Σύντομη περιγραφή - ἀναφορά στήν θεία Λειτουργία.

7 θεία Λειτουργία εἶναι ἡ κυριότερη πράξη λατρείας πρὸς τὸν Θεό. Συµπεριλαµβάνει τὴν κοινὴDIVINE LITURGY 3-web1 προσευχὴ στὸν Ναό, τὴν ἀπὸ κοινοῦ ἀκρόαση καὶ ἑρµηνεία τῶν θείων Γραφῶν, δηλαδὴ τὸ θεῖο Κήρυγµα καὶ τὸ σπουδαιότερο, τὴν πραγµατικὴ σταυρικὴ Θυσία τοῦ Σωτῆρα Χριστοῦ. Aπὸ ὅλα τὰ ἱερά Μυστήρια τὸ ἱερότερο καὶ ὕψιστο εἶναι ἡ θεία Λειτουργία, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ τὸν πυρῆνα καὶ τὴν κορύφωση ὅλων τῶν ὑπολοίπων. Γιʼ αὐτὸ καὶ σὲ παλαιότερες ἐποχὲς ὅλα τὰ Μυστήρια τελοῦνταν κατά τήν διάρκεια αὐτῆς.

A) Ἡ Προσκοµιδὴ.

 5ἶναι µιὰ εἰδικὴ Ἀκολουθία, κατὰ τὴν ὁποία ὁ Λειτουργὸς προετοιµάζει τὰ τίµια Δῶρα γιὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ὁ Ἱερέας, ἀφοῦ «πάρει Καιρό», ζητήσει δηλαδὴ τὴν ἐξ ὕψους δύναµη γιὰ νὰ προχωρήσει στὴν τέλεση τῆς θείας Λειτουργίας καὶ ντυθεῖ µὲ τὰ ἱερὰ ἄµφια, νίπτει τὰ χέρια του – σύµβολο τῆς ψυχικῆς καθαρότητας – καὶ προχωρᾷ στὴν Ἀκολουθία τῆς Προσκοµιδῆς.

Ἐπιλέγει τὸ καλύτερο πρόσφορο ἀπὸ τὸ ὁποῖο θὰ ἐξάγει τὴν µερίδα ποὺ θὰ µεταβληθεῖ σὲ Σῶµα Χριστοῦ. Τὸ πρόσφορο ἔχει ἰδιαίτερο συµβολισµὸ γιὰ τοὺς πιστούς. Συµβολίζει τὴν ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας. Γιατί, ὅπως τὸ πρόσφορο ἀποτελεῖται ἀπὸ διαφόρους σπόρους, οἱ ὁποῖοι µαζεύτηκαν, ἀλέστηκαν, ζυµώθηκαν καὶ ἔκαναν ἕνα πρᾶγµα, ἔτσι καὶ ὁ Θεὸς θὰ συνάξει τὰ διασκορπισµένα σʼ ὅλη τὴν γῆ παιδιά του στὴν Βασιλεία Του τὴν ἐπουράνια.

Καὶ κάτι ἀκόµη. Μέσα στὰ τίµια ∆ῶρα ὑπάρχει ἡ ἐλπίδα καὶ ἡ ἐγγύηση τῆς Ἀναστάσεως. «Καθὼς ὁ βλαστὸς τῆς ἀµπέλου, ἀφοῦ κατακλιθεῖ στὴν γῆ καρποφορεῖ στὸν καιρό του, καὶ ὁ κόκκος τοῦ σιταριοῦ, ἀφοῦ πέσει στὴν γῆ καὶ διαλυθεῖ, ἀνασταίνεται πολλαπλάσιος... καὶ στὴν συνέχεια (ὡς ἄρτος καὶ οἶνος) γίνονται Σῶµα καὶ Αἷµα Χριστοῦ µὲ τὰ λόγια τῆς θείας Εὐχαριστίας καὶ τὴν Χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, ἔτσι καὶ τὰ σώµατά µας ποὺ τρέφονται ἀπὸ τὴν θεία Εὐχαριστία, ἀφοῦ µποῦν στὴν γῆ καὶ διαλυθοῦν, θὰ ἀναστηθοῦν στὸν καιρό τους, χάρη στὸν Λόγο τοῦ Θεοῦ ποὺ χαρίζει σʼ αὐτὰ τὴν Ἀνάσταση, πρὸς δόξαν Θεοῦ Πατρός» ( Ἅγιος Εἰρηναῖος).

Ἀφαιρεῖ τὸ κεντρικὸ µέρος τοῦ προσφόρου, ποὺ φέρει τὰ ἀρχικὰ γράµµατα ΙΣ ΧΡ ΝΙ ΚΑ καὶ τὸ τοποθετεῖ στὸ κέντρο τοῦ Δισκαρίου. Αὐτὸ τὸ ἐν εἴδει κύβου τµῆµα τοῦ προσφόρου θὰ ἀποτελέσει στὴ συνέχεια τὸν Ἀµνό, δηλαδὴ τὸ Σῶµα τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐτοιµάζεται γιὰ τὴν Θυσία. Κεντᾷ τὸν Ἀµνὸ µὲ τὴν Λόγχη, ὅπως ἐκέντησαν καὶ οἱ στρατιῶτες τὸ πανάχραντο Σῶµα τοῦ Κυρίου ἀπʼ ὅπου ἐξῆλθε αἷµα καὶ νερό. Ἐγχέει καὶ ἐκεῖνος νᾶµα (κρασί) καὶ νερὸ στὸ ἅγιο Ποτήριο καὶ ἀκολούθως ἐξάγει ἀπὸ ἄλλο πρόσφορο τὴν µερίδα τῆς Παναγίας, ἡ ὁποία τοποθετεῖται ὄρθια, τιµητικὰ δεξιὰ τοῦ Ἀµνοῦ (ἀριστερὰ ὅπως κοιτάζουµε), ἐνῷ µὲ τὶς ὑπόλοιπες ἐννέα µερίδες µνηµονεύονται κατὰ τὴν τάξη οἱ Ἀσώµατες δυνάµεις, οἱ Προφῆτες τῆς Παλαιᾶς ∆ιαθήκης καὶ ὁ τίµιος Πρόδροµος, οἱ Ἀπόστολοι, οἱ Ἱεράρχες, οἱ Μάρτυρες, οἱ Ὅσιοι, οἱ Ἅγιοι Ἀνάργυροι, οἱ Θεοπάτορες Ἰωακεὶµ καὶ Ἄννα καθὼς καὶ οἱ κατὰ τὴν ἡµέρα ἐορταζόµενοι Ἅγιοι καὶ τέλος ὁ Ἅγιος τοῦ ὁποίου τελεῖται ἡ θεία Λειτουργία (Μέγας Βασίλειος ἢ ἱερὸς Χρυσόστοµος).

