, λοιπόν, μέ τό πρόβλημά του πληροφόρησε τόν ἡγούμενο τῆς Μονῆς καί τοῦ ζήτησε νά ἐπιτρέψει νά πάει στούς γονεῖς του. Ὁ ἡγούμενος, πράγματι, ἔδωσε τήν εὐλογία του νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του. Ἔτσι ὁ Ὅσιος, ἐνδύθηκε μέ παλαιά καί τριμμένα ράσα καί μέ τήν πτωχική αὐτή ἐμφάνιση, ἔφθασε ἔξω ἀπό τό σπίτι τῶν γονιῶν του. Τούς παρουσιάσθηκε ὡς μοναχός, χωρίς νά τούς πεῖ ποιός εἶναι. Ἡ εὐγένεια τῆς φυσιογνωμίας του καί ἡ φρόνηση τῶν λόγων του ἔκαναν τήν μητέρα του νά τόν παρακαλέσει νά ἔρχεται καθημερινά στό σπίτι. Ἀλλά καί ὁ πατέρας του τόν συμπάθησε γιά τήν εὐεργετική ἐπιρροή πού ἐξάσκησε στήν καρδιά τῆς συζύγου του.
Ἁγία Ἴτα ἐξ Ἰρλανδίας (15 Ιανουαρίου)
Ἁγία Ἴτα καταγόταν ἀπό τήν Ἰρλανδία. Ἀπό νεαρή ἡλικία ἀγάπησε τόν Χριστό καί ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς μοναχικῆς πολιτείας. Ἵδρυσε τήν Μονή τοῦ Κίλλεντι καί συγκέντρωσε γύρω της πολλές εὐσεβεῖς παρθένους. Διῆλθε ἀσκητικότατο βίο, μέ βάση τή νηστεία, τή μελέτη καί τήν προσευχή. Δίδασκε περί τοῦ μυστηρίου τῆς Ἁγίας Τριάδος καί ἔφθασε σέ πολύ ὑψηλά μέτρα τελειώσεως καί θεωρίας. Ἔτσι ἀναγνωρίζεται ὡς πνευματική μητέρα πολλῶν Ἰρλανδῶν Ἁγίων. Ἵδρυσε σχολή στήν ὁποία δίδασκε τά μικρά παιδιά γιά τήν Ὀρθόδοξη πίστη καί ἐμφύτευσε στήν καρδιά τους τήν ἀγάπη γιά τόν Χριστό.
Ἡ Ἁγία κοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη, τό ἔτος 570 μ.Χ., στή μονή της.
Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος (15 Ιανουαρίου)
Ὅσιος Παῦλος ὁ Θηβαῖος, ἤκμασε στά χρόνια τοῦ Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.) καί τοῦ Βαλεριανοῦ (254 – 259 μ.Χ.). Σύμφωνα μέ τήν βιογραφία τοῦ Ἁγίου Ἱερωνύμου, τῆς ὁποίας πρόσφατα ἀποδείχθηκε ἡ ἱστορικότητα, μέ βάση μία πολύ ἀρχαιότερη ἑλληνική πηγή, τά ὅρια τῆς ζωῆς του μποροῦν νά τοποθετηθοῦν μεταξύ τῶν ἐτῶν 233 καί 346 μ.Χ. Ἀνῆκε σέ πλούσια οἰκογένεια τῆς κάτω Θηβαΐδος τῆς Αἰγύπτου. Ὅταν ὁ Δέκιος ἐξαπέλυσε κατά τῶν Χριστιανῶν τόν τρομερό διωγμό του, ὁ Ὅσιος σέ νεαρή ἡλικία ἔχασε τούς γονεῖς του. Ἐπειδή φοβήθηκε μήπως παραδοθεῖ στούς διῶκτες τῶν Χριστιανῶν ἀπό τόν ἄνδρα τῆς ἀδελφῆς του, τόν γαμπρό του, ζήτησε παρηγοριά καί σωτηρία στήν ἔρημο.
Ἀφοῦ πέρασε ὁ διωγμός τοῦ Δεκίου καί ἐπανῆλθε ἡ γαλήνη, ἀπατηλή ὅμως καί προσωρινή, ὁ Ὅσιος ἀποφάσισε νά ἐξακολουθήσει τήν ἐρημική του διαμονή. Στήν ἔρημο ἀγάπησε τόν ἀσκητικό βίο καί προχώρησε στά ἐνδότερα, ὅπου βρῆκε σπήλαιο, μέσα στό ὁποῖο πέρασε ὅλο τόν χρόνο τῆς ζωῆς του μέ πνευματικούς ἀγῶνες καί στερήσεις. Λέγεται μάλιστα ὅτι ἔξω ἀπό τό σπήλαιο ἔτρεχε δροσερότατη πηγή καί ὑπῆρχε φοίνικας, ἰδιαίτερα ψηλός. Ἐκεῖ μέσα στήν ἡσυχία τῆς φύσεως, μελετοῦσε τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἄλλα ψυχωφελή βιβλία. Ἐκεῖ τόν γνώρισαν καί διάφοροι ἄλλοι ἀναχωρητές, πού εἶχαν ἀναζητήσει καί αὐτοί στήν ἔρημο τήν σωτηρία ἀπό τούς διῶκτες τους. Τόσο μάλιστα ἦταν ὁλοφάνερη ἡ πνευματική ὑπεροχή καί ἡ ταπεινοφροσύνη του, ὥστε ὅλοι τοῦ ἀπέδιδαν σεβασμό καί ἀγάπη, καί τόν ρωτοῦσαν γιά πολλά ζητήματα, εἴτε ἠθικῆς καί θεολογικῆς διακρίσεως, εἴτε ἀναφερόμενα στήν προσωπική τους ψυχική κατάσταση. Ὁ Ὅσιος ἀπαντοῦσε στόν καθένα πατρικά, λύνοντας τίς ἀπορίες τους, φωτίζοντας τίς ἀμφιβολίες τους, στερεώνοντας τίς πεποιθήσεις τους, καθοδηγώντας τους στόν τελειότερο βίο, χωρίς καθόλου νά ὑπερηφανεύεται, τιμώντας καί τόν μικρότερο ἀπό τούς ἀδελφούς του καί συμπεριφερόμενος μέ λεπτή, εὐγενή καί διακριτική συμπεριφορά.
Ἅγιος Πανσόφιος ὁ Μάρτυρας (15 Ιανουαρίου)
Ἅγιος Μάρτυς Πανσόφιος καταγόταν ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια καί ἦταν τέκνο τοῦ Νείλου, ὁ ὁποῖος εἶχε τιμηθεῖ μέ τό ἀξίωμα τοῦ ἀνθύπατου. Ἔζησε κατά τόν 3ο αἰώνα μ.Χ. καί στόλισε τήν Ἀλεξάνδρεια, ἡ ὁποία εἶχε γνωρίσει τόσους περιπετειώδεις καί κρίσιμους ἀγῶνες τῆς πίστεως καί τῆς Ὀρθοδοξίας.
Ὁ Πανσόφιος, λόγω τῆς μεγάλης περιουσίας τοῦ πατέρα του καί τῆς φιλομάθειάς του, σπούδασε τόσο τήν ἑλληνική ὅσο καί τή χριστιανική παιδεία. Μετά τόν θάνατο τοῦ πατέρα του, διένειμε ὁλόκληρη τήν περιουσία του στούς φτωχούς καί ἀποσύρθηκε στήν ἔρημο, ὅπου ἐπιδόθηκε στήν ἄσκηση, στή μελέτη καί στήν ἀπόκτηση τῶν ἀρετῶν. Ἐκεῖ, μέσα ἀπό τούς πνευματικούς ἀγῶνες, ἔμαθε ὅτι ἡ πτωχεία ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ ὑλικοῦ, ἡ παρθενία ἐλευθερώνει ἀπό τήν ἐπιρροή τοῦ σαρκικοῦ ὑλικοῦ καί ἡ ὑπακοή ἐλευθερώνει ἀπό τήν εἰδωλολατρική ἐπιρροή τοῦ ἐγώ. Εἶναι ἡ θεία υἱοθεσία.