Ὅλες αὐτὲς οἱ σὲ σχήµα τριγωνικὸ µερίδες τοποθετοῦνται ἀριστερὰ ἀπὸ τὸν Ἀµνὸ (δεξιὰ ὅπως κοιτάζουµε). Ἕπεται ἡ γίνεται ἡ µνηµόνευση τῶν ζώντων καὶ τεθνεώτων πιστῶν µὲ προεξάρχοντα τὸν Ἐπίσκοπο τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας (ἀποτελεῖ τύπο Θεοῦ Πατρὸς κατὰ τὸν ἅγιο Ἰγνάτιο τὸν Θεοφόρο), γιὰ τοὺς ὁποίους ἐπίσης ἐξάγονται µερίδες καὶ τοποθετοῦνται κοντὰ στὸν Ἀµνό. Ἔτσι τώρα ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία, θριαµβεύουσα ἐν οὐρανοῖς καὶ στρατευοµένη ἐπὶ γῆς συναντῶνται γύρω ἀπὸ τὸν Ἀµνὸ καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσµου σὲ µιὰ κοινωνία ὑπερφυσικὴ ἀλλὰ συνάµα καὶ πραγµατική. Ὁλοκληρώνεται ἡ ἀκολουθία τῆς Προσκοµιδῆς µὲ θυµίαµα καὶ τὴν ἀνάλογη ἁγιαστικὴ εὐχή, κατόπιν ὁ Ἱερέας καλύπτει τὰ Δῶρα τῆς Προθέσεως µὲ τὰ ἱερὰ καλύµµατα.

Ἡ ἀκολουθία αὐτὴ συµβολίζει τρόπον τινὰ τὸ πρῶτο µέρος τῆς ἐπίγειας ζωῆς τοῦ Κυρίου, ποὺ ἐκτυλίχθηκε στὴν ἀφάνεια, χωρὶς νὰ γνωρίζει κάτι ὁ λαὸς καὶ ἡ τότε πνευµατικὴ καὶ κοσµικὴ ἐξουσία.

Ἂς σηµειωθεῖ ὅτι οἱ ἀκολουθίες τοῦ Καιροῦ καὶ τῆς Προσκοµιδῆς λαµβάνουν χώρα διαρκούσης τῆς ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου.

Σὲ παλαιότερες ἐποχὲς ἡ Προσκοµιδὴ ἦταν ἁπλούστερη, ἐξαγόταν µόνον ἡ µερίδα τοῦ Ἀµνοῦ καὶ γινόταν κατὰ τὴν ὥρα ποὺ ψαλλόταν ὁ Χερουβικὸς ὕµνος. Γιʼ αὐτὸ σύµφωνα µὲ τὴν ἀρχαία τάξη µνηµονεύει κατὰ τὴν Μεγάλη Εἴσοδο ὁ Ἀρχιερέας ὀνόµατα ζώντων καὶ τεθνεώτων. Παλαιότεροι δὲ Ἀρχιερεῖς ὁλοκληρώνουν τὴν Προσκοµιδὴ στὴν ἀρχαία θέση της, στὸ Χερουβικό.

Β) Ἡ θεία Λειτουργία.

7 θεία Λειτουργία ἀρχίζει µὲ τὴν δοξολογικὴ ἐκφώνηση τοῦ Λειτουργοῦ «Εὐλογηµένη ἡ Βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύµατος, νῦν καὶ ἀεῖ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων». Ἀναπέµπεται δοξολογία καὶ προσκύνηση στὸν Τριαδικὸ Θεό, ὁ Ὁποῖος ἀπεργάζεται τὴν σωτηρία µας. Φέρνουµε ἔτσι στὸν νοῦ µας τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τῆς ὁποίας ὅµως µποροῦµε ἀπὸ τώρα νὰ γίνουµε µέτοχοι.

Στὴν συνέχεια, ἐκφωνοῦνται ἀπὸ τὸν Λειτουργὸ τὰ Εἰρηνικὰ (ὀνοµάζονται ἔτσι διότι οἱ τρεῖς πρῶτες αἰτήσεις ἀναφέρονται στὴν εἰρήνη τοῦ Θεοῦ καὶ ὁλόκληρου τοῦ κόσµου),µὲ τὰ ὁποῖα ζητοῦµε διάφορα ἀγαθά, ὑλικὰ καὶ πνευµατικά, ἀπὸ τὸν Κύριο.

Ἀκολουθοῦν τὰ Τυπικὰ ἢ συνηθέστερα τὰ Ἀντίφωνα, τὰ ὁποῖα ἔχουν ὡς ἐφύµνιο µικρὰ τροπάρια ποὺ ἀναφέρονται στὴν Θεοτόκο καὶ τοὺς Ἁγίους ὡς πρεσβευτῶν µας στὸν Θεό. Ψάλλονται ἀντιφωνικὰ ἀπὸ τοὺς χοροὺς τῶν ψαλτῶν (ἐξ οὗ καὶ ἀντίφωνα) καὶ ἀκολουθεῖ αὐτὸ ποὺ σήµερα ὀνοµάζεται «Μικρὴ Εἴσοδος». Συµβολίζει τὴν ἐµφάνιση τοῦ Κυρίου στὸν κόσµο ὡς ∆ιδασκάλου καὶ Κήρυκα τῆς µοναδικῆς Ἀλήθειας, ὅτι δηλαδὴ Ἐκεῖνος εἶναι ὁ ἀναµενόµενος, ὁ «Μεσσίας», ὁ Σωτῆρας τοῦ κόσµου καὶ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ. Σήµερα ἐξέρχεται ὁ Λειτουργὸς µὲ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο ἀπὸ τὴν βόρεια πύλη τοῦ Ἁγίου Βήµατος καὶ φθάνοντας στὸ µέσο ἐκφωνεῖ τὸ «Σοφία. Ὀρθοί». Ὑπενθυµίζει ἔτσι ὅτι αὐτὸ ποὺ κρατᾷ ἐµπεριέχει τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ, ἐνῶ τὸ «ὀρθοί», ἐκτὸς ἀπὸ τὴν ὀρθία στάση τῶν πιστῶν ἐκείνη τὴν στιγµή, συµβολίζει καὶ τὴν στάση τῆς ψυχῆς. Ἐπιβάλλεται ἡ ψυχική µας ἐγρήγορση ἐὰν ποθοῦµε τὴν Σοφία τοῦ Θεοῦ.

Σὲ παλαιότερες ἐποχὲς ἡ σηµερινὴ «Μικρὴ Εἴσοδος» ἀποτελοῦσε τὴν ἔναρξη τῆς θείας Λειτουργίας, ὅταν Κλῆρος καὶ λαὸς συµψάλλοντας ἀρχικὰ τὸν Τρισάγιο Ὕµνο καὶ ἀργότερα τὸ «Ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ Λόγος τοῦ Θεοῦ», εἰσέρχονταν στὸν Ναὸ προπορευοµένου τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Ἀµέσως µετὰ τὴν εἴσοδο καὶ ἀφοῦ εὐλογοῦσε τοὺς πιστούς, ἀνέβαινε στὸν θρόνο του ὁ Ἐπίσκοπος, ἔχοντας ἑκατέρωθεν τοὺς Κληρικούς. Ὁ θρόνος τότε βρισκόταν πίσω ἀπὸ τὴν Ἁγία Τράπεζα, στὸ σύνθρονο. Στὴν σηµερινή του θέση βρέθηκε κατὰ τὴν Τουρκοκρατία καὶ µετὰ τὴν ἀνύψωση τοῦ Τέµπλου. Ἀκολουθοῦσε ἡ ἀνάγνωση τοῦ Ἀποστολικοῦ καὶ τοῦ Εὐαγγελικοῦ ἀναγνώσµατος. Στὴν συνέχεια λάµβανε χῶρα τὸ Κήρυγµα καὶ ἀκολουθοῦσε ἡ ὑπόλοιπη θεία Λειτουργία.

Μετὰ ἀπὸ τὴν ψαλµῴδηση τῶν Ἀπολυτικίων καὶ τοῦ Κοντακίου σήµερα ψάλλεται ὁ Τρισάγιος Ὕµνος «Ἅγιος ὁ Θεός, Ἅγιος Ἰσχυρός, Ἅγιος Ἀθάνατος, ἐλέησον ἡµᾶς». Συνήθως ἀντικαθίσταται στὶς µεγάλες ∆εσποτικὲς ἑορτὲς µὲ τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε. Ἀλληλούϊα» (αὐτὸ ἀποτελεῖ ἔνδειξη ὅτι κατʼ αὐτὲς τὶς ἡµέρες καὶ κατὰ τὴν θεία Λειτουργία τελοῦνταν τὸ Βάπτισµα τῶν Κατηχουµένων) ἢ µὲ τὸ «Τὸν Σταυρόν σου προσκυνοῦµεν ∆έσποτα καὶ τὴν ἁγίαν σου Ἀνάστασιν δοξάζοµεν» στὶς ἑορτὲς τοῦ Σταυροῦ.

Ὁ Τρισάγιος Ὕµνος εἶναι ἐµπνευσµένος ἀπὸ τὸ ὅραµα τῆς κλήσεως τοῦ Προφήτη Ἠσαϊα καὶ τὴν Ἀποκάλυψη τοῦ Εὐαγγελιστοῦ Ἰωάννου. Μὲ αὐτὸν ἀπευθυνόµαστε στὸν Τριαδικὸ Θεὸ διακηρύσσοντας τὴν ἀπόλυτη ἁγιότητά Του. Ὑµνολογοῦµε δὲ συνάµα καὶ τὴν ἄπειρη δύναµη καὶ ἰσχύ Του.

Ἕπονται τὰ Ἀναγνώσµατα πρῶτα τῶν Ἐπιστολῶν ἢ τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων καὶ ἔπειτα κάποια περικοπῆ ἀπὸ τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο. Παλαιότερα προηγοῦνταν αὐτῶν ἕνα τρίτο ἀπὸ τὴν Παλαιὰ ∆ιαθήκη. Χάριν συντοµίας ὅµως αὐτὸ ἀποκόπηκε ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία καὶ προστέθηκε στὸν Ἐσπερινό.

Μάλιστα ἐκεῖ οἱ περικοπὲς «διὰ τὸ ἱερὸν τοῦ ἀριθµοῦ» ἔγιναν τρεῖς. Καὶ πάλι οἱ προτροπὲς «Πρόσχωµεν», «Σοφία. Ὀρθοί.» συνιστοῦν σὲ ὅλους τὴν διάθεση ψυχῆς καὶ σώµατος, µὲ τὴν ὁποία θὰ πρέπει νὰ ἀκούσουν τὰ κείµενα ποὺ ἀπαγγέλονται.

Σηµειωτέον ὅτι µεταξὺ Ἀποστολικοῦ καὶ Εὐαγγελικοῦ Ἀναγνώσµατος στιχολογοῦνταν ὁλόκληρος ψαλµὸς µὲ ἐφύµνιο τὸ σύντοµο τριπλὸ Ἀλληλούϊα, τὸ ὁποῖο ἔψαλλε Κλῆρος καὶ λαός. Κατὰ τὴν διάρκειά του δὲ προσφερόταν ἀνέκαθεν θυµίαµα πρὸς τιµὴν τοῦ Εὐαγγελίου καὶ τῶν λόγων τοῦ Κυρίου ποὺ θὰ ἀκολουθοῦσαν. Τὸ ἱερὸ Εὐαγγέλιο συµβολίζει τὸν κηρύσσοντα Υἱὸ καὶ Λόγο τοῦ Θεοῦ, τὸν Κύριο ἡµῶν Ἰησοῦ Χριστό. Στοὺς ἀρχαίους χρόνους ἡ παρουσία σηµαντικῶν προσώπων πάντοτε προετοιµαζόταν µὲ τὴν προσφορὰ θυµιαµάτων. Πόσο µᾶλλον τῆς παρουσίας τοῦ Κυρίου µας διὰ τοῦ Εὐαγγελίου Του!