Στήν ἔρημο διέμεινε εἴκοσι ἑπτά χρόνια καί ἐν συνεχεία, θωρακισμένος μέ τά ὅπλα τοῦ πνεύματος καί τῆς ἁγιότητας, ἐπέστρεψε στήν γενέτειρά του γιά νά ἐργασθεῖ ὑπέρ τῆς πίστεως. Τότε ξέσπασε ὁ διωγμός τοῦ αὐτοκράτορα Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ὁ Ἅγιος προσκλήθηκε ἐνώπιον τοῦ αὐτοκρατορικοῦ διοικητοῦ καί διατάχθηκε νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. Ὁ Πανσόφιος, ὄχι μόνο ἀρνήθηκε νά υπακούσει, ἀλλά ἀπέδειξε σέ αὐτόν τό ψεῦδος τῆς εἰδωλολατρίας. Τότε ὁ τύραννος ἔδωσε ἐντολή καί μαστίγωσαν τόν Ἅγιο μέχρι θανάτου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Πανσόφιος, κάτω ἀπό τά βάρβαρα καί λυσσώδη κτυπήματα τῶν στρατιωτῶν, ἔλαβε τό στέφανο τῆς δόξας τοῦ μαρτυρίου.
Ὅσιος Ἀλέξανδρος ὁ Ἀκοίμητος (15 Ιανουαρίου)
Ὅσιος Ἀλέξανδρος καταγόταν ἀπό ἐπιφανή οἰκογένεια τῆς Ἀσίας καί σπούδασε στήν Κωνσταντινούπολη. Διακρινόταν γιά τήν φιλομάθεια καί τήν ἀρετή του. Μελετοῦσε ἀδιάλειπτα τό Ἱερό Εὐαγγέλιο καί ἀποφάσισε νά ἐγκαταλείψει τόν κόσμο καί νά ἀφιερωθεῖ στόν Θεό. Ἀφοῦ διένειμε τά ὑπάρχοντά του στούς πτωχούς ἦλθε στή Συρία, ὅπου ἔγινε μοναχός σέ μονή τῆς ὁποίας ἡγούμενος ἦταν ὁ μοναχός Ἠλίας. Ἀφοῦ ἔμεινε ἐκεῖ τέσσερα χρόνια, ἔζησε στήν ἔρημο ὡς ἀναχωρητής ἐπί ἑπτά χρόνια. Ἐπανῆλθε στή Συρία, ὅπου ἵδρυσε μοναστήρι στή δεξιά ὄχθη τοῦ Εὐφράτη ποταμοῦ καί ἄρχισε νά ἐργάζεται ἱεραποστολικά κηρύττοντας τό Εὐαγγέλιο. Λίγο ἀργότερα ἔρχεται στήν Κωνσταντινούπολη καί ἱδρύει νέα μονή πλησίον τοῦ οἴκου τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μηνᾶ. Ήρθε, όμως, σέ προστριβή μέ τόν Πατριάρχη Σισσίνιο (426 – 427 μ.Χ.) καί τούς ἄρχοντες, τούς ὁποίους ὡς ζηλωτής ἔλεγχε ἐάν θεωροῦσε ὅτι ἔπρατταν κάτι ἄτοπο καί γιά τό λόγο αὐτό τόν ἐκδίωξαν. Ἔτσι, μετά ἀπό περιπέτειες, ἐγκαταστάθηκε στά βορειοανατολικά τῆς Βιθυνίας, σέ τόπο καλούμενο Γομών. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ὁ Ὅσιος Ἀλέξανδρος εἶναι οὐσιαστικά ὁ πρῶτος ἱδρυτής τῆς μονῆς τῶν Ἀκοιμήτων. Ἔτσι λέγονταν οἱ μοναχοί τῆς Ἀνατολῆς, πού ζοῦσαν κοινοβιακά καί χωρίζονταν σέ ὁμάδες, πού ἀνυμνοῦσαν διαδοχικά τόν Θεό καθ’ ὅλη τήν ἡμέρα καί τή νύχτα, ὥστε νά μήν ἔπαυε ποτέ στή Μονή τους ἡ προσευχή.