Ἐπακολουθεῖ κανονικά ἡ ἑρµηνεία τῶν Ἀποστολικῶν καὶ Κυριακῶν λόγων, δηλαδὴ τὸ θεῖο Κήρυγµα καὶ ἕπεται ἡ Ἐκτενής. Πρόκειται γιὰ ἐκτεταµένη καὶ θερµὴ δέηση πρὸς τὸν Θεό, µὲ τὴν ὁποία ζητοῦµε ἀπὸ τὸν ἐλεήµονα Κύριο γιὰ ὅλους τοὺς πιστοὺς χάρη, ἔλεος, ἄφεση ἁµαρτιῶν καὶ αἰώνια σωτηρία. Μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ὁ Λειτουργὸς καὶ ὁλόκληρη ἡ εὐχαριστιακὴ – ἐκκλησιαστικὴ κοινότητα δέεται γιὰ τοὺς ἁπανταχοῦ Κατηχουµένους, ὅσους δηλαδὴ βρίσκονται σὲ περίοδο ποὺ κατηχοῦνται στὰ τῆς ἀληθινῆς πίστεώς µας καὶ πρόκειται νὰ βαπτισθοῦν.

Ἀφοῦ ὁ λειτουργὸς προτρέψει τοὺς Κατηχουµένους νὰ ἀπέλθουν ἀπὸ τὸν Ναὸ ἀναπέµπει δυὸ εὐχὲς ὑπὲρ τῶν πιστῶν. Μὲ αὐτὲς εὐχαριστεῖ τὸν Θεό, ἀφοῦ καταξιώσει τοὺς πιστοὺς γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ νὰ βρεθοῦν µπροστὰ στὸ Θυσιαστήριο γιὰ νὰ τελεσθεῖ ἡ ἀναίµακτη θυσία, νὰ συγχωρήσει τὶς ἁµαρτίες τοῦ Κλήρου καὶ τὰ ἀγνοήµατα τοῦ λαοῦ.

Στήν συνέχεια  ψάλλεται ὁ Χερουβικὸς ὕµνος: «Οἱ τὰ Χερουβὶµ µυστικῶς εἰκονίζοντες καὶ τῇ ζωοποιῷ Τριάδι τὸν Τρισάγιον ὕµνον προσᾴδοντες, πᾶσαν νῦν βιοτικὴν ἀποθώµεθα µέριµναν. Ὡς τὸν βασιλέα τῶν ὅλων ὑποδεξόµενοι. Ταῖς ἀγγελικαῖς ἀοράτως δορυφούµενον τάξεσιν. Ἀλληλούϊα». Ὁ ἀρχαῖος αὐτὸς ὕµνος ὑπενθυµίζει στοὺς µεµυηµένους, στοὺς πιστοὺς, ὅτι κατʼ αὐτὴν τὴν ἱερὴ καὶ ἐπίσηµη ὥρα πρόκειται νὰ ὑποδεχθοῦν τὸν Βασιλέα τοῦ σύµπαντος, τὸν Κύριο. Ἀµέτρητα ἀόρατα πλήθη Ἀγγελικῶν δυνάµεων προετοιµάζουν τὴν ἔλευσή Του κυκλώνοντας τὸ Θυσιαστήριο. Καὶ ὅπως οἱ Ἄγγελοι ὑµνοῦν ἀκατάπαυστα τὸν Θεὸ καὶ ψάλλουν ὕµνους καὶ δοξολογίες, ἔτσι καὶ ἐµεῖς πρέπει νὰ κυκλώνουµε τὸ Θυσιαστήριο µεταµορφωµένοι σὲ ἀγγελικὲς ὑπάρξεις. Πρέπει δὲ ὅταν λατρεύουµε τὸν Κύριό µας νὰ ἔχουµε ἀποδιώξει κάθε βιοτικὴ µέριµνα καὶ φροντίδα.

Κατὰ τὴν ψαλµῴδηση τοῦ Χερουβικοῦ ὁ Λειτουργὸς ἀπαγγέλει µυστικά τὴν εὐχὴ τοῦ Χερουβικοῦ. Πρόκειται γιὰ ὡραιότατη ἀρχαία εὐχὴ (δανεισµένη ἀπὸ τὴν θεία Λειτουργία τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου), ποὺ ἀφορᾷ στὴν προσωπικὴ προετοιµασία τοῦ Λειτουργοῦ καὶ ὄχι τὸν λαό, γιʼ αὐτὸ καὶ ἀπαγγέλεται µυστικά ἐν ἀντιθέσει µὲ τὶς περισσότερες τῶν εὐχῶν, ποὺ ἀφοροῦν ὁλόκληρη τὴν εὐχαριστιακὴ κοινότητα καὶ λέγονται εἰς ἐπήκοον καὶ τοῦ λαοῦ, ὅπως γινόταν ἀνέκαθεν καὶ ὅπως γίνεται σὲ ὅλα τὰ Μυστήρια. Μόνον οἱ εὐχὲς ποὺ ἀφοροῦν στὴν προσωπικὴ προετοιµασία τοῦ Λειτουργοῦ λέγονται µυστικά. Ὁ Λειτουργὸς ἰδιαιτέρως παρακαλεῖ τὸν Θεὸ γιὰ τὸ ἔλεός Του διότι αὐτὸς θὰ γίνει τὸ στόµα καὶ τὰ χέρια Του κατὰ τὴν τέλεση τοῦ Μυστηρίου. Ἄλλωστε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος εἶναι ὁ τελεσιουργὸς τοῦ Μυστηρίου· Ἐκεῖνος ποὺ προσφέρεται γιὰ νὰ θυσιαστεῖ, Αὐτὸς ποὺ δέχεται τὴν θυσία καὶ ὁ Ἴδιος διαδίδεται «εἰς βρῶσιν καὶ πόσιν» ἀπὸ τοὺς πιστούς.

Προσφέρεται πλούσιο θυµίαµα γιὰ νὰ προετοιµασθεῖ ἡ ὑποδοχὴ τοῦ Μεγάλου Βασιλέως καὶ ἀκολουθεῖ ἡ Μεγάλη Εἴσοδος. Οἱ πιστοὶ κλίνουν εὐλαβικὰ τὸν αὐχένα µπροστὰ στὴν ἱερὴ ποµπή, ποὺ διέρχεται ἀνάµεσά τους. Ἐκφωνεῖται ἡ ταπεινὴ δέηση ἀπὸ τὸν Λειτουργὸ µὲ τὴν ὁποία παρακαλεῖ τὸν Θεὸ καὶ εὔχεται νὰ θυµηθεῖ ὅλους τοὺς παρισταµένους στὴν Βασιλεία Του καὶ τώρα ποὺ ἀγωνίζονται «τὸν καλὸν ἀγῶνα» ἀλλὰ καὶ ὅταν θὰ Τὸν ἀντικρύσουν ὡς Κριτὴ ζώντων καὶ νεκρῶν. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία δὲν γινόταν αὐτὴ ἡ Εἴσοδος. Ἀποτελεῖ µεταγενέστερη ἐξέλιξη. Παλαιότερα οἱ Διάκονοι προσέφεραν στὸ Θυσιαστήριο τὶς προσφορὲς τῶν πιστῶν καὶ ἀπὸ αὐτὲς ὁ Λειτουργὸς χρησιµοποιοῦσε µόνον τὴν µερίδα ΙΣ ΧΡ ΝΙ ΚΑ, ἡ ὁποία θὰ µεταβληθεῖ κατὰ τὸν καθαγιασµὸ σὲ Σῶµα Χριστοῦ καὶ τὸ κρασί, ποὺ θὰ µεταβληθεῖ σὲ Αἷµα Χριστοῦ. Ἀργότερα καὶ ἀπὸ τὸν 6ο αἰώνα περίπου τὰ προετοιµασµένα Δῶρα µεταφέρονται πανηγυρικότερα (µὲ λιτανεία) ἀπὸ τοὺς Διακόνους ἀπὸ τὴν Πρόθεση (ὅπου τὰ προσέφεραν οἱ πιστοὶ) στὴν Ἁγία Τράπεζα καὶ µεταγενέστερα λαµβάνουν µέρος σʼ αὐτὴν καὶ οἱ Πρεσβύτεροι (ἐνίοτε καὶ ὁ αὐτοκράτορας, ὅταν παρίσταται), ποτὲ ὅµως ὁ Ἐπίσκοπος. Ὁ Ἐπίσκοπος διάβαζε τότε καὶ τὴν εὐχὴ τῆς Προσκοµιδῆς, ἡ ὁποία σήµερα συµπεριλαµβάνεται στὴν ὁµώνυµη Ἀκολουθία, καὶ ἡ ὁποία πλέον τελεῖται κατὰ τὴν διάρκεια τῆς Ἀκολουθίας τοῦ Ὄρθρου ἢ καὶ νωρίτερα. Ἀκολουθοῦν Δεήσεις µὲ τὶς ὁποῖες ζητοῦµε ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ εὐλογήσει τὰ προτεθέντα Δῶρα, τὸν ἱερὸ Ναὸ καὶ ὅσους προσέρχονται σʼ αὐτὸν µὲ πίστη, εὐλάβεια καὶ φόβο Θεοῦ καὶ βεβαίως νὰ µᾶς παράσχει εἰρηνικὴ ἡµέρα, φύλακα ἄγγελο, συγχώρηση τῶν ἁµαρτιῶν, κάθε καλὸ καὶ συµφέρον γιὰ τὴν ψυχή µας καὶ βέβαια µετάνοια γιὰ τὸν ὑπόλοιπο χρόνο τῆς ζωῆς µας καὶ καλὴ ἀπολογία τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως, ἀφοῦ ἔχουµε περάσει χριστιανικὰ τὰ τέλη τῆς ζωῆς µας, χωρὶς ὀδύνη, εἰρηνικὰ καὶ ἀνεπαίσχυντα.

Βασικὴ προϋπόθεση γιὰ ὅσους συµµετέχουν στὸ Μυστήριο τῶν Μυστηρίων εἶναι καὶ ἡ κοινὴ πίστη. Γιʼ αὐτὸ ἀπαγγέλεται ἀπὸ ὅλους τοὺς συµµετέχοντες τὸ Σύµβολο Πίστεως τῶν δυὸ πρώτων Οἰκουµενικῶν Συνόδων Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως.

Τὸ Σύµβολο εἶναι µιὰ περιεκτικότατη σύνοψη τῆς Ὀρθόδοξης Θεολογίας. Ὀνοµάζεται Σύµβολο τῆς Πίστεως, διότι ἀποτελεῖ τὸ ἐνδεικτικὸ σηµεῖο καὶ γνώρισµα µὲ τὸ ὁποῖο διακρίνεται ὁ πιστὸς χριστιανὸς Ὀρθόδοξος ἀπὸ τὸν µὴ χριστιανὸ Ὀρθόδοξο. Ὁ πιστὸς πραγµατικὰ πιστεύει καὶ κάνει πράξη ὅσα τοῦ ἐπιτάσσει ἡ πίστη του.

Ἀρχαιότερη - συνοπτικὴ ὅµως - µορφὴ ὁµολογίας πίστεως στὴν θεία Λειτουργία ἀποτελεῖ ὁ ὕµνος «Πατέρα, Υἱὸν καὶ Ἅγιον Πνεῦµα, Τριάδα ὁµοούσιον καὶ ἀχώριστον», ποὺ προηγεῖται (καὶ χρονικῶς) τοῦ Συµβόλου τῆς Πίστεως. Στὸ ἑξῆς ἀκολουθεῖ τὸ κυριότερο τµῆµα τῆς θείας Εὐχαριστίας, δηλαδὴ ἡ Ἀναφορά.

Ὁ Λειτουργὸς προτρέπει καὶ πάλι θερµὰ τοὺς πιστοὺς νὰ σταθοῦν ὄχι µόνον ὄρθιοι ἀλλὰ καὶ συγκεντρωµένοι, µὲ εὐλάβεια, προσοχὴ καὶ φόβο, διότι πρόκειται νὰ κατέλθει σὲ λίγο ὁ Παράκλητος, τὸ Πανάγιο Πνεῦµα, τὸ ὁποῖο θὰ µεταβάλει τὸν ἄρτο καὶ τὸν οἶνο σὲ Σῶµα καὶ Αἷµα Χριστοῦ. Γιὰ νὰ εἶναι ὅµως εὐπρόσδεκτη ἡ θυσία µας θὰ πρέπει νὰ γίνει µὲ εἰρήνη στὴν ψυχή, διαφορετικὰ δὲν θὰ λάβουµε τὴν χάρη καὶ τὶς δωρεὲς τοῦ Θεοῦ. Ὁ φιλάνθρωπος καὶ φιλεύσπλαγχνος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ θυσιάζεται γιὰ τὸ πλάσµα Του. Καὶ µʼ αὐτὴ τὴν θυσία ἐξαλείφεται ἡ ἁµαρτία καὶ ἐπέρχεται εἰρήνη µεταξὺ τοῦ Θεοῦ καὶ τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Κύριος ἀφοῦ πρῶτα εὐχαρίστησε τὸν Θεὸ Πατέρα στὴν συνέχεια παρέδωσε τὸ Μυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Ἔτσι καὶ ἐµεῖς Τὸν εὐχαριστοῦµε γιὰ ὅλες Του τὶς εὐεργεσίες ἀλλὰ καὶ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι δέχεται τὴν εὐχαριστία καὶ τὴν θυσία µας, παρʼ ὅλον ὅτι πλήθη Ἀγγέλων Τὸν ὑµνοῦν καὶ Τὸν δοξολογοῦν. Οἱ οὐράνιες δυνάµεις µαζὶ µὲ τὴν στρατευοµένη πλέον Ἐκκλησία συµψάλλουν τὸν ἀγγελικὸ ὕµνο: «Ἅγιος, ἅγιος, ἅγιος Κύριος Σαβαώθ, πλήρης ὁ οὐρανὸς καὶ ἡ γῆ τῆς δόξης σου…».

Καὶ ὁ Λειτουργὸς µὲ τὴν εὐχὴ ποὺ ἀκολουθεῖ µᾶς παραπέµπει σʼ ἐκείνη τὴν µοναδικὴ νύκτα τοῦ Πάσχα, ὅταν ὁ Κύριος παρέδιδε στοὺς µαθητές Του καὶ σʼ ὅλη τὴν Ἐκκλησία Του τὸ µυστήριο τῆς θείας Εὐχαριστίας. Στὸ τέλος ἐκφωνεῖ τοὺς λόγους τῆς συστάσεως τοῦ Μυστηρίου: «Λάβετε, φάγετε, τοῦτό µού ἐστι τὸ σῶµα, τὸ ὑπὲρ ὑµῶν κλώµενον εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν» καὶ «Πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες, τοῦτό ἐστι τὸ αἷµά µου, τὸ τῆς καινῆς διαθήκης, τὸ ὑπὲρ ὑµῶν καὶ πολλῶν ἐκχυνόµενον εἰς ἄφεσιν ἁµαρτιῶν». Τὸ ψωµὶ καὶ τὸ κρασὶ ποὺ προσφέρει ὁ Κύριος στοὺς µαθητές Του δὲν θὰ εἶναι πλέον κοινὸ ψωµὶ καὶ κρασὶ, ἀλλὰ θὰ µεταβληθοῦν σὲ Σῶµα καὶ Αἷµά Του.

Ὁ Κύριος θυσιάζεται γιὰ νὰ λάβουν οἱ πιστοί Του ἄφεση ἁµαρτιῶν καὶ αἰώνια ζωή. Χωρὶς τὴν συµµετοχὴ στὴν σταυρική Του θυσία ὁ πιστὸς δὲν θὰ λάβει οὔτε τὰ ἀγαθὰ τῆς Βασιλείας Του, οὔτε βεβαίως θὰ σωθεῖ. Μία νέα, λοιπὸν, κατάσταση διαµορφώνεται στὴν σχέση τοῦ ἀνθρώπου µὲ τὸν Θεό. Ὁ Θεὸς κάνει µιὰ νέα «συµφωνία» µὲ τὸν ἄνθρωπο µὲ ἐγγυητὴ καὶ µεσίτη τὸν ὑπὲρ ἡµῶν παθόντα, ταφέντα καὶ ἀναστάντα Κύριο Ἰησοῦ Χριστό. Μὲ αὐτὴν τὴν συνθήκη παρέχεται στοὺς ἀνθρώπους ἡ ἄφεση τῶν ἁµαρτιῶν καὶ ἡ αἰώνια ζωή. Γιὰ νὰ καρπωθοῦµε ὅµως τὰ ἀποτελέσµατα αὐτῆς τῆς Θυσίας εἶναι ἀνάγκη νὰ τρώγουµε τὸ Σῶµα τοῦ Κυρίου καὶ νὰ πίνουµε τὸ Αἷµά Του. Αὐτὰ τὰ ἀγαθὰ ποὺ ὁ Κύριος µᾶς προσφέρει ὡς εὐεργεσία, ἐµεῖς Τοῦ τὰ ἀντιπροσφέρουµε µὲ πλήρη ἀφοσίωση καὶ εὐγνώµονα καρδιά.

Ἔπειτα ἀφοῦ ψαλλεῖ τὸ «Σὲ ὑµνοῦµεν, σὲ εὐλογοῦµεν, σοὶ εὐχαριστοῦµεν Κύριε, καὶ δεόµεθά σου ὁ Θεὸς ἡµῶν», µὲ δέος ὁ Λειτουργὸς παρακαλεῖ τὸν Θεὸ Πατέρα νὰ στείλει τὸ Πανάγιο Πνεῦµα γιὰ νὰ καθαγιάσει τὰ τίµια ∆ῶρα. Εὐλογεῖ τὸν ἄρτο καὶ τὸ ποτήριο καὶ αὐτὰ πλέον µεταβάλλονται µυστηριωδῶς σὲ Σῶµα καὶ Αἷµα Χριστοῦ. Αὐτὴ εἶναι ἡ φρικωδέστερη καὶ πιὸ σηµαντικὴ στιγµὴ τοῦ Μυστηρίου γιʼ αὐτὸ καὶ οἱ πιστοὶ κλίνουν τὸν αὐχένα καὶ µὲ ἀπόλυτη σιγὴ καὶ κατάνυξη προσεύχονται καὶ ἐκεῖνοι ὥστε νὰ κατέλθει ὁ Παράκλητος καὶ νὰ ἁγιάσει τὰ ∆ῶρα καὶ ὅλους τοὺς παρισταµένους.

Μνηµονεύεται ἔπειτα ὅλο τὸ νέφος τῶν τεθνεώτων προπατόρων, πατέρων, πατριαρχῶν, προφητῶν, ἀποστόλων, κηρύκων, εὐαγγελιστῶν, µαρτύρων, ὁµολογητῶν, ἐγκρατευτῶν καὶ ὅλων τῶν κεκοιµηµένων.

Σʼ αὐτὴν ὅµως τὴν ἱερὴ στιγµὴ δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ µὴν κατέχει ἐξέχουσα θέση ἐκείνη ποὺ ὑπούργησε στὸ µυστήριο τῆς ἐνσάρκου οἰκονοµίας τοῦ Κυρίου, ἡ ἀειπάρθενος Θεοτόκος, ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ἡ Παναγία µας. Καὶ ὁ λαὸς ξεσπᾷ σὲ ἕναν πανέµορφο δοξολογικὸ ὕµνο πρὸς τὴν Θεοµήτορα. Εἶναι τὸ µόνο πρόσωπο θνητοῦ ποὺ ἀνυµνεῖται καὶ ἐγκωµιάζεται «ἐξαιρέτως» καὶ «κατʼ ἐξαίρεσιν» κατʼ αὐτὴν τὴν ἱερὴ στιγµή. Τὸ τροπάριο «Ἄξιόν ἐστι» πραγµατικὰ παρεµβάλλεται στὴν Ἀναφορά, τὴν καρδιὰ δηλαδὴ τῆς Θείας Λειτουργίας. Συνεχίζεται ἡ ἁγία Ἀναφορὰ µὲ τὴν µνηµόνευση ὅλων τῶν Ἁγίων καὶ τῶν δικῶν µας προσφιλῶν προσώπων, κυρίως τεθνεώτων. Μνηµονεύονται ἐδῶ ὅλοι οἱ Ἐπίσκοποι τῆς οἰκουµένης, τὰ ἱερατικὰ καὶ µοναχικὰ τάγµατα καθὼς καὶ οἱ φιλόχριστοι ἄρχοντες «ἵνα καὶ ἡµεῖς ἐν τῇ γαλήνῃ αὐτῶν ἤρεµον καὶ ἡσύχιον βίον διάγωµεν ἐν πάσῃ εὐσεβείᾳ καὶ σεµνότητι». Τιµητικὴ ὅµως θέση µεταξὺ ὅλων κατέχει ὁ Ἐπίσκοπος τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας, χωρὶς τὴν µνηµόνευση τοῦ ὁποίου ἡ θεία Λειτουργία εἶναι ἄκυρη, ἀφοῦ ἡ παρουσία του (ἔστω καὶ διὰ τῆς µνηµονεύσεως) ἐξασφαλίζει τὴν ἑνότητα τῆς πίστεως µὲ τὴν ἀνὰ τὴν Οἰκουµένη Ἐκκλησία καὶ ἐγγυᾶται τὴν ὀρθότητά της.

Ἡ Ἀναφορὰ ὁλοκληρώνεται µὲ τὴν εὐλογία ἀπὸ τὸν Λειτουργό: «Καὶ ἔσται τὰ ἐλέη τοῦ µεγάλου Θεοῦ…». Τὸ ἑπόµενο τµῆµα τῆς θείας Λειτουργίας ἀφορᾷ στὴν προετοιµασία τοῦ Λειτουργοῦ, ἀλλὰ καὶ τῶν πιστῶν γιὰ τὴν προσέλευση στὸ Ποτήριο τῆς Ζωῆς, τὴν µετάληψη τοῦ Παναγίου Σώµατος καὶ Αἵµατος τοῦ Κυρίου. Σηµαντικὸ µέρος της ἀποτελεῖ ἡ Κυριακὴ προσευχὴ «Πάτερ ἡµῶν», µὲ τὴν ὁποία ζητοῦµε ὄχι µόνο τὸν ἐπιούσιο, ἀλλὰ καὶ τὸν ὑπερούσιο ἄρτο, ποὺ πρόκειται ἄλλωστε σὲ λίγο νὰ λάβουµε. Τέλος µὲ τὴν ἐκφώνηση «Πρόσχωµεν. Τὰ Ἅγια τοῖς Ἁγίοις» συνιστᾶται ἡ προσοχὴ τῶν πιστῶν νὰ ἐξετάσουν προσεκτικᾶ τὸν ἑαυτό τους πρὶν προσεγγίσουν τὸ Ἅγιο Ποτήριο. Ὁ Κύριος ἔρχεται γιὰ τὶς ψυχὲς ποὺ ἀγωνίζονται καὶ ὄχι γιὰ τοὺς ρᾴθυµους καὶ ἀπρόσεκτους.

Κατὰ τὴν Κοινωνία τοῦ Λειτουργοῦ καὶ τῶν πιστῶν ψάλλεται τὸ Κοινωνικό. Παλαιότερα ἀποτελοῦνταν ἀπὸ τὴν στιχολογία ὁλόκληρου ψαλµοῦ, σὲ κάθε στίχο τοῦ ὁποίου ψαλλόταν ἀπὸ ὅλο τὸν λαὸ ὡς ἐφύµνιο µικρὸ τροπάριο, τὸ «Ἀλληλούϊα» ἢ ὁ κύριος στίχος του.

Σήµερα τὸ Κοινωνικὸ ἀποτελεῖται µόνον ἀπὸ τὸν κύριο στίχο τοῦ σχετικοῦ ψαλµοῦ καὶ τὸ «Ἀλληλούϊα».

Τὸ διάστηµα ποὺ µεσολαβεῖ µέχρι νὰ προσέλθουν οἱ εὐλαβεῖς πιστοὶ στὴν θεία Κοινωνία δὲν εἶναι «νεκρὸς χρόνος». Ἀφοῦ πρῶτα µεταλάβει ὁ Λειτουργός, στὴν συνέχεια τοποθετεῖται τὸ Πανάγιο Σῶµα µέσα στὸ Ἅγιο Ποτήριο, ὥστε νὰ µεταλάβουν ἔπειτα καὶ οἱ πιστοί.

Ἡ πρόσκληση εἶναι προσεκτικὰ διατυπωµένη: «Μετὰ φόβου Θεοῦ, πίστεως καὶ ἀγάπης προσέλθετε», λέγει ὁ Λειτουργός. Ἀπαιτεῖται εὐλάβεια καὶ ἅγιος φόβος, πίστη ἀκλόνητη γιὰ νὰ λάβουµε ἐντός µας τὸ θεῖο πῦρ τῆς Θεότητος. Ἀπαιτοῦνται αἰσθήµατα εὐγνωµοσύνης ὄχι µόνο πρὸς τὸν Κύριο, ἀλλὰ καὶ πρὸς τοὺς ἀδελφούς µας γιὰ νὰ προσέλθουµε στὸν Μυστικὸ ∆εῖπνο. Ὅλοι στέκονται εὐλαβικὰ ὄρθιοι µπροστὰ στὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ. Καὶ ἀφοῦ οἱ εὐλαβεῖς καὶ προετοιµασµένοι πιστοὶ µεταλάβουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων δοξολογοῦν καὶ εὐχαριστοῦν τὸν πανάγαθο Θεὸ γιὰ τὸ γεγονὸς ὅτι τοὺς ἀξίωσε νὰ Τὸν µεταλάβουν.

Ὅλοι σκύβουν εὐλαβικὰ τὴν κεφαλὴ µπροστὰ στὸν προαιώνιο Θεό, ὁ Ὁποῖος τώρα παρουσιάζεται καὶ πάλι ἐµπρός τους ἐντὸς τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου. Εἶναι σὰν νὰ διατρανώνει πρὸς ὅλους ὁ Λειτουργὸς ὅτι ὁ Κύριος ἂν καὶ ἀναλήφθηκε (αὐτὸ συµβολίζει ὁ στίχος ποὺ ἀπαγγέλεται ἀπὸ τὸν Λειτουργὸ µετὰ τὴν ἐπιστροφὴ τοῦ Ἁγίου Ποτηρίου στὴν Ἁγία Τράπεζα: «ὑψώθητι ἐπὶ τοὺς οὐρανοὺς ὁ Θεός, καὶ ἐπὶ πᾶσαν τὴν γῆν ἡ δόξα σου»), θὰ εἶναι πάντοτε µαζὶ µὲ τοὺς εὐλαβεῖς πιστούς Του. Τώρα πιὰ ὅλοι καὶ πάλι ὄρθιοι ἀναπέµπουν στὸν Κύριο τῆς ∆όξης τὴν τελευταία τους εὐχαριστία, ἀφοῦ τοὺς ἀξίωσε γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ νὰ γίνουν κοινωνοὶ τῶν ἐπουρανίων καὶ ἀθανάτων Μυστηρίων. Θὰ ἀναχωρήσουν πλήρεις εὐλογιῶν, ἀφοῦ Τοῦ ζητήσουν νὰ τοὺς κατευθύνει στοὺς δύσκολους δρόµους τῆς ζωῆς, νὰ τοὺς στηρίζει τὴν πίστη, νὰ τοὺς φρουρεῖ τὴν ζωὴ µὲ τὶς εὐχὲς καὶ τὶς ἱκεσίες τῆς Παναγίας Μητέρας Του καὶ ὅλων τῶν Ἁγίων.

Ὁ Λειτουργὸς προσφέρει στοὺς πιστοὺς τὴν τελευταία εὐλογία καὶ διανέµει σὲ ὅλους, κυρίως ἐκείνους ποὺ δὲν εἶχαν προετοιµασθεῖ γιὰ νὰ µεταλάβουν τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων, τὸ Ἀντίδωρο, ὥστε νὰ µὴν φύγουν ἀπὸ τὸν Ναὸ χωρὶς καµιὰ εὐλογία. Στὴν ἀρχαία Ἐκκλησία θεωροῦνταν ἀδιανόητο πιστοὶ νὰ παρίστανται στὴν θεία Λειτουργία καὶ νὰ µὴν µεταλαµβάνουν. Θὰ ἔπρεπε νὰ δικαιολογήσουν τὸ γεγονός, διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ ἐξέλθουν καὶ ἐκεῖνοι µαζὶ µὲ τοὺς Κατηχουµένους καὶ τοὺς βαρέως ἁµαρτήσαντας ἀµέσως µετὰ ἀπὸ τὸ Κήρυγµα καὶ πρὶν ἀπὸ τὸν Χερουβικὸ ὕµνο.

Ἡ σωστὴ τάξη τῶν Ὀρθοδόξων εἶναι νὰ περνοῦν µὲ τὴν σειρὰ ἐµπρὸς ἀπὸ τὸν λειτουργήσαντα Ἱερέα καὶ ἔχοντας τὶς δυὸ παλάµες τους ἀνοικτὲς σὲ σχήµα σταυροῦ, νὰ λαµβάνουν τὸ Ἀντίδωρο ἀσπαζόµενοι τὸ χέρι ἐκεῖνο ποὺ πρὶν λίγο ἔψαυσε τὴν ἀκήρατο κορυφὴν τοῦ ∆εσπότου Χριστοῦ, Τὸν τεµάχισε κλπ.

Ἀναχωροῦν, λοιπὸν, πλέον οἱ πιστοὶ ἔχοντας πάρει πνευµατικὲς δυνάµεις ἀπὸ τὸν θυσιασθέντα Κύριο, ἀπὸ τὴν Παναγία Μητέρα Του καὶ ἀπὸ ὅλους τοὺς Ἁγίους, ἰδιαιτέρως τὸν κατὰ τὴν ἡµέρα ἑορταζόµενο καὶ τιµώµενο. Λάµπουν ἀπὸ τὸ θεϊκὸ φῶς ποὺ πληµµύρισε ὁλόκληρη τὴν ὕπαρξή τους ἀφοῦ πιὰ στὶς φλέβες τους κυλάει τὸ Πανάγιο Αἷµα τοῦ Κυρίου καὶ τὸ Πανάγιο Σῶµά Του ἔγινε σῶµά τους. Φεύγοντας ἀπὸ τὸν Ναὸ ἔχουν ζήσει γιὰ ἄλλη µιὰ φορὰ τὸ προσωπικό τους Πάσχα προσευχόµενοι ὁ Θεὸς νὰ τοὺς ἐλεήσει καὶ νὰ σταθεῖ ἵλεως τὴν ὥρα τῆς Κρίσεως.


Εκτύπωση   Email